Το βιβλίο “Τα που θυμάμαι μολογώ”: Σεργιάνι στη Λευκάδα του χθες του Θοδωρή Γεωργάκη διατίθεται απ’ τις Εκδόσεις ΟΣΤΡΙΑ, Χέϋδεν και Μαυροματαίων στο Πεδίον του Άρεως, απ’ τα μεγάλα βιβλιοπωλεία. Μπορείτε να παραγγείλετε το βιβλίο απ’ τις εκδόσεις ηλεκτρονικά ΕΔΩ και ΕΔΩ, ή τηλεφωνικά στο Τηλ. 211 2136882. Διατίθεται επίσης στα περιφερειακά βιβλιοπωλεία.

Ο ΥΠΕΡΟΧΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΤΗΣ ΚΕΝΤΗΣΤΡΑΣ!
Μικρό παιδί τη δεκαετία του 1960, στο χωριό μου το Πινακοχώρι Σφακιωτών, κυρίως τα υπέροχα λιτά καλοκαίρια του χωριού, έβλεπα τις γυναίκες, μάνες κι αδερφές, ώρες ολάκερες στις ρούγες μας, να είναι αφοσιωμένες στο κέντημα, να ιερουργούν πάνω στο άψυχο πανί και να του δίνουν πνοή και φως με τα σχέδια και τα μοτίφια, ενώ, συγχρόνως, μιλούσαν και για όλα τα θέματα, του αργαλειού, του ζυμώματος του ψωμιού, του θειαφίσματος και ραντίσματος των αμπελιών, τα ξωμάχικα θέματα, τα κοινωνικά, τα οικογενειακά, του χωριού, της ξενιτιάς, όλα εκείνα που χάραζαν τις ψυχές τους αυτά τα δύσκολα χρόνια, που πάλευαν να αγκαλιάσουν την προκοπή και να αλλάξουν τον ρυθμό μιας ζωής στερημένης, προχωρώντας ένα βήμα παραπέρα τις τύχες των παιδιών τους, προκειμένου να ξεκολλήσουν απ’ την γλίσχρα οικονομική βιοπάλη… Η μικρή κοινωνία των ανθρώπων του μόχθου και της δημιουργίας, σε μια άλλη έκφανση του πολλαπλού ρόλου της Λευκαδίτισσας γυναίκας… Στον ρόλο της Χρυσοχέρας Κεντήστρας! Αυτή η μυστική ιερουργία των αγνών και τίμιων γυναικών είχε στόχο να δημιουργήσει στο άψυχο πανί, να στήσει πάνω του σύμβολα και γραφήματα, κεντίδια και μοτίφια, όνειρα και προκοπές! Να κεντήσουν, να επινοήσουν, να ψαύσουν το κάλλος και την ομορφιά!
Αρχικά, σαν παιδί, θεωρούσα τη χειροτεχνία τούτη σαν μια έκφανση της ζωής της Λευκαδίτισσας ξωμάχας, σαν μια επί πλέον ιδιότητά της, όπως αυτές τις πολλές που συγκέντρωνε στο πρόσωπό της, της ξωμάχισσας, της φουρνάρισσας, της αϋφάντρας, της λιομαζώχτρας! Έτσι θεωρούσα και τούτη τη θερινή, κατά κανόνα, λειτουργία των γυναικών του χωριού μου, έως ότου, περνώντας τα χρόνια, άκουγα να λένε και να γίνεται αντικείμενο θαυμασμού, πως η τάδε γυναίκα σπούδασε παιδιά μόνο με το βελόνι της!!! Πουθενά δεν υπεισέρχεται η υπερβολή, όπως διαπίστωσα στη συνέχεια, όταν μπόρεσα να δω καθαρά τα νοικοκυριά του χωριού μου και να αξιολογήσω τις οικονομικές τους δυνατότητες… Ειλικρινά αυτή η διαπίστωση, πως υπήρχαν νοικοκυριά που στηρίζονταν βιοποριστικά στο κέντημα, μου κέντρισε πολύ το ενδιαφέρον και άρχισα να ασχολούμαι, όχι συστηματικά ασφαλώς, μα τουλάχιστον είχα ενδιαφέρον να ακούω τις ιστορίες αυτών των γυναικών, που έμαθαν την ΚΑΡΣΑΝΙΚΗ ΒΕΛΟΝΙΑ και μπόρεσαν να βελτιώσουν αισθητά το οικογενειακό τους εισόδημα, μέχρι του σημείου να σπουδάζουν και παιδιά και να συνδιαμορφώνουν, αν όχι να διαμορφώνουν, τον οικογενειακό κορβανά…
