Το βιβλίο “Τα που θυμάμαι μολογώ”: Σεργιάνι στη Λευκάδα του χθες του Θοδωρή Γεωργάκη διατίθεται απ’ τις Εκδόσεις ΟΣΤΡΙΑ, Χέϋδεν και Μαυροματαίων στο Πεδίον του Άρεως, απ’ τα μεγάλα βιβλιοπωλεία. Μπορείτε να παραγγείλετε το βιβλίο απ’ τις εκδόσεις ηλεκτρονικά ΕΔΩ και ΕΔΩ, ή τηλεφωνικά στο Τηλ. 211 2136882. Διατίθεται επίσης στα περιφερειακά βιβλιοπωλεία.

Στην υπηρεσία του χωρικού ήταν και διάφορα σιδερικά, τα οποία, κατά τους περασμένους αιώνες, όταν δεν υπήρχε η Χώρα του νησιού, το αστικό κέντρο, με την σημερινή του μορφή, προκειμένου να τα προμηθεύονται, από το εμπόριο, όπως στα κατοπινά χρόνια, τότε τα κατασκεύαζαν ειδικοί σιδεράδες, του οποίους φώναζαν <<γύφτους>>, χωρίς να έχουν καμία σχέση με τους σημερινούς ρομά, αλλά, πιθανόν, λόγω της μουτζούρικης δουλειάς τους φώναζαν με αυτό το όνομα. Αυτοί οι τεχνίτες του σιδήρου ήταν διάσπαρτοι στα χωριά του νησιού και χρησιμοποιούσαν, σαν μέσο κατεργασίας του άμορφου σιδήρου, την φωτιά, όπου, όταν κοκκίνιζε καλά το σίδερο και γίνονταν εύκαμπτο, τότε το μετέτρεπαν στα εργαλεία, που επιθυμούσαν, όπως: τσάπες, γκασμάδες, φτυάρια, τσαπιά, παραμίνες, κολιτσάκια για τα σαμάρια, τα σίδερα της γολάνας, αλλά και μπάλων.
Ο μπάλος ήταν επίμηκες χοντρό σίδερο, με μυτερή κορυφή, τον οποίο χρησιμοποιούσαν σαν λοστό και μοχλό στις αγροτικές εργασίες, αλλά και για να ανοίγουν τις τρύπες, μέσα στις οποίες φύτευαν τα νέα κλήματα. Ακόμη, έφτιαχναν τις προστιές, δηλαδή, τις τριγωνικές εκείνες σιδερένιες κατασκευές, που χρησίμευαν και χρησιμεύουν και σήμερα για την φωτιά, όπου τοποθετούσαν πάνω την κατσαρόλα, για το βράσιμο του φαγητού. Η λέξη προστιά, έναι συντετμημένη, κατά την Λευκαδίτικη ντοπιολαλιά και προέρχεται από την αρχική λέξη πυροεστία. Άλλη κατασκευή ήταν τα σιδερένια λυχνάρια, τα οποία χρησιμοποιούσαν για τον φωτισμό του σπιτιού. Επρόκειτο για στρογγυλά αντικείμενα, μικρού βάθους, μέσα στα οποία τοποθετούσαν λάδι και άναβαν το φυτίλι, το οποίο δημιουργούσαν οι νοικοκυρές στρίβοντας το βαμβάκι. Ειδικότερα, για τα λιτροβιά, όπου, πολλές εργασίες γίνονταν νωρίς το πρωί και αργά το βράδυ, τότε τα λυχνάρια, που ονόμαζαν λυχνάρες, ήταν τετράγωνα και είχαν τέσσερα φυτίλια, ένα σε κάθε γωνία, ώστε να υπάρχει καλύτερος φωτισμός στον χώρο. Επίσης, οι σιδεράδες δημιουργούσαν τα κοφτερά αντικείμενα, τα οποία χρησίμευαν στην κοπή των ξύλων και των δένδρων. Το κλαδευτήρι, με δύο επιφάνειες κοπής, μία μπροστά και μία δρεπανοειδούς μορφής πίσω. Το μικρό τσεκούρι, αλλά και την μεγάλη τσεκούρα, με την οποία λιάνιζαν τα ξύλα, σε σχίζες, για να είναι πιο εύχρηστα στην φωτιά του σπιτιού.
