Ρόλο πρωταγωνιστή σε όλες τις εργασίες είχε η Λευκαδίτισσα γυναίκα, η οποία ενσάρκωνε στο πρόσωπό της πολλούς ρόλους και ιδιότητες, λέαινα σωστή, για την προκοπή, την ανατροφή και το μεγάλωμα των παιδιών της. Ήταν, μητέρα, αγρότισσα, ζυμώστρα, φουρνάρισσα, πλύστρα, αϋφάντρα, γεωργός, σπροδιαλέχτρα, είδαμε χαρακτηριστικά αυτόν τον ρόλο στο μάζεμα του διάσπαρτου λιόκαρπου, όλοι αυτοί οι ρόλοι σε ένα ταπεινό σαρκίο, το οποίο μετουσίωνε σε οικογενειακό πλούτο η <<λύσσα>>, με την οποία πάλευε για να αναστήσει τα παιδιά της! Μία από τις τόσες ασχολίες της ήταν και η κατασκευή του σαπουνιού, για το πλύσιμο των ρούχων, αλλά και η βαφή των μάλλινων ρούχων του αργαλειού. Για την κατασκευή του σαπουνιού χρησιμοποιούσε, σαν πρώτη ύλη, την σκουριά του λαδιού, την οποία έβραζε αναμεμειγμένη με ποτάσα και λίγο ασβέστη και το κολλώδες μίγμα, που προέκυπτε, μετά το βράσιμο, το τοποθετούσε μέσα στα τετράγωνα της πινακωτής, που είχε το σπίτι για το ψωμί, τοποθετούσε, εν συνεχεία, ολόκληρη την πινακωτή γεμάτη στον ήλιο, όπου ξεραίνονταν το σαπούνι κα έβγαινε σε μεγάλες πλάκες, τις οποίες χρησιμοποιούσε, μαζί με την αλυσίβα, σαν καθαριστικό μέσον στις μπουγάδες.
Η αλυσίβα, επίσης, ήταν βρασμένο νερό, μέσα στο οποίο τοποθετούσαν αρκετή στάχτη, προφανώς, γιατί η στάχτη έχει καθαρτικές και απολυμαντικές ιδιότητες, αλλά, συγχρόνως μέσα στην τσέτζερη, που έβραζαν την αλυσίβα, έβαζαν και κλώνους σμυρτιάς, ώστε να πάρουν ευωδιαστή μυρωδιά τα πλενόμενα ρούχα. Παρόμοιο ευρεσιτεχνικό τρόπο χρησιμοποιούσε και για την βαφή των άσπρων, κυρίως, μάλλινων νημάτων τα οποία χρησιμοποιούσε στον αργαλειό ή για την κατασκευή ρούχων, αφού δεν υπήρχαν οι μετέπειτα χημικές βαφές, που γνωρίσαμε τα νεώτερα χρόνια. Έπαιρνε την κακατσίδα, έναν ογκώδη μύκητα, περίπου σε μέγεθος λεμονιού, ο οποίος αναπτύσσεται στα κλαδιά των ρουπακιών και ο οποίος, στο εσωτερικό του, είχε μια καφεκόκκινη ουσία, η οποία ήταν ανεξίτηλη, όταν την έλιωναν μέσα στην τσέτζερη, σε καυτό νερό και τοποθετούσαν μέσα τα ρούχα, που επιθυμούσαν να βάψουν. Η ιδιότυπη αυτή κόκκινη βαφή αποκαλούνταν Γκράνο, προφανώς από το λατινικό Γκρενά.


Λευκάδα, Καρυά! Με τον ξύλινο μαστέλο στο κεφάλι, την πλύστρα στο χέρι, για την βρύση! Να πλύνει με χειροποίητο σαπούνι και αλυσίβα τα σκουτιά της φαμελιάς! Έπειτα θα τα απλώσει στις παρακείμενες λιθιές, για να τα μαζέψει το απόγευμα χιονάτα και παστρικά… Παρόμοιες εικόνες συναντούσες σε όλα τα χωριά του νησιου, κυρίως, παραμονές του Πάσχα, όταν οι νοικοκυρές προχωρούσαν στο πλύσιμο όλων των χειμωνιάτικων χοντρόρουχων στα τρεχούμενα νερά!
