Το βιβλίο “Τα που θυμάμαι μολογώ”: Σεργιάνι στη Λευκάδα του χθες του Θοδωρή Γεωργάκη διατίθεται απ’ τις Εκδόσεις ΟΣΤΡΙΑ, Χέϋδεν και Μαυροματαίων στο Πεδίον του Άρεως, απ’ τα μεγάλα βιβλιοπωλεία. Μπορείτε να παραγγείλετε το βιβλίο απ’ τις εκδόσεις ηλεκτρονικά ΕΔΩ και ΕΔΩ, ή τηλεφωνικά στο Τηλ. 211 2136882. Διατίθεται επίσης στα περιφερειακά βιβλιοπωλεία.

ΟΠΩΡΟΦΟΡΑ. ΛΕΥΚΑΔΙΤΙΚΟΙ ΒΡΑΚΑΤΣΑΝΟΙ!
Μεγάλο μέρος της δραστηριότητας του Λευκαδίτη ξωμάχου αφορούσε στην καλλιέργεια των οπωροφόρων δένδρων, τα οποία συντηρούσαν με τους καρπούς τους τις οικογένειες, αλλά μπορούσαν, συγχρόνως, να αποτελέσουν και πηγή μικρών εσόδων , από την εμπόρευσή τους. Τα καλλιεργούμενα δένδρα ήταν, κυρίως, οι αχλαδιές, οι μηλιές, οι συκιές, οι δαμασκηνιές, οι κορομηλιές, οι μπουρνελιές, οι κυδωνιές, οι βερυκοκιές, οι μεσπολιές. Στις καλλιέργειες αυτές θα εντάξομε και τα λεγόμενα ξυνόδενδρα, δηλαδή λεμονιές, μανταρινιές και πορτοκαλιές, αλλά και την καλλιέργεια της αμυγδαλιάς.
Οι καλλιεργούμενες απιδιές ήταν επτά ειδών: Οι ονάδες, τα Λευκαδικά, τα Κολοκυθάπιδα, οι Ορνίτσες, τα Χειμωνιάτικα, τα Θεριστάπιδα και τα Βασιλάπιδα. Κάθε μία ποικιλία είχε την δική της χαρακτηριστική γεύση, με περισσότερο διαδεδομένες τις Ονάδες και τα Λευκαδικά. Όλες οι ανωτέρω ποικιλίες δημιουργούνταν με το κέντρωμα, μπόλιασμα, πάνω στις αγριαπιδιές, που φύονται κατά εκατοντάδες στην Λευκαδίτικη γη, ή με κέντρωμα αλλαγής πάνω σε υπάρχουσα απιδιά, αφού δημιουργούσαν, πολλές φορές, στο ίδιο δένδρο, διάφορες ποικιλίες. Το κέντρωμα, γίνονταν τον Γενάρη μήνα, ως εξής: Επέλεγαν ένα χοντρό κλαδί, στο οποίο επιθυμούσαν να κάνουν την παρέμβαση, το οποίο έκοβαν οριζόντια και στο μέσον του τραβούσαν μία μικρή κάθετη τομή, μέσα στην οποία τοποθετούσαν δύο-τρία μοσχεύματα, δηλαδή μικρούς βλαστούς, περίπου δέκα εκατοστών της ήμερης απιδιάς, που επιθυμούσαν. Ακολούθως έδεναν, με χορτάρινο σπάγκο, περιμετρικά, τη τομή με τα μοσχεύματα και πάνω στο όλον σύνολο τοποθετούσαν λάσπη, προκειμένου να κρατά υγρασία στην τομή και στο μόσχευμα. Κατά τον Απρίλιο μήνα, διαπίστωναν αν το κέντρωμα <<έπιασε>>, όπως έλεγαν, δηλαδή, αν, τα μοσχεύματα, άρχιζαν να βλαστάνουν, οπότε ελευθέρωναν την τομή από σπάγκο και λάσπη και το μόσχευμα ακολουθούσε την φυσιολογική αυξητική του πορεία.
