Το βιβλίο “Τα που θυμάμαι μολογώ”: Σεργιάνι στη Λευκάδα του χθες του Θοδωρή Γεωργάκη διατίθεται απ’ τις Εκδόσεις ΟΣΤΡΙΑ, Χέϋδεν και Μαυροματαίων στο Πεδίον του Άρεως, απ’ τα μεγάλα βιβλιοπωλεία. Μπορείτε να παραγγείλετε το βιβλίο απ’ τις εκδόσεις ηλεκτρονικά ΕΔΩ και ΕΔΩ, ή τηλεφωνικά στο Τηλ. 211 2136882. Διατίθεται επίσης στα περιφερειακά βιβλιοπωλεία.
Εξαίσιες δωρικές θωριές, βιγλάτορες και σηματωροί, στις κορυφές λόφων του νησιού της Λευκάδος, είναι ακόμη και σήμερα οι μισοερειπωμένοι ανεμόμυλοι, απομεινάρια μιας γνήσιας και αμόλευτης εποχής, που αποτελούσαν το σημείο αναφοράς ενός κράματος, πολιτισμού, αρχιτεκτονικής και βιοπάλης, ένα κράμα, που προκαλεί ρίγη συγκίνησης στους σημερινούς Λευκαδίτες, όσοι εξακολουθούν να νοιώθουν τον παλμό αυτής της άλλης εποχής, όχι σαν απλό αποτύπωμα του παρελθόντος, αλλά σαν μια διαρκή ενατένιση προς την φιλοκαλία και στον πυρήνα αυτού, που ονομάζουμε Λαϊκό Λευκαδίτικο Πολιτισμό. Ο ανεμόμυλος θέλγει ακόμη και σήμερα, γι’ αυτό αξιομακάριστοι είναι αυτοί οι χωρικοί, που μπόρεσαν και συντήρησαν έστω και το κουφάρι του ανεμόμυλου, στην θωριά του οποίου εναρμονίζονται, στην σκέψη, τίμιος ιδρώτας, αδιάκοπος μόχθος μα και θρύλοι, παραδόσεις, δοξασίες και πολύχρωμες ιστορίες. Επί πλέον, ο ανεμόμυλος, ήταν κοινωνικό γεγονός, για το χωριό, όπου συγκέντρωνε αγόρια και κορίτσια, όχι μόνο για να πάνε το άλεσμα, με τα άλογα, ή, τα τσουβάλια, στο κεφάλι των κοριτσιών, αλλά και για να χαζέψουν, να χασκουμπρίσουν, να δουν την κίνηση και την προσέλευση χωρικών στον μύλο, όπου πλέκονταν τα ειδύλλια, μέσα από τα κρυφοκοιτάγματα και τα φαρομανητά.
Η κατασκευή του ανεμόμυλου ήταν μια εργασία ειδικών τεχνητών, οι οποίοι δημιουργούσαν αυτό το κυκλικό κτίριο, το οποίο έχει μια φοβερή αρχιτεκτονική μορφή και αξία, που, παρά το γεγονός ότι, παρόμοιοι ανεμόμυλοι υπάρχουν και στα νησιά του Αιγαίου, πουθενά δεν συνάντησα την μορφή και την αρμονία του Λευκαδίτικου ανεμόμυλου, ο οποίος, σε πλήρη ανάπτυξη, με την αντένα και τα πανιά είναι ένα δημιούργημα απείρου κάλλους, έτσι όπως τον ατενίζουμε, σε σπάνιες φωτογραφίες του παρελθόντος, όπως: Στόν Κάβαλλο, ο θαυμάσιος Μύλος του Κοσπέτου, ο μύλος του Χαλικιά στο Σπανοχώρι, ο περίφημος μύλος του Γριμάνη, στην Καρυά, οι μύλοι της Σαράντως και του Μπόρσα, στο Πινακοχώρι, ο μύλος των Πηγαδισάνων στο Σπαθάρι, ο μύλος του Αγίου Νικήτα, που δεσπόζει στην κορυφή του καταπληκτικού θέρετρου, ο μύλος του Αρίδια, δίπλα στο παλιό δημοτικό σχολείο του Αλέξανδρου, οι μύλοι στους λόφους περιμετρικά της Εγκλουβής, οι έξι μύλοι της Γύρας, εκ των οποίων, διασώζονται, σήμερα, μόνο τρείς. To χωριό, όμως, που είχε τους περισσότερους ανεμόμυλους, στο νησί, ήταν το Καλαμίτσι, το οποίο είχε, συνολικά, δεκατρείς ανεμόμυλους, με τους τρείς, εξ αυτών, να διασώζονται και σήμερα, σε καλή κτιριακή κατάσταση. Συνολικά στην Λευκάδα και στο Μεγανήσι υπήρχαν πάνω από εξήντα ανεμόμυλοι, η κατασκευή των οποίων γίνονταν, κατά κανόνα, στην κορυφή λόφων, ή σε μέρη που υπήρχαν τα λεγόμενα κανάλια αέρα, δηλαδή, συγκεκριμένες τοποθεσίες, όπου υπήρχαν δίοδοι αέρα, Μαϊστρος, κυρίως, αφού η όλη διαδικασία στους ανεμόμυλους γίνονταν κατά τους θερινούς μήνες, όταν φυσά αυτός ο δροσερός δυτικός καλοκαιρινός αέρας, τον οποίο, παρακαλούσαν οι χωρικοί να μην φυσήξει τον χειμώνα, <<Μαϊστρε καλοκαιρινέ, χειμώνα μην φυσήξεις>>, διότι, τότε, ήταν ιδιαίτερα ψυχρός, πιο ψυχρός και από την Τραμουντάνα.