Και τούτη η πρωτόγνωρη στα παιδικά μάτια ΚΑΡΣΑΝΙΚΗ ΒΕΛΟΝΙΑ πέρασε σε κάθε σπίτι και των Σφακιωτών και γενικότερα των χωριών του νησιού, έγινε κτήμα σχεδόν όλων των γυναικών, απ’ την σχολική ακόμη ηλικία, και αυγάτεψε τα έσοδα σε κάθε οικογένεια αφού, δύο και τρεις γυναίκες από κάθε σπίτι, κατά κανόνα μάνα και κόρες, ασχολούνταν σχεδόν επαγγελματικά με το κέντημα, με τις γυναίκες εργοδηγούς απ’ την Καρυά να τους φέρνουν τακτικά τα υλικά, πανί, κλωστές και σχέδια, προκειμένου να κεντήσουν, κεντήματα τα οποία, αυτές οι Καρσάνες εργοδηγοί, τα πουλούσαν στα μεγάλα τότε αστικά κέντρα, μα μέχρι και το εξωτερικό! Τι χρώμα και τι χαρά έπαιρνε το χωριό κάθε που η εργοδηγός έφτανε στο χωριό να περνοδιαβεί στις γειτονιές, για τα νιτερέσα της με τις κεντήστρες… Όλα ήταν γιορτινά, το έβλεπες, το ψυχανεμιζόσουν πως ήρθε η νέα σοδειά με τα κεντήματα, αλλά και η αμοιβή ωρών εργασίας και κόπου… Άκουγα, βέβαια, και τις αρνητικές κριτικές, με την μορφή της εκμετάλλευσης των γυναικών, με τις γυναίκες εργοδηγούς – εμπόρους να καρπώνονται το μεγάλο μέρος αυτής της υπέροχης Κεντηστικής δουλειάς… Όμως… Ας ανατρέξομε στις δύσκολες αυτές εποχές της φτώχειας και της στέρησης, όταν το μοναδικό εμπορεύσιμο ξωμάχικο προϊόν ήταν τα σταφύλια και το κρασί, το λάδι ήρθε πολύ αργότερα και μεταπολεμικά, για να φέρουν ελάχιστο εισόδημα στην φαμελιά, να δούμε πόσο πολύτιμα και λυτρωτικά ήταν τα χρήματα της κεντήστρας…
Τραπεζομάντηλα ολόκληρα απλώνονταν στα πόδια των γυναικών, μαζεμένα με τάξη μέσα στην κοφοπούλα, που συνόδευε κάθε μία, και ώρες ατέλειωτες, ακόμη και με το φως του λυχναριού και της λάμπας, σκυφτές στ’ αμόνι του βελονιού, όχι απλά δημιουργούσαν κεντήματα όμοια αραβουργήματα, αλλά κατέθεταν ψυχή σε μια γιγαντιαία προσπάθεια να αλλάξουν τη μοίρα τους και τη μοίρα των παιδιών τους. Για αυτό, μέσα από τούτο το πόνημά μου, σήμερα, εν έτει 2023, έρχομαι, φρονώ, να παρουσιάσω αυτή την άλλη διάσταση, την ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΉ της ΚΑΡΣΑΝΙΚΗΣ ΒΕΛΟΝΙΑΣ, μέσα από βιωματικές μαρτυρίες σημερινών γυναικών στην Καρυά και στους Σφακιώτες, που ιερούργησαν πάνω σ’ αυτό το <<Μικρό Οικοτεχνικό Παραγωγικό Θαύμα>>, τις περασμένες δεκαετίες! Στόχος μου είναι ολοκάθαρα να δώσω αυτή την άλλη διάσταση, αφού για το κύριο θέμα, την τεχνική, την διαδρομή και την ιστορία της ΚΑΡΣΑΝΙΚΗΣ ΒΕΛΟΝΙΑΣ, έχουν υπάρξει πολλές αναλύσεις και αναφορές εμπεριστατωμένες, από ανθρώπους και δη Καρσάνους ειδικούς, όπως απ’ τον δάσκαλο Ναπολέοντα Δουβίτσα, που σαφέστατα και με γλαφυρό τρόπο εξιστορεί και παρουσιάζει το καταπληκτικό δημιούργημα της <<ΜΑΡΙΑΣ ΤΗΣ Κ(ΟΥ)ΤΣΟΧΕΡΩΣ>>…