Οι καλλιεργούμενες συκιές ήταν, όπως και σήμερα, τεσσάρων ειδών: Oι Βρακατσανιές, οι Καλαματιανές, οι Μαυροσυκιές και οι Τσεπελοσυκιές . Οι Βρακατσανιές, οι οποίες δίνουν τους περίφημους Λευκαδίτικους Βρακατσάνους, είναι αποκλειστικά Λευκαδίτικη ποικιλία και έχει το χαρακτηριστικό γνώρισμα, ότι τα σύκα τους ωριμάζουν πρώιμα, σε σχέση με τα άλλα, το Ιούλιο μήνα, είναι, επί πλέον, πολύ μεγαλύτερα, σχεδόν διπλάσια, από τα κλασσικά σύκα. Δυσεύρετες ήταν, αλλά είναι, ακόμη και σήμερα, μια ποικιλία, η οποία έδινε μαύρους μεγάλους βρακατσάνους. Η ονομασία προέρχεται, σύμφωνα με την ετυμολογία του Χριστόφορου Λάζαρη, στο δίτομο έργο του <<Τα Λευκαδίτικα>>, από την Λατινική λέξη Bracato-sano. Στην ημιώριμη μορφή του, ο βρακατσάνος, λέγονταν πρήσκος, οι πρώτοι ώριμοι ήταν ο πρωτολάτης, ενώ, όταν υπερωρίμαζαν, τους έλεγαν πασπαρέλια και ήταν μαγνήτης για τις κορνάκλες, τις καρακάξες, τους μπουρμπούλους και τους σερσέλους, λόγω της γλυκειάς γεύσης τους. Προκειμένου να μη πλησιάζουν οι κορνάκλες και οι καρακάξες, οι χωρικοί, τοποθετούσαν στην κορυφή της βρακατσανιάς, το σκιάχτρο, το οποίο ήταν ένα παλιό σακάκι τοποθετημένο πάνω σε ένα ξύλο, σε σχήμα σταυρού. Τον Ιούλιο μήνα οι βρακατσάνοι ήταν πειρασμός για τα παιδιά. Παρέες ολόκληρες, τις μεσημεριανές ώρες, όταν όλοι οι μεγάλοι στο χωριό κοιμούνταν, ξεκινούσαμε… επιδρομές στις βρακατσανιές! Δεν ήταν λίγες οι φορές, που οι νοικοκυραίοι μας έπιαναν, κυριολεκτικά, <<κλέπτοντες οπώρας>>, οπότε ακούγαμε τις φωνές: <<μωρές, ξεπατομένα, τσ’ φάγατε όλσ τσ’ βρακατσάνσ, αφήκτε κανένανε και για μας>>! Ο πολλαπλασιασμός των συκιών γίνονταν με ξεσκαλίδια, ή με πατόριζα. Τα ξεσκαλίδια είναι μικρά κλαδάκια τα οποία αφαιρούσαν από διχαλωτό σημείο του δένδρου και τα οποία φύτευαν κατ’ ευθείαν στο χώμα τον Οκτώβρη μήνα, την ημέρα του Αγίου Δημητρίου. Τα πατόριζα, είχαν μεγαλύτερες πιθανότητες να πιάσουν και να ευδοκιμήσουν, διότι ήταν κλαδιά τα οποία φύονταν στην ρίζα της συκιάς, η περιμετρικά του δένδρου και έφεραν, κατά το ξερίζωμά τους και μικρά ριζίδια, τα οποία διευκόλυναν την βλάστηση. Επίσης και τα πατόριζα μεταφυτεύονταν την ημέρα του Αγίου Δημητρίου. Στην περίπτωση των πατόριζων, όμως, υπήρχε ο κίνδυνος εκφυλισμού του δένδρου, που θα προέκυπτε, δηλαδή, να προκύψει αγριοσυκιά, γι’ αυτό και χρησιμοποιούσαν, κατά κανόνα, τα ξεσκαλίδια, για την δημιουργία νέων δένδρων συκιάς.