Το κτίσιμο του ανεμόμυλου ήταν δουλειά εξειδικευμένων μαστόρων. Περίφημοι τέτοιοι μάστορες ήταν το σόι των Σανταίων, από τα Κοντράτα του Πινακοχωρίου. Από το σόι αυτό κατάγονταν ο Ξενοφώντας Σάντας, ο οποίος συνέδραμε με γνώσεις, διηγήσεις και σκαριφήματα τον Πανταζή Κοντομίχη, προκειμένου να γράψει το βιβλίο του: <<Aγροτικές και Βιοτεχνικές Εργασίες>>, στο οποίο υπάρχει πληρέστατη περιγραφή όλων των μηχανημάτων του ανεμόμυλου, αφού απαιτούνταν μια πλειάδα μηχανημάτων και εξαρτημάτων. Μάλιστα, στα Κοντράτα, ο μύλος της Σαράντως, ανήκε, εν μέρει, και στο σόι των Σανταίων, οι οποίοι ονόμαζαν τον μύλο <<Δηλαβέρη>>, αφού συνήθιζαν, σε κάθε μύλο, που έκτιζαν, να του δίνουν και ένα όνομα, πέραν από το όνομα του ιδιοκτήτη. Το χτίσιμο ξεκινούσε με το άνοιγμα θεμελίων δύο μέτρων, αφού, η έκθεσή του σε αέρα, αλλά, κυρίως, στους σεισμούς, έπρεπε να του δίνουν ιδιαίτερη αντοχή. Ο τοίχος, ξεκινούσε πάχους δύο μέτρων στα θεμέλια, για να στενεύει προχωρώντας προς την κορυφή. Το ύψος του ανέρχονταν στα εφτά μέτρα και η διάμετρός του στα πέντε μέτρα.
Ο ανεμόμυλος χωρίζονταν σε δύο διαζώματα, με πάτωμα, το οποίο στερεώνονταν πάνω σε τρείς καρίνες, οι οποίες ήταν χωνευτές μέσα στο τοίχο και από χοντρό ξύλο κατασκευασμένες, αφού κρατούσαν τεράστια βάρη, ιδιαίτερα τα πέτρινα λιθάρια, τα οποία άγγιζαν, συνολικά, το βάρος ενός τόνου. Στο κάτω διάζωμα τοποθετούνταν τα σακιά με τα γεννήματα, δηλαδή με το στάρι που θα επεξεργάζονταν. Στο πάνω διάζωμα ήταν όλα τα μηχανήματα και τα εξαρτήματα του μύλου, κυριότερα των οποίων ήταν τα δύο λιθάρια και η κοφινάδα, μια μεγάλη χοάνη, μέσα στην οποία έριχναν το προς άλεση σιτάρι και από εκεί οδηγούνταν στα δύο λιθάρια. Η αντένα με τα πανιά, δεν ήταν σε σταθερό σημείο, αλλά, περιστρεφόμενα περιμετρικά της κορυφής του μύλου, ανάλογα με την διεύθυνση του αέρα. Υπήρχαν Λευκαδίτες, οι οποίοι μπορούσαν να σταματήσουν την αντένα εν κινήσει, χωρίς να χρησιμοποιούσαν το σύστημα πέδησης, που υπήρχε μηχανικά μέσα στον μύλο. Τότε μιλούσαν για πραγματικά αντρειωμένα άτομα, τα οποία είχαν αυτή την υπερβολική δύναμη, όπως μνημονεύει, ο Ξενοφώντας Σάντας, τον θείο του Ηλία Γρηγόρη, από τα Κοντράτα, ο οποίος σταματούσε, με τα χέρια του, την αντένα, στο μύλο της Σαράντως! Η περιστροφική κίνηση της αντένας, ανάλογα με την φορά του ανέμου, επιτυγχάνονταν με την μεταφορά της μέσα στις εγκοπές, που υπήρχαν στο χοντρό ξύλινο κομμάτι, το οποίο ήταν σαν μεγάλη στεφάνη, πάνω στον τελικό τοίχο του μύλου.
