Το βιβλίο “Τα που θυμάμαι μολογώ”: Σεργιάνι στη Λευκάδα του χθες του Θοδωρή Γεωργάκη διατίθεται απ’ τις Εκδόσεις ΟΣΤΡΙΑ, Χέϋδεν και Μαυροματαίων στο Πεδίον του Άρεως, απ’ τα μεγάλα βιβλιοπωλεία. Μπορείτε να παραγγείλετε το βιβλίο απ’ τις εκδόσεις ηλεκτρονικά ΕΔΩ και ΕΔΩ, ή τηλεφωνικά στο Τηλ. 211 2136882. Διατίθεται επίσης στα περιφερειακά βιβλιοπωλεία.
ΤΟ ΣΑΜΑΡΙ, ΤΑ ΜΠΑΛΤΙΜΙΑ, ΤΑ ΚΟΛΙΤΣΑΚΙΑ, Η ΓΟΛΑΝΑ
Τεράστια συμβολή στην ζωή του Λευκαδίτη χωρικού είχε το άλογο, το οποίο ήταν το μεταφορικό μέσον, για όλες τις δουλειές, για το κουβάλημα του νερού, των ξύλων, των σταφυλιών, των ελιών, για το όργωμα, για το λιτροβιό, για την μετάβαση του χωρικού στην Χώρα, όταν ακόμη δεν υπήρχαν αυτοκίνητα, για το ζέψιμο στο κάρο, γι’ αυτό και στα χωριά του νησιού υπήρχε τεράστιος αριθμός αλόγων, τα οποία περιποιούνταν με ιδιαίτερη φροντίδα, ενώ φρόντιζαν ακόμη περισσότερο την κατασκευή του σαμαριού, το οποίο τοποθετούσαν στην ράχη του αλόγου, προκειμένου να κάνουν όλες τις ανωτέρω εργασίες.
Η κατασκευή των σαμαριών ήταν εξειδικευμένη εργασία, την οποία έκαναν οι Σαμαράδες, κυρίως, στα κεφαλοχώρια του νησιού. Το σαμάρι αποτελούνταν από το ξύλινο πάνω μέρος και την στρωμή, το μαλακό κάτω μέρος, προκειμένου να μην τραυματίζει το ζώο. Το πάνω μέρος είχε δύο ειδικά ελλειψοειδή ξύλα, τα οποία ενώνονταν μεταξύ τους με τις σαμαροπαγίδες, οι οποίες ήταν μήκους, περίπου, εξήντα εκατοστών. Στο πίσω μέρος καρφώνονταν τα κολιτσάκια, δύο αγκιστροειδή σίδερα, από τα οποία περνούσαν τα σχοινιά, κατά την φόρτωση. Η στρωμή ήταν ιδιαίτερα μαλακή, ώστε, όπως προαναφέρθηκε, να μην τραυματίζει το άλογο. Στο πάνω μέρος της υπήρχε δέρμα και από κάτω μαλακή σακέρα, ένα χοντρό ύφασμα, ενώ, ενδιάμεσα δέρματος και σακέρας, τοποθετούσαν βρωμίστρα, δηλαδή το στέλεχος της βρώμης αποξηραμένο, ή ψαθί. Έραβαν το δέρμα και την σακέρα μαζί και τοποθετούσαν την στρωμή κάτω από το ξύλινο περίβλημα. Το σαμάρι, έφερε πάνω του τις σαμαροτριχιές και τοποθετούνταν στην ράχη του αλόγου, στην οποία εφάρμοζε πιστά, όμως, προκειμένου να είναι σταθερό, κατά την φόρτωση, να πεζέρνει, όπως έλεγαν, είχε κάποια άλλα δερμάτινα εξαρτήματα, όπως την γίγκλα, ένα πλατύ δέρμα, το οποίο δεμένο στην μια πλευρά του σαμαριού, περνούσε κάτω από την κοιλιά του αλόγου και δένονταν στην άλλη πλευρά. Επίσης, το μπαλτίμι, πλατειά λουρίδα δέρματος, που ήταν δεμένη στην μια πλευρά του σαμαριού και περνούσε, κυκλικά, πίσω στην περιφέρεια του αλόγου και δένονταν στην άλλη πλευρά, προκειμένου να μην σέρνει το σαμάρι μπροστά, όταν, το άλογο, φορτωμένο, κατέβαινε κατηφόρα. Κάποιοι, τοποθετούσαν και μπροστογίγκλι, δηλαδή, περνούσαν ανάλογο δέρμα μπροστά στο στήθος του αλόγου, δεμένο στις δύο άκρες του σαμαριού, ώστε να μην σέρνει το σαμάρι προς τα πίσω, όταν, επίσης, φορτωμένο το άλογο, ανέβαινε ανήφορο. Ακόμη το φουσκούνι και αυτό δερμάτινο, το οποίο ήταν καρφωμένο ανάμεσα από τα κολιτσάκια και κατέληγε σε ένα στρογγυλό μαλακό μέρος, μέσα στο οποίο περνούσε η ουρά του αλόγου και έφτανε στην βάση της ουράς.
