Το βιβλίο “Τα που θυμάμαι μολογώ”: Σεργιάνι στη Λευκάδα του χθες του Θοδωρή Γεωργάκη διατίθεται απ’ τις Εκδόσεις ΟΣΤΡΙΑ, Χέϋδεν και Μαυροματαίων στο Πεδίον του Άρεως, απ’ τα μεγάλα βιβλιοπωλεία. Μπορείτε να παραγγείλετε το βιβλίο απ’ τις εκδόσεις ηλεκτρονικά ΕΔΩ και ΕΔΩ, ή τηλεφωνικά στο Τηλ. 211 2136882. Διατίθεται επίσης στα περιφερειακά βιβλιοπωλεία.

ΤΣΑΓΚΑΡΗΣ, ΡΑΦΤΑΔΕΣ, ΦΡΑΓΚΟΡΑΦΤΑΔΕΣ
Το θέμα της υπόδησης των Λευκαδίων χωρικών ήταν από τα πιο βασικά, γι αυτό και υπήρχαν, σε κάθε χωριό, τουλάχιστον δύο τσαγκάρηδες, οι οποίοι πόδεναν ολόκληρο το χωριό, με χειροποίητα, παπούτσια, κατά τους χρόνους, πριν αρχίσει μαζικό εμπόριο παπουτσιών στην Χώρα. Ο τσαγκάρης ήταν αυτοδίδακτος και μάθαινε την τέχνη δίπλα σε έμπειρα άτομα, αφού απαιτούνταν εξειδίκευση στον χειρισμό των εργαλείων και στην κατασκευή παπουτσιών. Η πιο ολέθρια εποχή και για τους τσαγκάρηδες, ήταν αυτή της Κατοχής, όπως ενθυμούνται οι πρεσβύτεροι κάτοικοι του νησιού, αφού αναγκάσθηκαν, οι Λευκαδίτες, από τις μεγάλες στερήσεις των Γερμανών κατακτητών, να περπατούν και ξυπόλυτοι, ενώ, όπως, χαρακτηριστικά μου μετέφερε ο πατέρας μου, Σοφοκλής, αναγκάζονταν να χρησιμοποιούν, σαν παπούτσια, ακόμη και τα πέταλα των αλόγων, τα οποία έδεναν με σύρμα μεταξύ τους, σαν σόλα, τοποθετούσαν πάνω, πρόχειρα, ένα δέρμα, από παλιά φθαρμένα παπούτσια, και τα χρησιμοποιούσαν, αφού δεν υπήρχαν καθόλου χρήματα.
Αυτή η ανυποδησιά, είχε δημιουργήσει τεράστια προβλήματα στο πληθυσμό των χωριών, αφού πλήθαιναν τα κρυοπαγήματα και οι παθήσεις των ποδιών τους, με τις νεροκόνιδες, τις σημερινές χιονίστρες, κυκολφορική ανωμαλία των κάτω άκρων, να τους δημιουργούν πυώδεις καταστάσεις. Ο τσαγκάρης είχε το πάγκο του και πάνω τα απαραίτητα εργαλεία, σφυριά, τανάλιες, βελόνες, καλαπόδια, σε διάφορα νούμερα, τσαγκαρόσουβλα, φαλτσέτες και πρόκες, διαφόρων ειδών, όπως τελάκια, σπραγκάκια, στεφανόπροκες, κλάπες, ξυλόπροκες, υλικά με τα οποία κατασκεύαζε τα παπούτσια της φαμελιάς του, αλλά δέχονταν και παραγγελίες από το χωριό. Ενθυμούμαι, χαρακτηριστκά τον τσαγκάρη παπούλη μου, με τα γιαλάκια, σκυφτό ολημερίς στο πάγκο του, να μας φτιάχνει, ή να επιδιορθώνει τα παπούτσια μας. Αγόραζε από την Χώρα, τα φόντια, δηλαδή το πάνω μέρος του παπουτσιού, το οποίο ήταν δέρμα βακέτα, όπως έλεγε, αλλά και μεγάλο κομμάτι σκληρού δέρματος, για τις σόλες. Προσάρμοζε πάνω στο ανάλογο καλαπόδι το φόντι και άρχιζε το μάζεμα, από κάτω, με ράψιμο των άκρων και τοποθέτηση της σόλας. Στην σόλα και προκειμένου να μην φθείρεται εύκολα, κάρφωνε στα πλάγια και μπροστά τις κλάπες, δηλαδή πλατιές