Σε μερικούς μύλους, το μεράκι και η αγάπη, των νεώτερων ιδιοκτητών, έχουν αποκαταστήσει, όπως στον Κάβαλλο, αυτή την αρχική μορφή, σαν μνημείο στο διάβα των αιώνων, με τα φτερά του να μας ταξιδεύουν στον ονειρικό κόσμο της φαντασίας, σε εποχές, που η μάχη ήταν για τον επιούσιο και μόνο. Πέραν της αρχιτεκτονικής αξίας, ο ανεμόμυλος, ήταν το τέλειο εργαλείο για τον Λευκαδίτη ξωμάχο, το οποίο, με πρωτεργάτη την αιολική ενέργεια, έδινε το πολυπόθητο αλεύρι για το ψωμί, θεμελιακό είδος στην διατροφή των περασμένων αιώνων. Στο εσωτερικό του, όπως προαναφέρθηκε, είχε μια σειρά μηχανημάτων, μεταξύ των οποίων πρωτεύουσα θέση κατείχαν οι δύο αλευρόπετρες, τις οποίες κατασκεύαζαν ειδικοί τεχνίτες από στουρναρόπετρα, ή, κατά τα νεώτερα χρόνια τις αγόραζαν από το εμπόριο και προέρχονταν από την Μήλο, σε κομμάτια, βέβαια, τα οποία μάτιαζαν και συναρμολογούσαν. Αυτές οι πέτρες, παίρνοντας κίνηση από την περιστροφική κίνηση της αντένας με τα πανιά, συνέθλιβαν το σιτάρι μετατρέποντάς το σε αλεύρι, εξ ου και η λαϊκή θυμοσοφία επινόησε το ευφυολόγημα πώς: << το αλεύρι θέλει δύο πέτρες για να βγει>>, πράγμα που χρησιμοποιείται αλληγορικά, σήμερα, σε πολλές εκφάνσεις της ζωής.
Χωρίς το αγέρωχο μεγαλείο του ανεμόμυλου, ο …ταπεινός νερόμυλος ήταν εξ ίσου πηγή ζωής για τους χωρικούς του νησιού, αφού παρήγαγαν το πολυπόθητο αλεύρι, ενώ, η κατασκευή του ήταν πολύ πιο εύκολη, αρκεί να υπήρχε νερό τρεχούμενο, ακόμη και σε λαγκάδι, το οποίο μπορεί να στέρευε το καλοκαίρι. Αυτή, η απλή κατασκευή, αν, μάλιστα, δεν ήταν γερά θεμελιωμένη, τότε, όταν το ποτάμι, η το λαγκάδι, κατέβαζε μεγάλες ποσότητες νερού, τον χειμώνα, μπορούσε και να παρασύρει τον νερόμυλο. Η κατασκευή τους προϋπέθετε, λοιπόν, την ύπαρξη τρεχούμενου νερού, γι’ αυτό θα τον βρούμε σε συγκεκριμένες περιοχές του νησιού, σε αντίθεση με τον ανεμόμυλο, που …ξεφύτρωνε σε κάθε λόφο και ύψωμα. Νερόμυλους θα συναντήσουμε στον Σύβρο και στον Βουρνικά, τα χωριά με τα περισσότερα τρεχούμενα νερά, όπου υπήρχαν πάνω από εικοσιπέντε.