Στο κεφάλι του αλόγου και προκειμένου να το κατευθύνουν, με το σχοινί, τοποθετούσαν τον κατρομά, γνωστό, στα άλλα μέρη, σαν καπίστρι. Ο κατρομάς δημιουργούνταν και αυτός από δέρμα, ώστε να μην πληγώνει το ζώο και κατέληγε σε έναν στρογγυλό χαλκά, από το οποίο πέρναγαν και έδεναν το κατρομόσχοινο, δηλαδή το σχοινί το οποίο χρησιμοποιούσαν για να οδηγούν το άλογο.Το άλογο θεωρούνταν ευλογημένο ζώο γα τον χωρικό, γι’ αυτό το τάιζε με ιδιαίτερη φροντίδα, με σανό, άχυρο και βρώμη, ώστε να αντέχει όλη αυτή την γκάμα των εργασιών. Αποτελούσε, όμως και στολίδι για το κάθε σπίτι, γι’ αυτό, πολλές φορές, περνούσαν στο λαιμό του κομπολόγια και θαλασσιές χάντρες, στο δε σαμάρι του πλουμιστά καβαλλοσκούτια, για να πάνε στα πανηγύρια των χωριών. Μερικές φορές, οι πιο μερακλήδες καβαλλαραίοι, ήθελαν το άλογό τους να έχει εκείνο το ιδιαίτερο λικνιστικό γρήγορο περπάτημα, το περίφημο αραβάνι, γι’ αυτό και προμηθεύονταν άλογα από την Γαστούνη, ή την Ανδραβίδα, όπου τα άλογα αυτών των περιοχών έχουν έμφυτο το αραβάνι, ή από την Βόνιτσα τα Γεωργαλίδικα άλογα, επίσης με φυσικό αραβάνι. Αν δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα να αγοράσουν αυτά τα άλογα, τότε χρησιμοποιούσαν τις γίγκλες, όταν το άλογο ήταν νεαρό, προκειμένου να αποκτήσει αραβάνι. Τοποθετούσαν στα πόδια του αλόγου, για διάστημα ενός μηνός, πάνω από το γόνατο δύο υφασμάτινες λουρίδες, μία σε κάθε δυάδα μπρός και πίσω ποδιού, περιορίζοντας έτσι την δρασκελιά του αλόγου και καθηλώνοντάς την σε μικρότερα και πιο ρυθμικά βήματα, όπως αυτά του αραβανιού, με αποτέλεσμα να μένει για πάντα αυτό το ιδιόμορφο περπάτημα στο άλογο.