πρόκες, οι οποίες είχαν τρείς μύτες, ή, στεφανόπροκες, που ήταν κοντόχοντρες πρόκες με πλατύ κεφάλι, οι οποίες, δεν έφερναν σε απευθείας επαφή την σόλα με το έδαφος, με αποτέλεσμα, η σόλα, να διαρκεί καιρό. Το ράψιμο γίνονταν με σπάγκο κερωμένο. Είχαν ειδικό κουβάρι με λεπτές ίνες σπάγκου, τις οποίες τοποθετούσαν πολλές μαζί και ακολούθως τις περνούσαν με μελισσοκέρι, ώστε να δέσουν μεταξύ τους και να αποτελέσουν ενιαίο σπάγκο. Στα κεφαλοχώρια του νησιού υπήρχαν πιο οργανωμένα τσαγκαράδικα, στα οποία δούλευαν δύο και τρείς τσαγκάρηδες και δέχονταν πολλές παραγγελίες, όπως στα Λαζαράτα, όπου υπήρχαν πολλοί τέτοιοι τεχνίτες, μέχρι τα νεώτερα χρόνια, με πιο σπουδαίο τον Μπάρμπα-Στάθη, τον Ροδίκα, ο οποίος, μαζί με το μεγάλο τσαγκαράδικο, νοίκιαζε και ποδήλατα, δύο μεγάλα μάρκας Μπίσμαρκ και ένα μικρότερο μάρκας Έσκα, πάνω στα οποία πρωτομάθαμε, όλοι οι πιτσιρικάδες, ποδήλατο.
Εξ ίσου μεγάλη προσοχή και σπουδαιότητα έδιναν οι χωρικοί του νησιού στην κατασκευή των ρούχων, τα οποία ήταν δύο ειδών: Tα Χωριάτικα και τα Ευρωπαϊκά. Τα Χωριάτικα ήταν οι γνωστές Λευκαδίτικες φορεσιές, ανδρών και γυναικών. Οι μεν γυναίκες, με τα φουστάνια, τα κότολα, τις ποδιές, τις μπέρτες, τις σιάλπες, τα κοντέσια, τις τσίπες και τις σπαλέτες, οι δε άνδρες με την βράκα, την πουκαμίσα, τα γιλέκα και τις γκέτες, όλα αυτά τα ρούχα τα κατασκεύαζαν ραφτάδες, άνδρες τα ανδρικά ρούχα και γυναίκες τα γυναικεία φορέματα, οι οποίοι γυρνούσαν στα χωριά, με τα σύνεργά τους, μεγάλα ψαλίδια, βελόνες, δαχτυλήθρες, μέτρο, και, στα νεώτερα χρόνια, με τις πρωτοεμφανισθείσες γαζωτικές μηχανές, τύπου SINGER. Έμεναν στο σπίτι των ατόμων, που επιθυμούσαν να ράψουν ρούχα, ακόμη και αρκετές μέρες, προκειμένου να ράψουν τα μέλη της οικογένειας και στο διάστημα αυτό κοιμούνταν και έτρωγαν στο σπίτι. Μάλιστα, οι ραφτάδες, θεωρούνταν προχωρημένοι και με νέες ιδέες, για την εποχή, γι αυτό και τους άκουγαν με προσοχή, να διηγούνται ιστορίες και περιπέτειες, που εξήπταν την φαντασία των φτωχών οριζόντων του χωριού. Αν, δε, ο ράφτης τύχαινε να έχει και νταραβέρια με την Χώρα, τότε, το κύρος του μεγιστοποιούνταν στα μάτια των απλοϊκών χωρικών, οι οποίοι άκουγαν, με θαυμασμό, τις διηγήσεις και τις γνωριμίες του με το τάδε και τον δείνα Μπρανέλλο.