Συνάντησα κάποιες κεντήστρες, σ’ αυτή μου την προσπάθεια, και η κάθε μία είχε να μου πει μια ατάκα, ένα ευφυολόγημα, μια τελικά πραγματικότητα γι’ αυτή την περίφημη ΚΑΡΣΑΝΙΚΗ ΒΕΛΟΝΙΑ, που τόσο βοήθησε τις μικρές και κατά κανόνα πάμπτωχες Λευκαδίτικες οικογένειες, αφού τους προσπόρισε κάποια οικονομική ανάσα, μα κύρια έδωσε ρόλο και οντότητα στην Λευκαδίτισσα ξωμάχα, η οποία απόχτησε τακουϊνο, όπως έλεγαν οι παλιοί το πορτοφόλι, και ανάσαναν εν μέρει οικονομικά, σε μια προσπάθεια να σπουδάσουν τα παιδιά τους, όπως προαναφέρθηκε, αλλά και να μπορέσουν να δημιουργήσουν τα προικιά των κοριτσιών τους. Τούτο το πονημά μου παρουσιάζω στον σημερινό Λευκαδίτη αναγνώστη, για να γνωρίζει πως, σε τούτο το μικρό περβολάκι της γης, βημάτισαν ιερές μορφές ανθρώπων, πατεράδες, μανάδες και παππούδες, οι οποίοι καθαγίασαν κάθε τους βήμα και λύθρο και ιδρώτα, για να μας παραδώσουν σήμερα, μαζί με τον ακάματο τρυγητό των χειρονακτικών τους δημιουργημάτων και αυτό το τεράστιο αγαθό, εν τέλει, του Λευκαδίτικου Λαϊκού Πολιτισμού!


ΚΕΝΤΗΜΑ! ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟKOINΩΝΙΚΟ ΘΑΥΜΑ!
Στην είσοδό μου στον θαυμαστό κόσμο της ΚΑΡΣΑΝΙΚΗΣ ΒΕΛΟΝΙΑΣ, την οποία, όπως εισαγωγικά σημείωσα, θεωρούσα σαν απλά μια επί πλέον διάσταση στην πολυπράγμονη ζωή της Λευκαδίτισσας ξωμάχας ολιστικά με εισήγαγε η πραγματοποιηθείσα τον Δεκέμβρη του 2016 εκδήλωση στο ΙΔΡΥΜΑ ΧΑΤΖΗΜΙΧΑΛΗ στην Πλάκα, εκδήλωση για την Δυναμική και την ιστορία της ΚΑΡΣΑΝΙΚΗΣ ΒΕΛΟΝΙΑΣ! Σαν μου ανατέθηκε, απ’ τους διοργανωτές, η ευθύνη να παρουσιάσω αυτή την δυναμική της πορεία και πέρα απ’ την Καρυά, κυρίως στα χωριά των Σφακιωτών, αρχικά αιφνιδιάστηκα, γιατί είχα μεν τις παραστάσεις και τα ακούσματα, όμως μια παρουσίαση και δη σε συνέδριο είναι μια μεγάλη ευθύνη, κυρίως όταν το αντικείμενο είναι ένα τόσο ευαίσθητο και εξειδικευμένο θέμα…
Ξάφνου ένας αταβιστικός οίστρος φώλεψε στην καρδιά και στο μυαλό, αφού η ενασχόληση με ένα ένδοξο παρελθόν πάντα οιστρηλατεί το νου σε μέρη ευφραντικά. Αυτή η απόφασή μου με θάρρος και σθένος να μπω σε αυτό το απίθανο και αστείρευτο μονοπάτι της ΚΑΡΣΑΝΙΚΗΣ ΒΕΛΟΝΙΑΣ, θαρρώ, τελικά, πως με αντάμειψε και μου άνοιξε νέο τρόπο σκέψης και ερμηνείας σχετικά με τα επιτεύγματα μιας παιδεμένης μεν γενιάς των προγόνων μας, αλλά με δημιουργικά εξόχως στοιχεία… Μου έδωσε την ευκαιρία να έρθω πιο κοντά στον πυρήνα του θέματος της ΚΑΡΣΑΝΙΚΗΣ ΒΕΛΟΝΙΑΣ, να μπω στην σφαίρα του και να προσπαθήσω να ιθαγενοποιήσω και τα ακούσματά μου και τις καλοκαιριάτικες κεντηστικές παραστάσεις στις γειτονιές του χωριού μου, για τις οποίες έκανα λόγο εισαγωγικά. Συγχρόνως, φρονώ πως αρτιώθηκα και τεχνικά πάνω σε ένα εξειδικευμένο θέμα, ώστε να προχωρήσω και στην έκδοση του παρόντος πονήματος…
Η ΟΜΙΛΙΑ ΜΟΥ ΣΤΗΝ ΕΚΔΗΛΩΣΗ
Κύριε Πρόεδρε της Βουλής των Ελλήνων
Κυρία Πρόεδρε της Ένωσης Επτανησίων Ελλάδος
Κυρίες και Κύριοι
