Το βιβλίο “Τα που θυμάμαι μολογώ”: Σεργιάνι στη Λευκάδα του χθες του Θοδωρή Γεωργάκη διατίθεται απ’ τις Εκδόσεις ΟΣΤΡΙΑ, Χέϋδεν και Μαυροματαίων στο Πεδίον του Άρεως, απ’ τα μεγάλα βιβλιοπωλεία. Μπορείτε να παραγγείλετε το βιβλίο απ’ τις εκδόσεις ηλεκτρονικά ΕΔΩ και ΕΔΩ, ή τηλεφωνικά στο Τηλ. 211 2136882. Διατίθεται επίσης στα περιφερειακά βιβλιοπωλεία.

ΛΕΥΚΑΔΙΤΙΚΗ ΝΤΟΠΙΟΛΑΛΙΑ
Αβαντσάρω. Έχω λαμβάνειν, περιμένω από κάποιον κάτι.
Αβιζάρω. Παραγγέλω κάτι, έχω επιθυμία.
Αβέρτος. Πλατύς ελεύθερος χώρος.
Αγγελοκρούζω. Προκαλώ αιφνίδιο πόνο, οδύνη.
Αγγειά. Τα σκεύη του νοικοκυριού.
Αγκούσα. Αγανάκτηση, στενοχώρια.
Αγριοκόκι. Το φυτό βίκος.
Αγκερίδι. Μικρή βελόνα πλεξίματος με άγκιστρο.
Αγκαθός. Η γωνία του παλιού Λευκαδίτικου καρβελιού.
Αγκλιδέρα. Το ραβδί που τινάζουμε ελιές. Ο λούρος.
Αθυμωνιά. Μεγάλος σωρός δεματιών σιταριού.
Αετονύχι. Ποικιλία άσπρου επιτραπέζιου σταφυλιού.
Αϊτέρνω. Βοηθώ κάποιον στην δουλειά του.
Ακόνη. Περιοχή μεταξύ Σφακιωτών και Νικιάνας.
Ακλαδαριά. Μεγάλος βλαστός φυτού.
Αλατολόγος. Ξύλινο δοχείο αποθήκευσης αλατιού.
Αλαιμαρχάω. Κάνω με σβελτάδα τις δουλειές μου.
Αλετροπόδα. Το κάτω μέρος του ξύλινου αλετριού.
Αλεστική. Μέρος του παλιού λιτροβιού.
Αλέστος. Αυτός που έχει γρήγορη περπατησιά. Χρήση, κυρίως επί αλόγων.
Αλυσίβα. Καυτό νερό με στάχτη, για πλύσιμο ρούχων.
Αλωνάρης. Ο Ιούνιος μήνας.
Αναγλιτσάζω. Είμαι γλοιώδης, γλιστερός.
Ανασγουρλεύομαι. Αρχίζω και κινούμαι.
Αναφταώνομαι. Χάνομαι ξαφνικά.
Ανέμη. Μέρος τυλίγματος νήματος.
Ανεβατή. Πίτα με βάση το καλαμποκάλευρο.
Αξάγλιγκος. Αυτός που έχει μπλεγμένα μαλλιά.
Αποσινάδια. Τα πίτουρα, μετά το κοσκίνισμα του αλευριού.
Αποχέρισε. Δεν ολοκληρώθηκε η ζύμωση του ζυμαριού.
Απλοκάδια. Οι βέργες του αμπελιού, που αποκόπτονται.
Αραβάνι. Ρυθμική περπατησιά αλόγων, με προέλευση από την Γαστούνη της Πελοπονήσου.
Αρμολόγισμα. Περιμετρικό σοβάτισμα στις πέτρες του τοίχου., ώστε να μην υπάρχουν κενά.

Καταπληκτική φωτογραφία απ’ τ’ αμάραντο παρελθόν… Ο ταχυδρόμος του χωριού με την τρομπέτα αναγγέλει την άφιξή του στο χωριό…
Αρνοπόκι. Τα κουρεμένα μαλλιά του προβάτου.
Ασπροδιαλέγω. Μαζεύω απομεινάρια ελιών. Προέρχεται από το ρήμα σπειροδιαλέγω.