Η περιποίηση των αλόγων προέβλεπε και το πετάλωμά τους, ή το καλίγωμα, στην Λευκαδίτικη ντοπιολαλιά, κατά το οποίο τοποθετούσαν σιδερένια πέταλα στις οπλές των ποδιών του αλόγου, ώστε να προφυλάσσονται από το έδαφος και τις αγκυλώσεις του. Τα πέταλα, τα οποία κάρφωναν με το καλι(γ)οσφύρι, ένα ειδικό σφυρί, ήταν δύο ειδών: τα γνωστά στρογγυλά ατόφια πέταλα και τα ονομαζόμενα γαλλικά, με τα κενό στην μέση, τα οποια γαλλικά τοποθετούνταν, κυρίως, στα άλογα που έσερναν τα κάρα, αφού εφάπτονταν καλύτερα στο έδαφος. Πριν καρφωθεί το πέταλο στο πέλμα του αλόγου, καθάριζαν το πέλμα και έκοβαν το μέρος, κατά το οποίο είχε αυξηθεί, με ένα ειδικό λεπίδι, το σατράνι. Το πετάλωμα ήταν μια ιδιαίτερη και εξειδικευμένη εργασία, κατά την οποία έπρεπε να μην τραυματιστεί, με τα καρφιά, το πόδι του αλόγου, γι’ αυτό και γίνονταν από ειδικούς τεχνίτες, τους πεταλωτήδες, οι οποίοι ήταν ένας, ή δύο το πολύ, σε κάθε χωριό του νησιού. Αυτή η τεχνική αφορούσε το λωθρίασμα των καρφιών του πετάλου, τα οποία έπρεπε, ο πεταλωτής, αφού κόψει τις αιχμηρές μύτες, να τα γυρίσει προς τα μέσα, ώστε να μην λωθροκόβεται το άλογο, δηλαδή, να χτυπούν, οι άκοπες λόθρες, το άλλο πόδι του αλόγου και να το αγγελοκρούζουν, εμποδίζοντας, όχι μόνο το περπάτημά του, αλλά προκαλώντας του και πληγές. Προκειμένου να χρησιμοποιήσουν το άλογο στο αλέτρι, για το όργωμα, τοποθετούσαν στον λαιμό του, περιμετρικά του στήθους του, αφού εκεί είναι η τεράστια δύναμη του αλόγου, την γολάνα, ή λαιμαριά, ένα κατασκεύασμα σε σχήμα U λατινικού, από δέρμα, στο πάνω μέρος και ύφασμα σακέρας στο κάτω, όπως ακριβώς η στρωμή του σαμαριού, που προαναφέραμε, προκειμένου να είναι μαλακό το ύφασμα και να μην τραυματίζει το ζώο. Αυτή η γολάνα συνδέονταν με σχοινιά, τα οποία δένονταν στα παλμάκια, τα οποία, με την σειρά τους, αγκιστρώνονταν στον ζυγό και στο αλέτρι, ώστε να γίνεται το όργωμα, με το τράβηγμα του αλόγου, όλου αυτού του σώματος των εξαρτημάτων.
Πινακοχώρι Λευκάδος! Ο πατέρας μου Σοφοκλής καβάλα στο άλογό του, με την πλήρη του <<αρματωσιά>> το ζωντανό στο πανηγύρι της Αναλήψεως στον Φρυά των Σφακιωτών το 1951!
Λευκαδίτης σαμαράς δημιουργόντας τα σαμάρια για τ’ άλογα των χωρικών! Φτιάχνει, σ’ αυτό το στάδιο, την ξύλινη σαμαροπαγίδα. Αριστερά ένα έτοιμο σαμάρι με ξύλινα αντί σιδερένια κολιτσάκια.