Μεγάλος αριθμός νερόμυλων, όμως, υπήρχε και στην Μέλισσα των Σφακιωτών. Εδώ, όπου είναι σήμερα το ομώνυμο επισκέψιμο φαράγγι, θα συναντήσομε τον καταπληκτικό αριθμό των εννέα νερόμυλων, με τον ένατο, κατά σειρά, να διατηρείται αναλλοίωτος και σήμερα. Αυτοί οι εννέα νερόμυλοι τροφοδοτούνταν από το νερό της πηγής της Σπηλιάς και από το νερό που ρέει στην κοίτη του Κακού Λαγκαδιού, συνέχεια του οποίου αποτελεί ο Βάρδας. Η ύπαρξη εννέα νερόμυλων, πέραν και των έξι ανεμόμυλων των χωριών των Σφακιωτών, δείχνει, ανάγλυφα, το μέγεθος της παραγωγής σιταριού, τους περασμένους αιώνες, σε αυτά τα χωριά. Επίσης, νερόμυλο θα συναντήσουμε και στον Φρυά των Σφακιωτών, στο λαγκάδι, στο οποίο ρέει το νερό από τον ιστορικό εγκρεμό του Κόντρου. Ακόμη, νερόμυλο συναντούμε και στο ποτάμι της Ακόνης, τον περίφημο νερόμυλο <<του Ρίτσου>>, ο οποίος, μάλιστα, εξ αιτίας της ερημικής του παρουσίας, καταμεσής του ποταμιού, μεταξύ Νικιάνας και Σφακιωτών, έδωσε τροφή για θρύλους και φαντασιώσεις, μιας άλλης εποχής με ξωτικά, νεράιδες και αερικά. Στον νερόμυλο, την κίνηση έδινε η πτώση από ψηλά του νερού, το οποίο, αν μεν ήταν σε μεγάλες ποσότητες και προέρχονταν από πηγή αστείρευτη, οδηγούνταν με αυλάκι σταθερής ροής στον νερόμυλο. Αν, όμως, το νερό ήταν λιγοστό, ιδιαίτερα τους θερινούς μήνες, τότε γέμιζαν τον νεροκράτη, μια δεξαμενή, που δημιουργούσαν κοντά και ψηλά από τον μύλο, ακόμη και σε δέκα μέτρα ύψος και από τον νεροκράτη, με έναν στενό πέτρινο, κατά κανόνα σωλήνα, την κρέμαση, οδηγούσαν το νερό, με πίεση, λόγω ύψους, στην φτερωτή, η οποία, εν συνεχεία, κινούσε τα δύο λιθάρια τριβής του σιταριού και μετατροπής του σε αλεύρι. Αυτά τα δύο λιθάρια, όπως και στους ανεμόμυλους, δεν ήταν ατόφια, αλλά αποτελούνταν από τεμάχια, τα οποία έσφιγγαν μεταξύ τους με εξωτερικά στεφάνια. Τα λιθάρια κατασκευάζονταν με ειδική πέτρα, την οποία, τα νεώτερα χρόνια, αγόραζαν από τον Πειραιά, όπου έφθανε από τα λατομεία της Μήλου. Κατά τους χρόνους, που δεν υπήρχε αυτή η δυνατότητα, επέλεγαν ντόπιες στουρναρόπετρες, τις οποίες κατεργάζονταν ειδικοί τεχνίτες. Ο νερόμυλος, λόγω της φύσης του και της ανάγκης νερού, βρίσκονταν μακριά από τα χωριά, σε ερημικές τοποθεσίες, γι αυτό και ο νερομυλωνάς ήταν… μοναχικός λύκος, μακριά από τον κόσμο, ιδίως της νυχτερινές ώρες και μάλιστα μέσα στα λαγκάδια, τα οποία, οι Λευκαδίτες χωρικοί, θεωρούσαν άντρο δαιμόνων, γι αυτό και αποκαλούσαν κάθε ζωηρό άτομο <<διάολο απ’ τα εννιά λαγκάδια>>. Αυτή η μοναχικότητα του νερομυλωνά θέριευε του θρύλους και τις προλήψεις, όπως προαναφέρθηκε, για νεράιδες, ξωτικά, αερικά και δαίμονες. Ήταν, όμως και αυτάρκης, ο νερομυλωνάς, αφού διατηρούσε ολόκληρο νοικοκυριό στον μύλο του, με κότες, γουρούνια, πάπιες, χήνες, λόγω νερού, αλλά και ολοχρονίς, διατηρούσε μεγάλο κήπο, όπου φύτευε τα πάντα, αλλά και ξυνά δένδρα, δηλαδή λεμονοπορτοκαλιές. Ο μύλος του και η περιοχή του γέμιζε ζωή, όταν έφταναν οι χωρικοί, με τα ζώα φορτωμένα στάρι, για να το αλέσουν, αλλά και στις περιπτώσεις, που επέλεγαν την πηγή, ή το λαγκάδι κοντά στον μύλο, για να πλύνουν τα μαλλιά της νύφης, οπότε μετείχε και ο μυλωνάς στην εορταστική διαδικασία. Ήταν το έθιμο, κατά το οποίο, τεράστιες ποσότητες μαλλιού προβάτου, δίνονταν προίκα στο κάθε κορίτσι, προκειμένου να γεμίσει τα στρώματα και τις ντεμέλες του νέου της νοικοκυριού, και τα οποία έπλεναν πανηγυρικά και τα δύο συμπεθεριακά, από κοινού, δίνοντας εορταστικό τόνο στην όλη διαδικασία, με χορούς τραγούδια και κέρασμα με λαδόπιτα, κατά την επιστροφή στο χωριό, με την υποψήφια νύφη να κρατά την βαντιέρα, τον μεταλλικό δίσκο, με την λαδόπιτα και να κερνά τους συγχωριανούς, οι οποίοι εύχονταν το <<Καλορίζικα>>.
Aνεμόμυλος στους Σφακιώτες Λευκάδος.
Ο συγγραφέας
Θοδωρής Γεωργάκης
Λευκάδα 2018
Μπορείτε να βρείτε όλα τα αποσπάσματα του βιβλίου που έχουμε δημοσιεύσει εδώ