Ασκιά. Δερμάτινα σακιά για υγρά.
Ατάλικος. Κακόμοιρος, αδύναμος σωματικά.
Ατάραγος. Πολύ βαρύς.
Ατζάρδο. Παράτολμο θάρρος.
Βάζος. Οι τέσσερεις τοίχοι του σπιτιού.
Βαρτζαμί. Λευκαδίτικη ποικιλία μαύρου κρασοστάφυλου.
Βασιλάπιδα. Ποικιλία αχλαδιών, στρογυλού σχήματος.
Βελάγκια. Ο καρπός του πουρναριού.
Βεργέτα. Είδος σκουλαρικιού γυναικών.
Βίδισμα. Υποχώρηση του εδάφους, λόγω υπογείων υδάτων.
Βρακατσάνος. Ογκώδες σύκο, που ωριμάζει τον Ιούλιο.
Βούτα. Όργανο κασσιτέρωσης κουταλοπύρουνων του γανωτζή.
Βροντάλια. Ξύλα της στέγης του σπιτιού.
Βροχίδες. Δέσμες νήματος για τον αργαλειό, που προέκυψαν μετά το διασίδι.
Βρουτσιλάω. Σκορπώ νερό περιμετρικά. Κτυπάω το νερό και πετιέται ψηλά.
Βρωμίστρα. Το στέλεχος, το άχυρο της βρώμης, με το οποίο γέμιζαν τα παγερίτσα.
Γήκος. Στίβα διπλωμένων επιμελώς χοντρόρουχων.
Γιομάρα. Η σκουριά των χάλκινων σκευών του σπιτιού.
Γίγκλα. Δερμάτινο εξάρτημα του σαμαριού του αλόγου.
Γκελεχάνι. Τρύπα εσόδου φωτιάς στον Μτζίτικο φούρνο.
Γκαινιάζω. Αποκτώ κάτι καινούργιο.
Γκεσέμι. Μεγάλος ευνουχισμένος τράγος.
Γκράνο. Ειδική κόκκινη βαφή, από μήκυτα που υπάρχει στο ρουπάκι.
Γολάνα. Εξάρτημα στον λαιμό του αλόγου, για το όργωμα.
Γ(ου)λιάστρα. Το πρώτο πυκνόρρευστο γάλα των ζώων, όταν γεννούν.
Γ(ου)λομανάω. Προκαλώ πληγή, δια της συνεχούς τριβής.
Γριμ(ι)κά. Τα οικόσιτα γουρούνια.
Γύρος. Λευκό ύφασμα περιμετρικά του κρεβατιού.
Γωνιά. Η εστία του σπιτιού, το τζάκι.
Διασίδι. Επεξεργασία νήματος για ύφανση.
Δικριάνι. Ξύλινο τριχαλωτό φτυάρι, για το σώριασμα του άχυρου στο αλώνι.
Δομάω. <<Δεν με δομάει>>. Δεν μου στοιχίζει.
Δραγανίτης. Άσπρο επιτραπέζιο σταφύλι.
Δραγάτα. Καλοκαιρινή πρόχειρη κατοικία πάνω σε δένδρα.
Δρεπάνι. Όργανο για τον θερισμό του σιταριού.
Δρυμόνι. Μεγάλο κόσκινο διαχωρισμού καρπού και άχυρου.
Έρτες. Διακοσμητικές πέτρες πέριξ των πορτοπαράθυρων.
Εκειός. Δεικτικό, εκείνος.
Ζαγανάς. Μικρό χειροκίνητο πριόνι.
Ζαχαράτα. Τα σημερινά κουφέτα των γάμων.
Ζευγέρα. Ξύλινο φορείο μεταφοράς πέτρας κτισίματος.
Ζούπα. Προμάδα βρεγμένη με κρασί.
Ζυγός. Μέσον για το όργωμα, που γάτζωνε στο σταβάρι του αλετριού.
Θεριστάπιδα. Απίδια που ωριμάζουν τον Ιούνιο.
Θεριστής. Ο Ιούνιος.
Θ(η)λικώνω. Κουμπώνω, τυλίγω.
Καβαλέτα. Στηρίγματα των ξύλινων κρεβατιών.