Γνέθοντας και στο σαμάρι… Ούτε ώρα μη χαθεί στην πορεία για τις δουλειές. Αυτές οι μάνες θησαυρός που έταξαν τους εαυτούς τους και την ζωή τους στον υπέρτατο σκοπό των παιδιών τους, για τα οποία σκαρφίστηκαν και αξιοποίησαν κάθε γόνιμη στιγμή στην διαδρομή τους…
Σαμαράς! Γεμίζει με βρωμίστρα, ή με ροκόφυλλο και ράβει την στρωμή του σαμαριού, ώστε να είναι μαλακό το σαμάρι στην ράχη του ζώου και να μην πληγώνεται απ’ τα βαριά φορτία. Μια εξειδικευμένη εργασία ο σαμαράς, που σπάνια συναντάς πλέον στην χώρα μας, αφού τα μηχανοκίνητα μέσα περιθωριοποίησαν τους τετράποδους φίλους…
Η ΚΑΛΑΘΟΠΛΕΚΤΙΚΗ. ΟΙ ΚΛΗΜΑΤΑΡΙΕΣ ΜΕ ΤΟ ΚΟΡΥΘΙ
Ένα από τα υλικά, που κατά κόρον χρησιμοποιούσε ο Λευκαδίτης χωρικός, ήταν το καλάμι, προκειμένου να κατασκευάσει, μια σειρά αντικειμένων, τα οποία χρησίμευαν στην καθημερινή του εργασία, αλλά και σαν μέσα μεταφοράς, ή αποθηκευτικοί χώροι στο σπίτι. Οι κατασκευές γίνονταν με το σχίσιμο του καλαμιού σε λεπτές λουρίδες, οι οποίες πλέκονταν, με θαυμαστή δεξιοτεχνία, μαζί με εύκαμπτα ξύλα λυγαριάς. Πιο εξειδικευμένοι, σ’ αυτή την κατασκευή, ήταν οι κάτοικοι της Απόλπαινας, γι’ αυτό τους αποκαλούσαν Καλαθάδες. Το καλάθι ήταν μικρό, με στρογγυλό χερούλι στην κορυφή και χρησίμευε για την φύλαξη τροφίμων, στον τρύγο, στο μάζεμα των ελιών, στην συλλογή ντομάτας και φρούτων. Το κοφίνι, μεγάλο αντικείμενο, με δύο χερούλια στην μέση, προκειμένου να μεταφέρεται εύκολα, το οποίο χρησίμευε, κυρίως, στον τρύγο, για την μεταφορά της κοπριάς στα κτήματα, για την τοποθέτηση του λιόκαρπου, μέχρι αυτός να πάει στο λιτροβιό. Η κόφα, μια μορφή πεπλατυσμένου καλαθιού, με δύο χερούλια στην κορυφή, η οποία ήταν απαραίτητη για τις γιορτές, τους γάμους και τα πανηγύρια, αφού χρησίμευε για να πάνε, σε συγγενικό γάμο, το περίφημο κανίσκι, όπου μέσα τοποθετούσαν όλα τα καλούδια, όπως έλεγαν, ώστε να συνεισφέρουν στον γάμο του παιδιού του συγγενή τους.
Επίσης, χρησιμοποιούσαν την κόφα στα πανηγύρια των εκκλησιών, όταν τοποθετούσαν ένα μεσάλι μέσα, όπου έριχναν τα σπερνά όλων των νοικοκυρών του χωριού. Ακόμη, η κόφα χρησιμοποιούνταν σαν αποθηκευτικός χώρος για τα εσώρουχα των παιδιών και την τοποθετούσαν, γεμάτη με ρούχα, οι μητέρες, κάτω από τα κρεβάτια. Όλα αυτά τα καλαμένια σκεύη, τις περισσότερες φορές, τα κουβαλούσαν, γεμάτα με προϊόντα, κυρίως κατά τον τρύγο, στο κεφάλι τους οι Λευκαδίτισσες, με την ποδολόγα, η οποία μπορούσε να είναι υφασμάτινη, όπως η μπροστοποδιά των γυναικών, ή να είναι σκορδοποδολόγα, δηλαδή, να έχει κατασκευασθεί από την πλεξούδα των σκόρδων, την οποία χρησιμοποιούσαν, αφού τελείωναν τα κεφάλια των σκόρδων, στρίβοντάς την κυκλικά. Ακόμη, το καλάμι χρησίμευε στην κατασκευή της κληματαριάς του σπιτιού, η