Βρισκόμαστε εδώ σήμερα σ’ αυτή την πρωτοποριακή εκδήλωση, με βαθιά συγκίνηση και νοσταλγία, να βαδίσουμε στα ίχνη μιας άλλης εποχής, μιας άλλης Ελλάδας, μιας άλλης Λευκάδας της δημιουργίας και της προκοπής. Βρισκόμαστε εδώ για να πραγματοποιήσουμε όχι απλά μια νοερή αναδρομή, αλλά μια ειλικρινή επιστροφή στις γνήσιες ρίζες μας. Ολοένα και περισσότερο αυτή η επιστροφή, στις καθάριες πηγές της παράδοσης και του λαϊκού μας πολιτισμού, λειτουργεί δημιουργικά, μα και λυτρωτικά, στην εμβρόντητη και αλαφιασμένη, απ’ την παρατεταμένη οικονομική κρίση σημερινή μας κοινωνία, (2016), μια κρίση που νομοτελειακά θρονιάστηκε στο κατώφλι μας και η οποία, για τους βαθείς γνώστες και αναλυτές, δεν είναι μια ξερή οικονομική κρίση, αλλά ένας πολιτισμικός σεισμός! Χάσαμε την ψυχή μας! Η απώλεια αυτή ήρθε μέσα από μακρόχρονες και αλυσιδωτές αστοχίες, παραλείψεις, αβελτηρίες, ανεπάρκειες, ωχαδερφισμούς, μικρόνοιες, κακόνοιες. Μας ξεστράτισε σε μια τεράστια χοάνη, μας οδήγησε σ’ έναν ατέρμονα δρόμο προς τον προσωπικό ευδαιμονισμό, τον αχαλίνωτο καταναλωτισμό, δομικά υλικά τα οποία δημιούργησαν ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΤΗΣ ΜΟΝΟΜΕΡΕΙΑΣ! Ορθώσαμε τείχη και φραγμούς και μπήκαμε στον δικό μας μικρόκοσμο της προσωπικής ευμάρειας, απεμπολήσαμε το από έσπαλαι ελληνικό φιλότιμο και τον αθρωποκεντρισμό μας και τώρα, στη δίνη της κρίσης, κινούμαστε έολοι και ανερμάτιστοι, σε μια θολή και διατεταγμένη παγκοσμιοποίηση, όπου χάσαμε, επαναλαμβάνω, την ψυχή μας!
Τώρα παλεύουμε <<να μνησθώμεν ημερών αρχαίων>>, να γυρίσουμε στην παράδοση και στον λαϊκό πολιτισμό μας, ελπίζω και όλοι ελπίζουμε, αυτή η επιστροφή να είναι προϊόν μιας ενδοσκόπησης ειλικρινούς και να μην ξαναχρησιμοποιήσουμε τα δυo αυτά αγαθά σαν φολκλορική και μόνο πασαρέλα, όπως τα κακοποιούσαμε την εποχή της ευμάρειας… Η ειλικρινής αυτή επιστροφή, θα βάλλει τις προϋποθέσεις της εθνικής ανάκαμψης, γιατί έχει εσώκλειστες, η παράδοση και ο λαϊκός μας πολιτισμός, εκείνες τις αστείρευτες δυνάμεις, που μπορούν να μας ξανανιώσουν, όπως ακριβώς την Ήρα, όταν βουτούσε στα νερά της μυθικής Κανάθου! Με αυτό το σκεπτικό αντιμετωπίζω την σημερινή εκδήλωση, είναι μια ευκαιρία να διδαχθούμε και να φωτισθούμε απ’ την μοναδική δημιουργία και επινόηση της Μαρίας της Κουτσοχέρως ή Κουτλής, κατά την Λευκαδίτικη ντοπιολαλιά, αυτού του θηλυκού… <<Μικρού Βαλαωρίτη>>, αφού το δημιούργημά της, η Καρσάνικη Βελονιά, είναι μια υμνολογία, μια ποίηση, προς το κάλλος και την αρμονία, την καλλιτεχνική και την αισθητική απόλαυση! Για την δημιουργία, την πορεία και την τεχνική της Κ.Β, τις επόμενες μέρες της εκδήλωσης, θα έχετε την ευκαιρία να σας μιλήσουν άτομα με βιωματική αντίληψη για την βελονιά αυτή, όπως ο Καρσάνος κ. Δουβίτσας, οποίος έχει συγγράψει και σχετικό βιβλίο.