Καβαλάρης. Το πάνω κεντρικό μαδέρι της σκεπής.
Καγιανή. Λαχανόπιτα της οποίας το φύλλο γίνονταν με χυλό καλαμποκάλευρου.
Κάδη. Μεγάλο ξύλινο δοχείο, για το πάτημα των σταφυλιών.
Καλίγωμα. Πετάλωμα των αλόγων.
Καλιοσφύρι. Σφυρί για το καλίγωμα των αλόγων.
Καλάγλισμα. Κασσιτέρωμα των χάλκινων σκευών του σπιτιού, από τον γανωτζή.
Κάλοψο. Το βραστερό όσπριο.
Καλατζής. Ο γανωτής των σκευών.
Κάκοψο. Το όσπριο που δεν βράζει καλά.
Κακατσίδα. Ογκώδης μύκητας των ρουπακιών, απ’ τον οποίο έφτιαχναν την βαφή Γκράνο.
Καναβέτα. Ξύλινο μεταφερόμενο μπαούλο.
Κανίσκι. Κόφα γεμάτη τρόφιμα για συγγενικό γάμο.
Καπίτ(ο)λα. Κληρονομικά χαρίσματα.
Καρανιάζω. Έχω έντονη δίψα.
Καρτεζίνι. Μέτρο μέτρησης του λαδιού.
Καρπολόϊ. Ξύλινο φτυάρι, για το αλώνισμα.
Καρίνα. Κεντρική κολώνα, που στηρίζεται το πάτωμα.
Καρκαλόγισμα. Η φωνή χαράς της κότας, μετά την γέννα.
Καρτούτσο. Μέτρο μέτρησης του λαδιού.
Καρφώματα. Η επίδειξη των προικιών της νύφης.
Καταρράχτης. Εσωτερική ξύλινη σκάλα του σπιτιού, αλλά και μεγάλο πριόνι.
Καταβολάδα. Βέργα αμπελιού για αναπαραγωγή.
Κατάστρα. Πέτρινο εξάρτημα στην αλεστική του λιτροβιού.
Καταρήχωση. Περιμετρικά το τέλος του τοίχου του σπιτιού.
Καταψά. Μικρή ποσότητα νερού, μια γουλιά.
Κατεβατό. Μορφή καλύβας στους αγρούς.
Κάτοικας. Η νυχτερινή πέτρινη φωλιά για τις κότες.
Κατρομάς. Δερμάτινο εξάρτημα στο κεφάλι των αλόγων.
Κατσούλα. Η κορυφή του φούρνου.
Κατώγι. Το ισόγειο μέρος του σπιτιού.
Κεντρώνω. Μπολιάζω τα δένδρα.
Κλούμια. Σωρός χώματος ανάμεσα στα κλήματα.
Κλουβίτης. Το αυγό που δεν βγάζει πουλί στην επώαση.
Κοζόρω. Παλιά προβατίνα. Απαξιωτικά και επί γυναικών.
Κόθρος. Το ξύλινο περίβλημα στο κόσκινο.
Κολάω την φωτιά. Ανάβω την φωτιά.
Κολυμπάδες. Οι παστές ελιές μέσα σε ξύδι.
Κοντριά. Μεγάλες πέτρες.
Κομμός. Λευκαδίτικο έπιπλο.
Κοζανίτης. Άσπρο επιτραπέζιο σταφύλι.
Κολτρίνες. Μικρές πλεχτές με αγκερίδι κουρτίνες παραθύρων.
Κόντρος. Ύψωμα των Σφακιωτών, κατοικία του Γέρο- Φωτεινού, πάνω απ’τα Ασπρογερακάτα.
Κορύθι. Σταφύλι της κληματαριάς.
Κορκάλι. Το μικρούλι ξερό κρεμμύδι, που φυτεύουν για αναπαραγωγή.
Κόρνο. Μεγάλο κοχύλι, με δυνατό ήχο.
Κορίτος. Το σκεύος για να πίνουν νερό οι κότες.
Κορνάκλα. Το κοράκι.

Λευκάδα! Και ξωμάχα και κεντήστρα!
Κόρυζα. Ασθένεια, κατά την οποία βραχνιάζει η φωνή της κότας.