ΤΑ ΞΥΛΟΚΑΜΙΝΑ ΚΑΙ ΤΑ ΑΣΒΕΣΤΟΚΑΜΙΝΑ
Τα ξυλοκάμινα χρησίμευαν για την παραγωγή του πολύτιμου κάρβουνου, το οποίο χρησιμοποιούσαν για τις οικογενειακές ανάγκες, αλλά και για εμπορεύσιμο, στα κατοπινά χρόνια, όταν δημιουργήθηκε η Χώρα του νησιού και υπήρχαν ανάγκες, για κάρβουνο, από τους κατοίκους της. Σπουδαιότεροι παραγωγοί κάρβουνου στο νησί ήταν οι κάτοικοι του Αλεξάνδρου, αφού είχαν κοντά τους το βουνό των Σκάρων, το οποίο έδινε θαυμάσια πρώτη ύλη, για τα ξυλοκάμινα, γι’ αυτό και τους αποκαλούσαν Καρβουνιάρηδες. Μάλιστα υπήρχε και σχετικό σκωπτικό ευφυολόγημα, στους Σφακιώτες, σύμφωνα με το οποίο, πήραν, κάποτε, μια Αλεξανδρίτισσα, προκειμένου να την κάνουν… βασίλισσα, η οποία περνώντας από την περιοχή του Χοιρόλακου, που βρίσκεται μεταξύ Σφακιωτών και Αλεξάνδρου και στην οποία υπάρχει βουνό, ακόμη και σήμερα, με ρύκια, τότε η … υποψήφια βασίλισσα αναφώνησε: << Ψυχή μ’ ρύκια για καμίνι!>>.
Η οικιακή χρήση αφορούσε το ψήσιμο των φαγητών, την πρόσθεση κάρβουνου στην γωνιά, κυρίως για το ψήσιμο των πιτών, αλλά και στο σιδέρωμα των ρούχων, αφού χρησιμοποιούσαν τα παλιά μεταλλικά τριγωνικά σίδερα, στα οποία τοποθετούσαν μέσα κάρβουνο, προκειμένου να ζεσταθεί και να σιδερώσει καλά. Το ξυλοκάμινο δεν είχε σταθερή θέση. Γίνονταν, κατά κανόνα, σε μέρη που υπήρχε υλικό, για καύση, δηλαδή ξύλα, τα οποία έπρεπε να είναι ιδιαίτερα σκληρά, ώστε να μην αποτεφρώνονται εύκολα, αλλά να καρβουνοποιούνται. Μάζευαν αυτή την ποικιλία ξύλων, τα έκοβαν σε μέγεθος, περίπου, ενός μέτρου και τα τοποθετούσαν σε σχήμα κώνου, ενώ στο εσωτερικό του κώνου είχαν τοποθετήσει πιο λιανά και εύφλεκτα ξύλα, για προσάναμα. Όταν έφτιαχναν το μέγεθος του καμινιού που επιθυμούσαν, τότε σκέπαζαν το καμίνι, πρώτα με χλωρά κλαδιά, κυρίως κυπαρισσιού, τα οποία είναι συμπαγή και βαριά και ακολούθως έριχναν, περιμετρικά, αρκετό χώμα, ώστε, ολόκληρο αυτό το κωνοειδές μόρφωμα, να μην καταρρέει, αλλά να συγκρατείται, για να καούν όλα τα ξύλα στο εσωτερικό του. Η καύση του ξυλοκάμινου διαρκούσε δύο και τρείς μέρες, ώστε να υπάρξει πλήρης καρβουνοποίηση των ξύλων, οπότε κατέρρεε το ξυλοκάμινο και άρχιζαν την διαλογή του κάρβουνου.
Αντίθετα με τα μεταφερόμενα ξυλοκάμινα, το ασβεστοκάμινο είχε σταθερή θέση, αφού ήταν κτισμένο, σε ελαφρώς κωνοειδή μορφή με θόλο, κυρίως, κοντά σε πετρώματα ασβεστολιθικά, η καύση των οποίων έδινε τον πολύτιμο ασβέστη, τον οποίο χρησιμοποιούσαν στην ανέγερση σπιτιών, στο άσπρισμα, δηλαδή ασβέστωμα, των σπιτιών και των αυλών, στην κατασκευή σαπουνιού με ποτάσα και σκουριά λαδιού, αλλά και σαν απολυμαντικό, αφού έριχναν, μικρές ποσότητες, μέσα στις στέρνες, κάτι σαν την σημερινή χλωρίωση του νερού. Η δημιουργία και η καύση του ασβεστοκάμινου ήταν εργασία εξειδικευμένη και αρκετά σκληρή, αφού έπρεπε να υπάρχουν σταθερά άτομα, τα οποία, κατά την πολυήμερη καύση του, έπρεπε να το τροφοδοτούν, να το ταϊζουν, όπως έλεγαν, συνέχεια με καύσιμη ύλη, η οποία, ήταν τα ξύλα και το λιοκόκι, δηλαδή ο πυρήνας, που προέκυπτε από την επεξεργασία των ελιών στα λιτροβιά. Η δημιουργία ασβεστοκάμινου ήταν σημαντική, για το Λευκαδίτη χωρικό, αφού προϋπόθετε καλή οικονομική κατάσταση, να είναι νοικοκύρης, όπως έλεγαν, με μεγάλη περιουσία, αφού απαιτούνταν