Η δική μου ομιλία θα κινηθεί σε δύο άξονες.
Πρώτον. Επιφορτίσθηκα απ΄τους διοργανωτές με την ευθύνη να μιλήσω για την δυναμική εξάπλωση της Κ.Β και στα υπόλοιπα χωριά αυτού του γεωγραφικού τμήματος του νησιού που σήμερα αποκαλούμε ΟΡΕΙΝΗ ΛΕΥΚΑΔΑ, χωριά γειτονικά στην Καρυά, όπως τα χωριά των Σφακιωτών, την Εγκλουβή, τον Αλέξανδρο, τα Πλατύστομα, τη Βαυκερή και τους Πηγαδισάνους. Σ’αυτά τα χωριά βρήκε πρόσφορο έδαφος η Κ.Β. Αρχικά χρησιμοποιήθηκε για τα κεντήματα της προίκας, αλλά, εν συνεχεία, έγινε προσφιλής ενασχόληση βιοπορισμού για πολλές γυναίκες των χωριών αυτών. Δεύτερον. Θα προχωρήσω ένα βήμα παραπέρα, για να σας παρουσιάσω το σύνολο των πτυχών, και των εκφάνσεων, που προσδιορίζουν και νοηματοδοτούν το εξαίρετο πνευματικό πόνημα της Κουτσοχέρως. Θα σας δώσω την πνευματική, την καλλιτεχνική, την αισθητική, την κοινωνική και την βιοποριστική διάσταση, που προσπόρισε στον κόσμο του νησιού, αλλά και στο Πανελλήνιο γενικότερα και μάλιστα σε χαλεπούς καιρούς, που το μέλημα των ανθρώπων ήταν ένας σκληροτράχηλος αγώνας για την επιβίωση. Σε ότι αφορά την πρώτη ενότητα, μπορώ να σας βεβαιώσω πως έχω βιωματική αντίληψη, για όσα θα σας περιγράψω, αφού τα έζησα μικρό παιδί, την δεκαετία του 1960 και 1970 στο χωριό μου, το Πινακοχώρι των Σφακιωτών.
Αν αναλογισθούμε πως, το εξαίσιο δημιούργημα της Κ.Β, έχει τις ρίζες του στις αρχές του 20ου αιώνα, τότε, θα χωρίσουμε τη διαδρομή της σε δύο στάδια, αυτό του μεσοπολέμου και το μεταπολεμικό στάδιο. Στο στάδιο του μεσοπολέμου, όπως άκουσα απ’ τις προγιαστές του χωριού μου, η Κ.Β ήρθε και στα χωριά των Σφακιωτών σαν νεωτερίστικη ανάγκη για την δημιουργία της προίκας των κοριτσιών. Η γειτονική θέση των χωριών με την Καρυά, αφού αναφερόμαστε σε χρόνους που και η Καρυά και τα χωριά των Σφακιωτών αριθμούσαν πάνω από δύο χιλιάδες κατοίκους το καθένα, αυτή η γειτνίαση επέτρεπε την σύναψη πολλών γάμων. Αυτές οι Καρσάνες νύφες ήταν ο καλύτερος δάσκαλος και πρεσβευτής στα χωριά μας, όπου πέρασαν και δίδαξαν την Κ.Β. ‘Ηταν μεγάλο κιάσο, μεγάλο παίνεμα για την μάνα και την νύφη κόρη, όταν στον Κόμπο για τα προικιά, που γίνονταν στα Καρφώματα την Παρασκευή πριν τα στέφανα της Κυριακής, έριχναν σ’ αυτό τον Κόμπο τα ρούχα και τα κεντήματα με την Κ.Β, ήταν το θέμα συζήτησης στους συμπεθέρους οι χρυσοχέρες μάνα και νύφη κόρη. Μεταπολεμικά, αυτή η νέα μόδα της Κ.Β συνεχίστηκε γα την κατασκευή της προίκας, όμως, απ’ τις αρχές της δεκαετίας του 1960 και μέχρι περίπου το μέσον της δεκαετίας του 1980, τώρα η Κ.Β έγινε και τρόπος βιοπορισμού, αφού κεντάνε, πλέον, επαγγελματικά Καρσάνικα Κεντήματα, τα οποία διαθέτουν οι Καρσάνοι έμποροι σε όλη την Ελλάδα.