Κορφούγκια. Φαγητό από το πρώτο γάλα, την γλιάστρα, των ζώων, όταν γεννήσουν.
Κολιτσάκια. Εξαρτήματα του σαμαριού του αλόγου.
Κ(ου)τσούνα. Το φυτό σκληροκρεμμύδα, που είναι γούρι την Πρωτοχρονιά.
Κ(ου)δέλα. Ελιγμός, αλλά και στρογγυλά σχήματα στα υφαντά ρούχα.
Κούκλα. Ένα μικρό δέμα νήματος, ή αλλοιώς ματσέτα.
Κρεδέρομαι. Εμπιστεύομαι κάποιον.
Κρέπι. Πολύχρωμο κάλυμμα του γυναικείου μπούστου.
Κυπαρισσένιο. Χοντρό ρούχο στον αργαλειό.
Κωλόκουρο. Τα μαλλιά πέριξ της ουράς του προβάτου.
Λακ(ι)νιά. Κοπάδι αλόγων.
Λαμπάζω. Προκαλώ φόβο.
Λάμπασμα. Το σκιάχτρο, αυτό που προκαλεί φόβο.
Λάτα. Μεταλλικό δοχείο άντλησης νερού.
Λαουρέντες. Ο βοηθός του κάθε μάστορα.
Λευκαδικά. Ποικιλία απιδιών.
Λαόρκο. Ποικιλία άσπρου επιτραπέζιου σταφυλιού.
Λιθιά. Πέτρινη αναβαθμίδα στα κτήματα.
Λιοκόκι. Απομεινάρια επεξεργασίας της ελιάς, ο πυρήνας.
Λιμπαδειάζω. Μεταφέρω από δοχείο σε δοχείο το περιεχόμενο.
Λινοβρόχια. Δεξαμενές τοποθέτησης του λιναριού, για να μαλακώσει και να επεξεργάζεται εύκολα.
Λιοστάσι. Κτήμα με ελιές.
Λιτροβιό. Το παλιό Λευκαδίτικο λιοτρίβι.
Λίχνισμα. Ανέμισμα του σιταριού στο αλώνι, για να ξεχωρίσει ο καρπός από τα άχυρα.
Λινοσέντονο. Σεντόνι από λινάρι.
Λιόσμος. Οι ξένες ύλες στην παραγωγή του λαδιού.
Λόμπος. Βαθούλωμα σε λαγκάδι.
Λούρος. Ξύλο για το ράβδισμα της ελιάς.
Λυσατύρι. Μέσον καθαρισμού των χαλκωμάτων.
Λωβί. Η σκελίδα του σκόρδου.
Λωθριάζω. Κόβω τις λόθρες από τα καρφιά στα πέταλα των αλόγων.
Λωθροκόβομαι. Κτυπώ τα πόδια μου μεταξύ τους στους αστραγάλους, προκαλώντας τραύματα.
Μαλάθα. Καλαμένιο σκεύος τοποθέτησης του ψωμιού.
Μαζ(ο)λίκα. Το τυρί στην τσαντίλα πηξίματος.
Μάζες. Τα θαμνώδη πουρνάρια.
Ματίζω. Συνδέω ομοειδή πράγματα μεταξύ τους.
Ματσέτα. Μια δέσμη νήματος, για τον αργαλειό. Αλλοιώς, κούκλα.
Μαρτίνια. Τα οικόσιτα ζώα.
Μασούρια. Καλάμια, που τύλιγαν πάνω το νήμα.
Μάγγανος. Ξύλινο εργαλείο κατεργασίας του λιναριού.
Μεριά. Ένα φόρτωμα σε άλογο με δυό γεμάτα τσουβάλια.
Μεσάλι. Υφαντό τραπεζομάντηλο.
Μ(ι)τζίτικος. Ο φούρνος για όλο το χωριό.
Μιτάρια. Εξάρτημα του αργαλειού.
Μόγαλο. Το υγρό του γάλακτος, που πέφτει από την τσαντήλα, μετά το πήξιμο του τυριού.
Μονάτος. Ατόφιος, ολόϊδιος.
Μονήπαντα. Από την μια πλευρά.
Μόσκιος. Το μούσκεμα επί οσπρίων.