Ιδιαίτερη προσοχή έδιναν στο ράψιμο της κάπας του γέροντα του σπιτιού, πάνω στην οποία κρίνονταν, πολλές φορές, και η τεχνική του δεινότητα. Η κάπα, την οποία πήραν οι Λευκαδίτες χωρικοί, από τους Ξηρομερείτες και τις μακροχρόνιες μεταξύ τους σχέσεις, λόγω γειτνιάσεως και πολλών συναλλαγών, ήταν κάτι σαν μακριά ρηχτά πανωφόρια, αλλά κατά πολύ πιο χοντρά, και κατασκευάζονταν, το ύφασμά τους, στον αργαλειό, από μαλλί γίδινο, ενώ, ο ράφτης, συνέραβε τα κομμάτια και δημιουργούσε και την κουκούλα. Προαναφέρθηκε πως, η τεχνική αξία του ράφτη, μετρούσε στην κατασκευή της κάπας, η οποία, αν ήταν σωστά ραμμένη, έπρεπε να στέκει όρθια στο πάτωμα! Για την κατασκευή των εξαρτημάτων της γυναικείας φορεσιάς, ασχολούνταν ειδικευμένες γυναίκες, οι οποίες, στα νεώτερα χρόνια, εξελίχθηκαν στις μοδίστρες των χωριών, με τις μηχανές τους και όλα τα εξαρτήματα, με τα οποία έραβαν και τα Ευρωπαϊκά ρούχα, πέραν από τα Χωριάτικα. Η Λευκαδίτικη παραδοσιακή γυναικεία φορεσιά, αυτή που αποκαλούν οι Λευκαδίτισσες Χωριάτικα, είναι μια θεσπέσια δημιουργία, η οποία κοσμούσε και αναδείκνυε, παλιά, τις λυγερόκορμες, από τα φορτία στο κεφάλι, Λευκαδίτισσες, σε συνδυασμό με τις μπόκολες και τις βεργέτες στα αυτιά, το ποντάλι, η σπίλα και οι καρφοβέλονοι στο στήθος. Τα φορέματα ήταν από ύφασμα μεταξωτό, ή μαλλινομέταξο και ήταν τεσσάρων χρωματισμών, χρωματισμοί, οι οποίοι ήταν ανάλογοι της ηλικίας της γυναίκας. Η νέες κοπέλες φορούσαν φουστάνια μπλέ και σκούρου πράσινου χρώματος, οι μεσόκοπες φορούσαν καφέ χρώματος και οι γριές μαύρου χρώματος. Υπήρχε διαχωρισμός και μεταξύ παντρεμένων γυναικών και ανύπαντρων. Οι μεν παντρεμένες, στο στήθος φορούσαν, μαζί με την σπαλέτα, ή το κρέπι, ειδική χαρτονένια στέκα, οι δε ανύπαντρες δεν φορούσαν παρόμοια στέκα.
Τα νεώτερα μεταπολεμικά χρόνια, όταν, κυρίως, η Λευκαδίτικη αντρική φορεσιά, εγκαταλείφθηκε και στην θέση της ήρθαν τα Ευρωπαϊκά παντελόνια και σακάκια, τότε, οι παλιοί ραφτάδες, μετονομάσθηκαν σε φραγκοραφτάδες, αφού, τα νέα ρούχα, τα οποία έραβαν, θεωρούσαν ότι είχαν έρθει εξ Εσπερίας, από την Φραγκιά. Με το πέρασμα των χρόνων και κάπου από το 1950 και εφεξής, οι ραφτάδες, έπαψαν να εργάζονται στα σπίτια και απόκτησαν τα πρώτα ραφεία στην Χώρα, ή στα κεφαλοχώρια του νησιού. Για αρκετές δεκαετίες, αυτοί οι ραφτάδες, είχαν εντατική δουλειά, αφού ήταν δείγμα κομψευόμενου, αλλά και σχετικής ευμάρειας, το ράψιμο, για να εξαφανισθεί, σχεδόν, το επάγγελμα, τα νεώτερα χρόνια, με τις μαζικές παραγωγές ετοίμων ενδυμάτων, τα οποία δημιουργούν εκατοντάδες βιοτεχνίες, στα αστικά κέντρα, ή οι αθρόες εισαγωγές από το εξωτερικό. Η κρίση, η οποία μαστίζει την χώρα, τα τελευταία χρόνια, (2010-2019), και ο δραστικός περιορισμός των εισαγωγών, επαναφέρει στο προσκήνιο το επάγγελμα του ράφτη και της μοδίστρας, αφού, η έλλειψη χρημάτων οδηγεί σε δοκιμασμένες οικονομικές πρακτικές του παρελθόντος.