Δυo ζευγάρια, δυo αντρόγυνα απ’ την Καρυά, οι γυναίκες, μάλιστα, των οποίων κατάγονταν απ’ τους Σφακιώτες, ήταν απ’ τους κύριους έμπορους – διακινητές των Καρσάνικων Κεντημάτων. Πρόκειται για το ζεύγος Πάνου και Σπυριδούλας Κατωπόδη, γνωστός σαν Πάνος ο Μπέλας, και το ζεύγος Πέτρου και Γερασιμούλας Σταύρακα, γνωστός σαν Πέτρος ο Κόκορος. Αυτά τα δυό ζευγάρια είναι οι Λίντερ, θα λέγαμε με σημερινούς τεχνοκρατικούς όρους, είναι οι έμποροι – εργολάβοι κεντημάτων, οι οποίοι αναθέτουν στις κεντήστρες γυναίκες των χωριών, την δημιουργία και μαζική παραγωγή Καρσάνικων Κεντημάτων, τα οποία διακινούν και εμπορεύονται σε όλες τις ελληνικές μεγαλουπόλεις.
Ας δούμε, χαρακτηριστικά, πως παρουσιάζει αυτή την δραστηριότητα η Γερασιμούλα Σταύρακα, η οποία ευγενικά δέχθηκε να μας μιλήσει γι αυτή την θαυμάσια εποχή της Κ.Β. <<Είχα την τύχη, μας είπε, μικρή, στο Σπανοχώρι των Σφακιωτών, ο πατέρας μου να με βάλλει να μάθω μοδίστρα, έτσι μπορούσα να κινούμαι με άνεση στον χώρο της κοπτορραπτικής των υφασμάτων, που χρησιμοποιούσαμε για τα κεντήματα. Αυτά τα υφάσματα ήταν τριών ειδών, το ιβουαλάζ, ανώτερης ποιότητας, το λινό ελληνικό και ιταλικό και το εταμίν. Έκοβα τα σχέδια που ήθελα και με μια βαλίτσα τα μοίραζα στις κεντήστρες, εδώ στην Καρυά και στους Σφακιώτες, για να τα κεντήσουν πάνω σ’ αυτά τα σχέδια που η ίδια δημιουργούσα. Τις μεταξωτές κλωστές πήγαινα ένα τεράστιο και πολύωρο ταξίδι στο Σουφλί του Έβρου, όπου αγόραζα τεράστιες ποσότητες σε ματσέτες μεταξωτές κλωστές. Είχα παραγγελίες για Καρσάνικα Κεντήματα σχεδόν από όλη την Ελλάδα, Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Γιάννενα, Πάτρα. Λάρισα. Να φανταστείτε πως τροφοδοτούσα δυό μεγάλα καταστήματα στο κέντρο της Αθήνας, τον ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΟ στο Σύνταγμα και τον ΠΙΤΣΟ στην Κολοκοτρώνη. ‘Άλλες εποχές τότε, συνεχίζει η Κα Σταύρακα. Μέσα σ’ εκείνη την οικονομική ανέχεια, όσες ασχολούμαστε με το Καρσάνικο Κέντημα, και εγώ που τα εμπορευόμουν και ο γυναίκες που τα κεντούσαν, βγάζαμε μεροκάματο καλό, μεγαλώσαμε οικογένειες και σπουδάσαμε παιδιά. Στο χωριό σου το Πινακοχώρι είχα δύο πολύ καλές κεντήστρες. Θυμάμαι την Λενιώ την Σκιαδαρέση, του Τσερεβέλα, όπως την λέγατε, και την Λάμπρω την Γεωργάκη, του Μπίλιου. Άξιες και καλές κεντήστρες. Αυτές μου γνώριζαν και άλλες κεντήστρες και έτσι δημιουργούσα το δίκτυό μου σε κάθε χωριό.>>