Οι γύφτοι-σιδεράδες έφτιαχναν και τα ψαλίδια, τα οποία ήταν ιδιαίτερα χρήσιμα στο νοικοκυριό, τόσο σε θέματα κοπτικής και ραπτικής, αλλά κυρίως, υπεραπαραίτητα στην κτηνοτροφία, όπου απαιτούνταν για το κούρεμα των αιγοπροβάτων, μια εργασία εξόχως λεπτή, την οποία έκαναν με τις λεγόμενες ψαλίδες, μεγάλα ειδικά ψαλίδια, τα προβατοψάλιδα. Μάλιστα, όταν, από την πολυχρησία, αυτές οι ψαλίδες στόμωναν, δηλαδή δεν έκοβαν, πλέον, καλά, τότε περνούσε από τα χωριά ο γύφτος με τον ποδοκίνητο τροχό, ο οποίος τρόχιζε τα ψαλίδια, αλλά και τα άλλα σκεύη, πού χρησιμοποιούνταν στο κόψιμο, όπως: Μαχαίρια, τσεκούρια και κλαδευτήρια. Η κουρά των αιγοπροβάτων είχε δύο στάδια. Κατά το μέσον του Απρίλη γίνονταν το πρώτο κούρεμα, το λεγόμενο κωλόκουρο, αφού οι κτηνοτρόφοι έκοβαν τα μαλλιά στο πίσω μέρος του ζώου, περιμετρικά των δύο ποδιών, προκειμένου να γίνεται ευκολότερα και πιο καθαρά, από ξένα υλικά, το άρμεγμά τους, αφού, πλέον είχαν απογαλακτισθεί τα αρνιά και άρχιζε η περίοδος του αρμέγματος των ζώων.
Ολόσωμα το κούρεμα γίνονταν περί το μέσον του Μάη, όταν ο καιρός είχε ζεστάνει, αλλά ζύγωνε και η γιορτή της Αναλήψεως, αφού θεωρούσαν αυτή την γιορτή σαν ορόσημο στην κτηνοτροφία και την ευλαβούνταν ιδιαίτερα. Κατά το ολόσωμο κούρεμα, αφαιρούνταν όλα τα μαλλιά του ζώου, τα οποία σχημάτιζαν το περίφημο ποκάρι, ή αρνοπόκι, το οποίο έπαιρναν οι νοικοκυρές και αφού ζεμάτιζαν, μέσα σε καυτό νερό, ώστε να φύγει ο πίνος, μια ιδιαίτερη κολλητική ουσία, που έχει το μαλλί, κυρίως των προβάτων, για να αδιαβροχοποιείται τον χειμώνα το τρίχωμα, χρησιμοποιούσαν τα μαλλιά σε πολλές βασικές εργασίες του σπιτιού, μετά από ειδική κατεργασία. Για να φτιάξουν μάλλινα ρούχα, ζελέδες, φανέλες και κάλτσες, για να δημιουργήσουν τα νήματα του αργαλειού, για τα χοντροσκούτια, αναλυτική αναφορά για την κατασκευή τους θα ακολουθήσει, όταν θα παρουσιασθεί ο τεράστιος κύκλος του αργαλειού, για να γεμίσουν τα παγερίτσα και τα μαξιλάρια. Ειδικότερα, αυτό το γέμισμα των παγερίτσων και των μαξιλαριών, έπαιρνε εορταστικό χαρακτήρα κατά τον γάμο, όταν υπήρχε ξεχωριστή μέρα, στον προγαμιαίο χρόνο, για το πλύσιμο των μαλλιών και το γέμισμα των στρωμάτων. Μετά το κούρεμα των προβάτων, τα οδηγούσαν σε ποτάμια, ή στην θάλασσα, τα παράλια χωριά, προκειμένου να τα κολυμπήσουν, για να καθαρίσουν, ή για να φτάσουν, όπως πίστευαν, γρηγορότερα σε οίστρο τα θηλυκά, αφού πλησίαζε ο καιρός του ζευγαρώματος.

Λευκαδίτισσα! Στ’ αδράχτι μου ένα ένα τα όνειρα τυλίγω..

Λευκαδίτισσα με την υπέροχη μπέρτα γνέθοντας το μαλλί των προβάτων!
Ο συγγραφέας
Θοδωρής Γεωργάκης
Λευκάδα 2018
Μπορείτε να βρείτε όλα τα αποσπάσματα του βιβλίου που έχουμε δημοσιεύσει εδώ