Λευκάδα! Τσαγκάρηδες εν δράσει στα Λαζαράτα, εκείνα τα χρόνια, που όλα τα παπούτσια αντρικά και γυνακεία κατασκευάζονταν στα χωριά του νησιού και ελάχιστα έρχονταν απ’ το εμπόριο…

Το γραμμόφωνο! Με τα καλά ρούχα των ραφτάδων στα γλέντια και στα ξεφαντώματα των ξωμάχων…

Κάπου στην Ελλάδα! Τσαγκάρης μιας άλλης εποχής, με πιο εξελιγμένη τεχνική, αφού χρησιμοποεί ραπτική μηχανή για την κατασκευή, ή την επισκευή των παπουτσιών.

Ελλάδα! Στην αυλή του πέτρινου ριζικού της… Απόμαχη της ζωής με τις αναμνήσεις παρέα… Τον δρόμο θυμάται τον κακοτράχαλο, χωρίς παπούτσια ενίοτε, πόσες φορές τον διάβηκε, πόσα μαρτυρικά σημάδια κρατάνε τα πόδια της ανεβαίνοντας τον Γολγοθά της…

Τσαγκάρης μέσα στη Χώρα της Λευκάδος! Έν επάγγελμα που άνθισε μέχρι την δεκαετία του 1980, για να χαθεί ολοκληρωτικά σχεδόν έκτοτε, όταν οι αθρόες παραγωγές και πολλές εισαγωγές παπουτσιών, απ’ τις χώρες της Ασίας, αχρήστευσαν ένα παραδοσιακό ελληνικό επάγγλεμα, το οποίο πόδεσε γενιές και γενιές Ελλήνων… Τα φόντια, οι σόλες, οι βακέτες, οι πρόκες, τα σύνεργα του τσαγκάρη, μόνο σαν μουσειακό είδος συναντώνται πια…
ΚΑΡΥΑΤΙΔΕΣ ΣΤ’ ΑΛΑΤΙ…
Δουλέψαμε κ’ εμείς στ’ αλάτι! Ένα κομμάτι ξοδέψαμε ψυχής… Της αρμύρας τα δάκρυα βαστάμε, μετρημένα ένα ένα σ’ ολόγιομο ασκί… Τάμα, σπονδή, αφιέρωμα λατρεία, στην πλαντάχτρα γη των αλυκών!
Λαχανιασμένες τρέξαμε στα δύσβατα του νησιού τα μονοπάτια, μάνες βυζάχτρες, κοριτσόπουλα αγνά, τεχνουργημένες στης ζωής τ’ αμόνι αργάτρες κουβαλήτρες, βρεθήκαμε στο ματωμένο αγόϊ τ’ αλατιού…
Μια μικρή βαντάκα τα προικιά μας, μπουκούνια γρανιτένιου καρβελιού, οι ποδολόγες σταφνισμένες στο κεφάλι, δυο – τρία λουριδένια νυχτεριού! Στο μέτωπο ο αριθμός της τσέτζερης γραμμένος, τον Καιάδα αδειάσαμε του λευκού χρυσού…
Οι άντρες στα ξερονήσια διωγμένοι, πουλιά κυνηγημένα μιας… εκδικήτρας γης, κ’ εμείς στα μεροκάματα του μόχθου, αντρογυναίκες στο κατόπι της ζωής… Νιάτα, αίμα, ιδρώτας, πόνος και ψυχή, αρμαθιασμένα όλα στην ξυπόλητη ανάσα προκοπής…
Κότολα λινά και μπαλωμένα, ντρεμίδια άλιωστα μιας σιδερόπλαστης γενιάς… Λιγνά κορμιά πόδια σπαθιά, γυμνά, στην άφρη να πατάνε, σαν στήλες άλατος πανώριες, στου Λωτ τη γυναίκα οδηγεί…