Μουριάζω. Βάζω τις κληματόβεργες στο χώμα να ριζώσουν.
Μπαζίνα. Χειμωνιάτικο φαγητό , με βάση το καλαμποκάλευρο.
Μπαλτίμι. Δερμάτινο εξάρτημα, στο σαμάρι του αλόγου.
Μπανέλες. Λεπτή σιδερόβεργα, που κρατά το πανί των ομπρελλών.
Μπλοκός. Το μέρος που έτρωγε το άλογο.
Μπαράκα. Θερινή κατοικία πάνω σε δένδρο.
Μπαρμπλωμένη. Επί γυναικών. Τυλιγμένη με την τσίπα, δεμένη στον λαιμό.
Μπεζερίζω. Βαριέμαι, συνηθίζω.
Μπελόνιασμα. Τρύπημα αντικειμένων στην σειρά με βελόνα.
Μπόκολα. Το γυναικείο σκουλαρίκι.
Μπ(ου)κούνι. Κομμάτι ξερού ψωμιού, αλλά και ρημαδιό μεταφορικά.
Μπροστοποδιά. Η ποδιά της χωριάτικης φορεσιάς.
Μπουμπούλια. Τα παράσιτα των οσπρίων.
Μπουχαρί. Το σημερινό τζάκι.
Νεροτροβιά. Δεξαμενή επεξεργασίας χοντρών ρούχων.

Πόσο αξιοθέατο στα παιδικά μάτια… Παρόμοιες εικόνες και στην Λευκάδα του 1960, όταν η ΔΕΗ έφερε το φως…
Νεροκόνιδα. Φαγούρα στα κάτω άκρα, από κρύο, Αλλοιώς, χιονίστρες.
Ντέζω. Πιάνομαι, παρά την θέλησή μου, από αιχμηρό αντικείμενο. Μου κάνουν μάγια μεταφορικά.
Ντεμέλα. Η μαξιλαροθήκη.
Ντρεμίδια. Επί ρούχων. Παλιόρουχα, σχισμένα.
Ντόρκος. Ο ελεύθερος, ο ασύδοτος.
Ξαγκλίζω. Ισιώνω μπλεγμένα μαλλιά.
Ξάϊ. Η πληρωμή, σε είδος του φούρνου και του λιτροβιού.
Ξεμόνιο. Κατοικία έξω, μακριά απ’το σπίτι, κυρίως σε μακρινά κτήματα.
Ξεματόχου. Επίτηδες.
Ξεντρεγάρω. Απελευθερώνω, απαλλάσω από κάτι, αφήνω.
Ξεπατομένο.<<Μωρέ,ξεπατομένο>>. Χαριτολογώντας για παιδιά ατίθασα.
Ξεχείμασμα. Πέρασμα της διάρκειας του χειμώνα.
Ξεσκαλίδι. Κομμάτι βλαστού δένδρου.
Ξτιανός. Χριστιανός.
Ξυλοπαρμέμος. Μεταφορικά, αυτόν που έχουν κακοποιήσει αερικά και ξωτικά.
Ξωθιός. Κακό μη πάθεις, Μπράβο σου. Με το θεό σου.
Οβορός. Περιφραγμένος κήπος σπιτιού.
Ονάδα. Ποικιλία αχλαδιάς.
Παγερίτσο. Το στρώμα των ξύλινων κρεββατιών, μέσα στο οποίο έβαζαν βρωμίστρα, ή ροκόφυλλο.
Παδίρω. Έχω ανάγκη από κάτι.
Παλαμωνίδα. Φυτό με μυτερά αγκάθια, ιδανική τροφή για κατσίκες.
Παλμάκια. Εξαρτήματα στο αλέτρι για όργωμα.
Πάντα. Ύφασμα με εικόνες, καρφωμένο στον τοίχο.
Παράκλια. Τα συρτάρια του κομμού.
Πάνιασμα. Καθάρισμα του φούρνου με βρεγμένα πανιά.
Παραγαρτάρω. Ξεσυνερίζομαι με κάποιον.
Παραχωρίτης. Το άσπρο Σαββατιανό σταφύλι.
Παρτσινέβελος. Ο ιδιοκτήτης, το αφεντικό.
Παργινό. Ποικιλία κρασοστάφυλλου.