οποία παρείχε τα φαγώσιμα σταφύλια της, αλλά και παχύ ίσκιο το καλοκαίρι στην αυλή του σπιτιού. Η κληματαριά στηρίζονταν σε ξύλινες κολώνες, διάσπαρτες στην αυλή, πάνω στις οποίες πατούσαν τα περαστάρια, μακριά λεπτά ξύλα, κυρίως κυπαρίσσια και πάνω στα κυπαρίσσια, τοποθετούνταν, οριζόντια, πολλά καλάμια, σε κοντινή απόσταση μεταξύ των, πάνω στα οποία καλάμια απλώνονταν οι κληματόβεργες. Η ποικιλία του σταφυλιού των κληματαριών, ήταν το Κορύθι, ένα σκληροτράχηλο κλήμα, ειδικό για ορεινές περιοχές, το οποίο αργούσε να ωριμάσει, περί το τέλος του Σεπτέμβρη. Μάλιστα, μερικές φορές, όπως ήταν πάνω στην κληματαριά το σταφύλι, το τοποθετούσαν μέσα σε υφασμάτινα σακουλάκια, προκειμένου να διατηρηθεί μέχρι τις Καλές Μέρες, όπως έλεγαν τα Χριστούγεννα. Επίσης, δεν ήταν λίγες οι φορές, που, την αγουρίδα του κορυθιού, την έστυβαν και την χρησιμοποιούσαν στο φαγητό, αφού τα λεμόνια ήταν δυσεύρετα. Όταν ήθελαν να επεκτείνουν την κληματαριά, σε άλλα σημεία της αυλής, τότε χρησιμοποιούσαν τις καταβολάδες. Επρόκειτο για δυνατές και μακριές κληματόβεργες, τις οποίες άπλωναν μέσα σε βαθύ αυλάκι, που έσκαβαν, και μέσω του αυλακιού, τις οδηγούσαν να βλαστήσουν σε όποιο σημείο επιθυμούσαν.
O Σπύρος Κακλαμάνης καλαθάς απ’ την Απόλπαινα δημιουργεί! (Αρχείο Άννας Κακλαμάνη).
Λευκαδίτισσα καλοθοπλέχτρα! Βοήθεια στο οικογενειακό εισόδημα. (Φωτο FRITZ BERGER)
Φτιάχνοντας τα Λευκαδίτικα κοφίνια, τα οποία χρησίμευαν τόσο στον τρύγο, αλλά και σαν αποθηκευτικοί χώροι για τις ελιές, μέχρι να συγκεντρωθούν μεγάλες ποσότητες και να πάνε στο λιτροβιό! Στο νησί, πέραν των πλανώδιων τσιγγάνων, που έφτιαχναν, ή πουλούσαν κοφίνια και καλάθια, πολλοί καλαθάδες ήταν στον Απόλπαινα! Γι αυτό και σε ένα σκωπτικό τραγούδι, το οποίο αναφέρεται στα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του κάθε χωριού της Λευκάδος, οι Απολπαινιώτες αποκαλούνται <<Καλαθάδες>>. Η κατασκευή των κοφινιών με το καλάμι ήταν μια επίπονη εργασία, αλά και επικίνδυνη, αφού το φυτό αυτό, προκειμένου να τεμαχισθεί σε χρηστικές λουρίδες, λειτουργεί στα χέρια του χειριστή του σαν γυαλί… Παρά ταύτα και προκειμένου να έρθει κάπιο εισόδημα στα φτωχονοικοκυριά το αποτολμούσαν, αφού, αυτή η επικίνδυνη και εξειδικευμένη δουλειά, έφερνε αρκετά χρήματα! Κάθε παλιό Λευκαδίτικο σπίτι είχε, τουλάχιστον, δυο ζευγάρια κοφίνια, τα οποία αυγάταιναν στον τρύγο με την προσθήκη των συγγενών, που βοηθούσαν με τα δικά τους κοφίνια, κατά το θέρος, τρύγος, πόλεμος…
Μια τόσο συνηθισμένη φιγούρα παλιά στα χωριά του νησιού μας… Ο περιπλανώμενος τσιγγάνος επισκευάζει με ψαθί τις καρέκλες!
Ο συγγραφέας
Θοδωρής Γεωργάκης
Λευκάδα 2018
Μπορείτε να βρείτε όλα τα αποσπάσματα του βιβλίου που έχουμε δημοσιεύσει εδώ