έξοδα, αλλά και οικογενειακό προσωπικό, γι αυτό, πολλές φορές, γίνονταν ανταμικά από συγγενείς, ή από σέμπρους. Η σεμπριά, στην παλιά Λευκάδα, δεν αφορούσε μόνο την δημιουργία ασβεστοκάμινου, αλλά και άλλους τομείς, όπως: την δημιουργία ζευγαριού αλόγων, προκειμένου να οργώνουν εναλλάξ τα χωράφια τους, την κατοχή, από κοινού αμπελώνα, ή λιοστασιού, για εκμετάλλευση. Η πέτρα, που χρησίμευε σαν πρώτη ύλη στο ασβεστοκάμινο, έπρεπε να έχει ασβεστολιθική υφή, γι’ αυτό επιλέγονταν με ιδιαίτερη επιμέλεια, αφού δεν ασβεστοποιούνται όλες οι πέτρες, πάντα, δε, οι πέτρες έπρεπε να είναι θαμμένες στο χώμα, οι επιφανειακές πέτρες, ακόμη και αν φαίνονταν κατάλληλες για ασβεστοποίηση, δεν χρησιμοποιούνταν, διότι εκτεθειμένες επί αιώνες στον ήλιο και στα καιρικά φαινόμενα έχαναν, προφανώς, απ’ την ασβεστολιθική υφή τους σημαντικά στοιχεία… Ακόμη και σήμερα υπάρχει στο χωριό μου, το Πινακοχώρι, τοποθεσία με το όνομα Καμίνι, στην οποία διασώζεται το κουφάρι του ασβεστοκάμινου, που λειτουργούσε με μια καταπληκτική ποικιλία πέτρας, κάτασπρη, η οποία υπάρχει στην περιοχή, έχοντας την μορφή του μαρμάρου και την οποία χρησιμοποιούσαν, όχι μόνο για τα ασβεστοκάμινα, αλλά και σαν χαλίκι, σε διάφορες κατασκευές, αφού πολυθρυματίζονταν και μετατρέπονταν σε χαλικώδη μορφή.
Tο μεγαλύτερο μέρος του ασβεστοκάμινου, κατά κανόνα, ήταν μέσα στην γή. Έσκαβαν έναν λόμπο, βάθους, περίπου δύο μέτρων και διαμέτρου τριών μέτρων και τον λίθιαζαν, με πέτρες γερές, μέχρι την επιφάνεια της γης, ενώ, συνέχιζαν θολωτά το κτίσιμο για, σχεδόν, άλλα δύο μέτρα πάνω από την γη. Άφηναν την μπούκα, μια θολωτή πορτούλα, από την οποία έκαναν το τάισμα του καμινιού, ώστε να καεί, επαρκώς, η ασβεστολιθική πέτρα, η οποία είχε τοποθετηθεί μέσα, προς ασβεστοποίηση. Το κάψιμο του καμινιού διαρκούσε αρκετές μέρες, ώστε να καεί η πέτρα και να λιώνει καλύτερα ο δημιουργούμενος ασβέστης. Ολόκληρο αυτό το διάστημα της καύσης, ο παρτσινέβελος, ο νοικοκύρης του καμινιού, δεν αποχωρούσε από το δημιούργημά του, αλλά έφτιαχνε, μια πρόχειρη μπαράκα, για να ξεκουράζεται, αλλά και να προφυλάσσεται από τον ήλιο του καλοκαιριού, ενώ τον αϊτάριζαν συγγενείς και φίλοι, αφού η φωτιά δεν έπρεπε να σβηστεί και να καίει αδιάκοπα. Όταν έπεφτε μέσα στο καμίνι, η πρώτη πρόχειρη πέτρα, η λεγόμενη σαβούρα, τότε άρχιζε να γίνεται αντιληπτό ότι η διαδικασία ασβεστοποίησης πήγαινε προς το τέλος της. Άφηναν, ακολούθως, το καμίνι, για μερικές μέρες, να σβύσει και να κρυώσει η καμένη πέτρα, την οποία έπαιρναν και την τοποθετούσαν μέσα σε σακέρες, για να την μεταφέρουν στις ασβεσταριές των οικοδομών, όπου θα πραγματοποιούνταν το λιώσιμο του ασβέστη, ο οποίος, έπρεπε να μείνει μεγάλο χρονικό διάστημα στη ασβεσταριά, ώστε να αποκτήσει σωστή συνδετική υφή στην δημιουργία της λάσπης του χτισίματος. Διότι, αν ο ασβέστης δεν έχει σβύσει καλά, τότε στο σοβάτισμα δημιουργούνται <<λέπια>> στους τοίχους, δηλαδή, με τον καιρό, σκάει ο σοβάς και δημιουργεί μικρά εξανθήματα, σαν λέπια.

Ασβεστοκάμινο και εργατικά χέρια πολλά!

Λευκάδα! Υπέροχο! Τα πιάτα του επιούσιου γεμάτα! Ο μέγας στόχος και σκοπός, τα γεμάτα πιάτα της φαμελιάς! Γι αυτό και η χαρά απέραντη, ζωγραφισμένη στα πρόσωπα! (Φωτο FRITZ BERGER)