Παρήμερο. Επί νεογνών αρνιών και κατσικιών. Αδύναμα, που δεν μπορούν να θηλάσουν μόνα τους.
Πασπαρέλι. Πολί ώριμο σύκο, ή αχλάδι.
Παταγούδι. Πολύ κρύο νερό.
Πατόριζα. Μοσχεύματα από τον πάτο του δένδρου.
Πατήρα. Ξύλινο δοχείο που πατούν τα σταφύλια.
Πατρινό. Ποικιλία κρασοστάφυλλου.
Πατόζα. Η αλωνιστική μηχανή.
Πατωψάλιδα. Τα μαδέρια του πατώματος του σπιτιού.
Πέτομαι. Καμαρώνω, υπερηφανεύομαι, στηρίζομαι κάπου.
Περαστάρια. Επιμήκη ξύλα στις κληματαριές.
Πεζέρνω. Ισορροπώ, στο φορτίο των ζώων.
Πελεκούδα. Η χοντρή σαρδέλα.
Πετσώνω. Γεμίζω ένα χώρο με καρφωμένες τάβλες.
Π(ι)γεντάω. Υπακούω, υποτάσσομαι.
Π(ι)θώνω. Κρύβω κάτι , φυλλάσω κάτι επιμελώς.
Π(ι)νιάτα. Η κατσαρόλα, που βράζουμε το φαγητό.
Πίντα. Μονάδα μέτρησης του λαδιού.
Πίνος. Κολλώδης ουσία στο μαλλί των προβάτων.
Π(ι)τά. Τα λάχανα της πίτας.
Πλακίδα. Η νεαρή κότα.
Πλάντρα. Μεταλλικό εξάρτημα του λιτροβιού.
Πλατοκούκια. Είδος μεγάλων κουκιών.
Πλατονόρκα. Τα Χιώτικα πρόβατα με την πλατιά τριγωνική ουρά.
Πλεξιδολιές. Ποικιλία ελιών.
Ποδολόγα. Μαλακό αντικείμενο στο κεφάλι των γυναικών, για να κρατούν βάρος.
Ποκάρι. Το μαλλί από το κούρεμα των προβάτων.
Ποντάλι. Γυναικείο κόσμημα στο στήθος.
Ποντελάρισμα. Στήριγμα του πατώματος με κολώνες.
Πορδάλα. Μικρά μυρμήγκια σε τεράστιες ποσότητες, που εμφανίζονται στα φαγητά.
Ποσσέσο. Βάση δύναμης, αλλά και νομή, κατοχή.
Ποτάζω. Αποκτώ κάτι.
Πρήσκος. Το μισοώριμο σύκο.
Προβειά. Το τομάρι του αρνιού.
Προστιά. Σιδερένιο αντικείμενο στην φωτιά για μαγείρεμα.
Προστελεύω. Μου διασώζεται κάτι.
Πρωτολάτης. Τα πρώτα ώριμα φρούτα.
Π(η)τόγαλο. Το φρεσκοπηγμένο τυρί σε υδαρή μορφή.
Πυτιά. Υγρό μέσον δημιουργίας του τυριού. Η σημερινή μαγιά.
Πύλες. Μεγάλα, πέτρινα, κατά κανόνα, δοχεία για το λάδι.
Ραζακί. Ποικιλία επιτραπέζιου σταφυλιού.
Ρεβαρδάρω. Αμφιταλαντεύομαι.
Ρεκούμπερα. Τα χρειαζούμενα προς εξυπηρέτηση στα σπίτια.
Ρεμπεύομαι. Μου αρέσει κάτι υπερβολικά.
Ρ(ι)πίζω. Επί υγρών, αδειάζω κάτω.
Ρογοβύζι. Υποκατάστατο, για να θηλάζουν τα μικρά και αδύναμα αρνιά και κατσίκια.
Ροκόφυλλο. Το περίβλημα του καλαμποκιού.
Ρονιές. Οι σταλαγματιές των κεραμιδιών.
Σάγιασμα. Χοντρό ρούχο από γίδινο μαλλί.
Σάγ(ου)λα. Λεπτό σχοινί, που δένουν τα οικόσιτα ζώα.