Με τ’ αγγειά του μόχθου στο κεφάλι μελίσσι γκαινιασμένο στη δουλειά, στρατοί διαγώνιοι και λοξοφαλαγγίτρες, με θάλασσες τριγυρισμένες, γενναίων, φλογισμένων και ανίκητων καρδιών…
Ψηλά, στους σωρούς τ’ αλατιού τη ζήση κουβαλάμε, όλα μαζί στιβάγματα λευκά! Σπαρτόθρεφτες Καρυάτιδες, Μαινάδες, στα Παρθένια τραγούδια του Αλκμάνα, τον αιώνιο σέρνουμε χορό! Ατσάλινες, γιορτάσιμες καμπάνες! Ιέρειες στου Ποσειδώνα τα νερά!
Τον πόνο με λύσσα αψηφάμε, το αιμάτινο ποτάμι των ρωγμών… Πληγές και άρμη σφιχτά είναι ματιασμένα… Μίγμα Ιώβειας τρανής υπομονής… Όλα θυσία, λάφυρα και μαρτυρία στης φαμελιάς το τίμιο ψωμί!
Άσωστα, φεγγαρόφωτα νυχτέρια, στρωματσάδες απέραντες στης Βράχας τις ελιές… Τώρα λαγιάζουν οι αρμοί μας… Στ’ όνειρο ταξιδεύουν των μικρών παιδιών… Το χάραμα στα μάτια καρτεράμε, των νιων αλατισμένων στεναγμών…
Δι ευχών των Αγίων Μητέρων ημών, όσα εγεύτηκαν δάκρυα στη γη τ’ αλατιού, όλα καλόστρατη πορεία ας γενούνε, στων αιώνων τον δρόμο τον αχνό… Όλα, μηνύματα σ’ εκείνους που θάρθουν, να ιστορήσουν τίμια κι απλά, τ’ ανθισμένο θαύμα σου φυλή μας… Τούτη η γη ποτέ δε θα κιοτέψει πυρσούς και πάλι λαύρους να γεννά, δάδες να τους κραδαίνουνε τα χέρια Καρυάτιδων ολόλαμπρων, αγνών!
Ποίημα του συγγραφέα Θοδεωρή Γεωργάκη απ’ την ποιητική του συλλογή με τίτλο <<ΙΠΠΑΡΙΟΝ ΧΑΡΙΕΝ>>.

Λευκαδίτισσες 1962! Ξυπόλητες στο ματωμένο αγόϊ τ’ αλατιού… Μια σκληρή δουλειά, ένα μόχθος πρωτόγνωρος στο μείγμα του ιδρώτα, του αίματος και του αλατιού… Πόσες φορές δεν λύγισαν σε όλα τούτα τα φορτία… Μα πάντα το <<για τα παιδιά μου>> αλάφρωνε το βάρος τ’ αγωγιού… (Φωτο Κώστας Μπαλάφας)

Λευκάδα στις αλυκές του Αλεξάνδρου! Κεραμώνοντας τ’ αλάτι! Θα μείνει προφυλαγμένο απ’ τα νερά του χειμώνα, για να αρχίσσουν οι πωλήσεις και οι εξαγωγές την επόμενη άνοιξη! Το Λευκαδίτικο αλάτι, που απ’ το 1300 περίπου είχε κατακλύσει όλες τις Φράγκικες αγορές… (Φωτο Κώστας Μπαλάφας).

Λευκάδα! Αντρογυναίκες… Ξυπόλητες στ’ αλάτι… Άλλες μορφές αγιοσύνης και παλλικαριάς… Άλλες αντρειωμένες γυναίκες, που αψηφούσαν τα πάντα, προκειμένου να πάνε ένα μεροκάματο στο σπίτι…