Η άλλη μαρτυρία είναι απ’ την γιατρό Μαρία Κατωπόδη, κόρη του Πάνου και της Σπυριδούλας, που προανέφερα. Θυμάται σήμερα η Μαρία Κατωπόδη. <<Ο πατέρας μου ξεκίνησε πρώτος στην Καρυά την εμπορεία του Καρσάνικου Κεντήματος, απ’ το 1957! Όταν παντρεύτηκε την μάνα μου, η οποία κατάγονταν απ’ του Πρεμεντινού των Σφακιωτών και γνώριζε πρόσωπα και πράγματα στα χωριά αυτά, τότε επεξέτειναν το εμπόριο των Καρσάνικων Κεντημάτων και στα χωριά των Σφακιωτών. Σε κάθε χωριό είχαν δυο – τρείς κεντήστρες, που ήταν ο πυρήνας τους, ενώ στην πορεία προστίθονταν και άλλες κεντήστρες. Έπειτα, εκείνα τα χρόνια, που ανθούσε το εμπόριο του Καρσάνικου Κεντήματος, υπήρχαν τρείς Καρσάνοι πλανόδιοι έμποροι, ο Τάκης ο Μάλφας, (Μπαλάσης), ο Ηλίας ο Τούμπας, (Μποροκόνης) και ο Ευγένιος ο Ζαβιτσάνος, οι οποίοι με τις κασελέτες τους γεμάτες είδη προικός, γυρνούσαν στα χωριά. Αυτοί ήταν οι καλύτεροι πρεσβευτές για το Καρσάνικο Κέντημα, αφού όλο και έφερναν στους γονείς μου νέες κεντήστρες! Οι γυναίκες που κεντούσαν έπαιρναν και προκαταβολές απ’ τους γονείς μου, τα δε κεντήματα τα διέθεταν σε όλες τις μεγάλες πόλεις, μέσω επιδείξεων σε σταθερά γνωστά σπίτια. Τις κλωστές τις προμηθεύονταν απ’ το Σουφλί του Έβρου, ολομέταξες και άριστης ποιότητας, το δε ύφασμα το αγόραζαν, κυρίως απ’την μικρή τότε αγορά της Λευκάδος, αν θυμάσθε ήταν το εμπορικό του Ανυφαντή στο οποίο εύρισκες τα πάντα για το κέντημα.>>
Ο δεύτερος άξονας, όπως προανέφερα, που θα κινηθώ, είναι αυτός της διάστασης, των πτυχών, της δυναμικής της Κ.Β, της σημασίας που είχε για την ίδια την Καρυά και τα χωριά του νησιού γενικότερα. Είναι η πνευματική διάσταση, η καλλιτεχνική, η αισθητική, η κοινωνική και η βιοποριστική. Η αρχική σύλληψη και επινόηση της Κ.Β, απ’ την Μαρία την Κουτσοχέρω, είναι ένα ανώτερο πνευματικό πόνημα, μια εφεύρεση, θα λέγαμε, από άτομο απαίδευτο μεν, αλλά με μεγάλη δόση ευαισθησίας, αφού κατόρθωσε να μεταφράσει σε κέντημα όλα της τα γήινα ερεθίσματα, και μια εσωτερική παιδεία και παρόρμηση συγχρόνως, που δεν απαιτεί σπουδές και πτυχία, αλλά θέλγεται και ελκύεται από το ταπεινό, το ανθρώπινο, ένα λουλούδι, ένα φύλλο, ένα κλαρί. Όπως διηγούνται οι παλιότεροι Καρσάνοι, τα ερεθίσματά της ακουμπούν στην Παμμήτειρα γή και όσα την στολίζουν, είναι στοιχεία έμπνευσης και δημιουργίας, για την Κουτσοχέρω, που σαν καλός ζωγράφος, με τον χρωστήρα του πνεύματος, τα μεταποιεί σε ζωντανά σχέδια.
Καλλιτεχνικά και αισθητικά η Κ.Β, είναι ένα μείγμα κάλλους και αρμονίας, ένας σιωπηλός ύμνος στην λεπτότητα και στην γεωμετρία, έτσι όπως εκφράζονται μέσα απ’ το νόημα της αρχαίας φιλοκαλίας, είναι μια μορφοποίηση του άκτιστου σ’ ένα τόσο δα πανί, μια δημιουργία αισθητική, όμοια με τα γνωστά Αραβουργήματα, μοναδική και απαράμιλλη, που τέρπει την όραση και ευφραίνει την αίσθηση, σπάνια λαϊκή τέχνη υψηλής καλλιτεχνικής υφής και αξίας, που υποδηλώνει ευγένεια ψυχής και ασύλληπτο δημιουργικό οίστρο. Μα πέραν της καλλιτεχνικής διάστασης της Κ.