Η καλλιέργεια της αμυγδαλιάς γίνονταν με ιδιαίτερη επιμέλεια, υπήρχαν, δε, χιλιάδες αμυγδαλιές στο νησί, οι οποίες, δυστυχώς, παραμελήθηκαν και λόγγοσαν, στην καλύτερη των περιπτώσεων, αφού, οι περισσότερες, έχουν γίνει καυσόξυλα, με τα εισαγόμενα αμύγδαλα, να έχουν κατακλύσει την Ελληνική αγορά. Μόνο στο Καλαμίτσι θα συναντήσομε και σήμερα, πολλές αμυγδαλιές, τις οποίες εκμεταλλεύονται άριστα, αφού οι χωρικοί εκεί, είχαν την πρόνοια να διαφυλάξουν ένα δένδρο, που, μαζί με το λάδι και το κρασί, ανέστησε γενιές ολόκληρες, τους περασμένους αιώνες, το οποίο, όμως, επανήλθε στο προσκήνιο και γνωρίζει επιτυχία σε καταστήματα βιολογικών προϊόντων, ή σε αγορές των Αθηνών. Υπήρχαν στο νησί ακόμη και αμυγδαλεώνες, δηλαδή εκτάσεις με πολύ μεγάλο αριθμό αμυγδαλιών, αφού ο πολλαπλασιασμός της, με την φύτευση αμυγδάλων, ήταν πανεύκολος και δημιουργούνταν εκατοντάδες δενδρύλλια. Η αμυγδαλιά ήταν το πλέον ανέξοδο προσοδοφόρο δένδρο για τον Λευκαδίτη χωρικό, αφού δεν απαιτούσε ιδιαίτερους κόπους, παρά μόνο τον καιρό της συγκομιδής, η οποία γίνονταν με το τίναγμα του καρπού με λούρους, δηλαδή τις μακριές βέργες, τις οποίες είδαμε και στο τίναγμα της ελιάς. Συγκέντρωναν τα αμύγδαλα σε μεγάλα τσουβάλια και τα μετέφεραν στο σπίτι, όπου, ολόκληρη η οικογένεια προχωρούσε στο ξεφλούδισμά τους και ακολούθως τα άπλωναν στον ήλιο, για να <<φρυγούν>>, όπως έλεγαν, δηλαδή να αποκτήσουν αυτή την υπέροχη ξεροψημένη γεύση. Τα αμύγδαλα ήταν πηγή εσόδων για τους χωρικούς μας, αφού είχαν καλή τιμή στο εμπόριο, πριν κατακλυσθεί, επαναλαμβάνουμε, η Ελληνική αγορά, με αθρόες εισαγωγές, από τις παραμεσόγειες χώρες. Ήταν, όμως, και μια θαυμάσια πρώτη ύλη για το σπίτι, αφού τα έτρωγαν τον χειμώνα, ενώ τα χρησιμοποιούσαν, κυρίως, για να φτιάχνουν τα σπερνά, για τα οποία θα γίνει ιδιαίτερη αναφορά, κατά τις γιορτές και τα πανηγύρια. Μάλιστα, για τα χρόνια που αναφερόμαστε, η συγκέντρωση αμυγδάλων, από τα μικρά παιδιά, ήταν συστηματική, αφού, ακολουθούσαν τους χωρικούς, μετά το τίναγμα και το μάζεμα, σπροδιαλέγοντας, όπως είδαμε και κατά το μάζεμα των απομειναρίων της ελιάς, δηλαδή μαζεύοντας, και σ’ αυτή την περίπτωση, τα απομεινάρια των αμυγδάλων. Όταν συγκέντρωναν αρκετά αμύγδαλα, τα έβαζαν μέσα σε χοντρές γυναικείες κάλτσες και τα άπλωναν στον ήλιο να φρυγούν, ώστε να τα πουλήσουν στους πλανόδιους εμπόρους, και με τα λιγοστά χρήματα, να αγοράσουν τα αντικείμενα που χρειάζονταν.