Β, υπάρχει και η κοινωνική, και κυρίως η βιοποριστική. Αυτός ο πρωτογενής τομέας της παραγωγικής δημιουργίας, αυτή η οικιακή χειροτεχνία, εξύψωσε τον ρόλο της Λευκαδίτισσας γυναίκας σχεδόν σε επίπεδο μητριαρχικής κοινωνίας, αφού την καθιστά το δυναμικότερο μέλος της οικογένειας, που δημιούργησε εισόδημα στο σπίτι και μάλιστα σε χαλεπούς καιρούς, όταν το γλίσχρο οικογενειακό εισόδημα απ’ το λάδι και το κρασί δεν επαρκούσε. Επί πλέον, αυτή η ικανότητα και δεξιότητα της κεντήστρας και συνάμα της αϋφάντρας, ήταν μια πλούσια παρακαταθήκη, ένα δυνατό πακέτο για την κάθε μελλόνυμφη κοπελιά, αφού, οι καιροί εκείνοι, είχαν τα δικά τους κριτήρια επιλογής της μελλονύμφου συζύγου, που ήθελαν να είναι πέραν από εργατική και με ειδικά προσόντα, όπως μοδίστρα, αϋφάντρα και κεντήστρα, να είναι αυτό που έλεγαν ΠΡΟΚΟΜΕΝΗ. Ακόμη, η Κ.Β, έφερε τα χωριά μας πιο κοντά, δημιούργησε σχέσεις στενές, πέραν από κούφιες τοπικίστικες κομπορρημοσύνες που γνωρίσαμε την εποχή της ευμάρειας και των… παχέων αγελάδων, του ανταγωνισμού και ξεσυνερισμού. Έδωσε το Καρσάνικο Κέντημα ζωή στις γειτονιές των χωριών μας! Εκεί, στα καλοκαίρια της δημιουργίας και της προκοπής, όταν η Λευκαδίτισσα ξωμάχα είχε λιγότερες αγροτικές εργασίες, τότε ένα μελίσσι οι γυναίκες κεντούσαν στις γειτονιές, ομορφαίνοντας με την παρουσία τους τις αυλές και τις ρούγες.
Κοντολογίς, αν επιχειρήσουμε μια ευθύβολη και συνοπτική παρουσίαση της Κ.Β, πέραν της καλλιτεχνικής που ανέπτυξα, θα σταθώ στα βιωματικά μου ενθυμήματα: <<Είδες, έλεγαν πολλοί στο χωριό μου, η Λενιώ, η Λάμπρω, η Σταμάτα, η Κασιανή και τόσες άλλες γυναίκες, που καλοτυχούσαν για την κεντηστική τους δεξιότητα, μεγάλωσαν και σπούδασαν παιδιά, μόνο με ένα βελόνι!!!>>.
Θα κλείσω την ομιλία μου, όπως ακριβώς ξεκίνησα. Είναι καιρός να στραφούμε στις πιο καθάριες πηγές της φυλής μας, την παράδοση και τον λαϊκό μας πολιτισμό, να ενωτισθούμε τα σπουδαία τους μηνύματα, να παραδειγματισθούμε απ’ τον δημιουργικό τους οίστρο, να εντρυφήσουμε στη ναματοδότρα θύμησή τους, γιατί μόνο έτσι θα περάσουμε, απ’ το στάδιο της αρειμάνιας ΜΟΝΟΜΕΡΕΙΑΣ και ΑΤΟΜΙΚΟΤΗΤΑΣ, στο στάδιο της ΣΥΛΛΟΓΙΚΗΣ και ΠΑΤΡΙΩΤΙΚΗΣ ΔΡΑΣΗΣ. Έτσι θα έρθει η ανάπτυξη και πάλι στη χώρα, όχι αναμένοντας αενάως τις… <<ορδές των δισεκατομμυριούχων ξένων επενδυτών>>, που όλο έρχονται, αλλά πάντα ζητούν ανταλλάγματα τέτοια που κονταίνουν την εθνική κυριαρχία και ρημάζουν το εισόδημα του εμβρόντητου Έλληνα.Το μικρό αυτό θαύμα, που ονομάζεται Καρσάνικη Βελονιά, και το οποίο η ιστορία το αδίκησε, αφού ποτέ δεν γνώρισε την πανελλήνια δόξα, όπως, λόγου χάριν, ο Θεσσαλικός συνεταιρισμός των Αμπελακίων κατά την τουρκοκρατία, αυτό το μικρό θαύμα που δημιουργήθηκε μέσα στα χωριά μας, μέσα στα σπίτια μας, που κινητοποίησε, εκείνα τα δύσκολα χρόνια, έναν ολόκληρο κόσμο, πνευματικά και βιοποριστικά, όπως περιγράψαμε, μας δείχνει και σήμερα τον δρόμο της προκοπής και της δημιουργίας…

Ο συγγραφέας
Θοδωρής Γεωργάκης
Λευκάδα 2018
Μπορείτε να βρείτε όλα τα αποσπάσματα του βιβλίου που έχουμε δημοσιεύσει εδώ