Σαλαμούρα. Το αλατισμένο υγρό στο δοχείο του τυριού.
Σαμαροτριχές. Τα σχοινιά του σαμαριού, χρήσιμα για το φόρτωμα.
Σαμπατίζω. Φωνάζω δυνατά, προκαλώντας θόρυβο.
Σατράνι. Λεπίδι για το πετάλωμα αλόγων.

Λευκάδα, Εξάνθεια! Στο εικόνισμα του χωριού η προγιαστή! (Φωτο Στέφανος Σταφυλίδης).
Σβεντίνες. Το λιοκόκι στην αρχική του μορφή.
Σβάρνα. Εξάρτημα στο αλώνισμα σιτηρών.
Σβουρδάλα. Κίνηση ακατάστατη, αναστατώνοντας τα πάντα.
Σβουρλίγκα. Τα παίρνω όλα παραμάζωμα.
Σερβάντα. Έπιπλο του σπιτιού, για τα γυαλικά.
Σέρσελας. Μεγάλη δηλητηριώσης σφήγκα.
Σκαλοσκάψιμο. Επίπεδο σκάψιμο των αμπελιών, χωρίς να γίνονται κλούμια.
Σκαμπάβλια. Το θυσανωτό άνθος των κρεμμυδιών.
Σκλημιδεύω. Τρέχω χαρούμενος.
Σκούπρα. Τα σκουπίδια.
Σκροβοντάω. Χτυπώ με δύναμη κάτω κάτι.
Σκ(υ)λάβω. Ανακατεύω σε βάθος, ψάχνω.
Σμιρδεύω. Διασταυρώνω ράτσες προβάτων και γιδιών.
Σπαρανιάρω. Χρησιμοποιώ κάτι με φειδώ, το προσέχω.
Σόμπολα. Μικρές πέτρες.
Σοφάς. Ο καναπές του σπιτιού, αλλά και η προστασία περιμετρικά του στόμιου του πηγαδιού.
Σουάντσα. Το εξέχον μέρος της σκεπής.
Σπάθη. Μέρος του ξύλινου αλετριού.
Σπερνά. Παρασκεύασμα με βρασμένο στάρι, κατά τα πνηγύρια.
Σπάθες. Σχέδια σε ύφασμα του αργαλειού.
Σταλός. Θερινή κατοικία των προβάτων.
Σταβάρι. Μέρος του ξύλινου αλετριού.
Στάφνισμα. Γραμμές για την κοπή κυπαρισσιών.
Στενοκούκια. Ποικιλία μικρών κουκιών.
Στημόνι. Μέρος της εργασίας του αργαλειού.
Στομώνω. Φράζω.
Στραβοκατ(ι)νάω. Τρομάζω κάποιον.
Στροφογκόζομαι. Γυρνώ ακατάστατα από δυσφορία, ή πόνο. Δυσανασχετώ.
Στρωμή. Το μαλακό μέρος του σαμαριού.
Συδαύλι. Εργαλείο του φούρνου.
Σύρσιμο. Επανατοποθέτηση των κεραμιδιών στην σκεπή του σπιτιού.
Σφήνα. Η μορφή του Λευκαδίτικου τυριού.
Σφελάγκι. Δηλητηριώδης αράχνη.
Σχίζα. Αποσπασμένο κομμάτι ξύλου.
Σωκήπι. Μικρός κήπος του σπιτιού.
Τάλαρος. Το ξύλινο δοχείο του τυριού.
Τέψα. Εργαλείο του λιτροβιού, μέσα στο οποίο τοποθετούσαν τα γεμάτα τσόλια για στίψιμο.
Τ(ε)μάτσι. Φαγητό με βάση το αλεύρι. Οι Λευκαδίτικες φρέσκες χυλοπίτες.
Τεκιάζω. Δένω τα ξερά χόρτα, για τροφή των ζώων.
Τζαβαγιάρω. Αρχίζω και χάνω τα λογικά μου.
Τζάρκο. Χώρος περίφραξης μικρών αρνιών.
Τζενεύομαι. Ασχολούμαι εξειδικευμένα με κάποια εργασία.
Τρίστρατο. Διασταύρωση τριών δρόμων.
Τρεμέτζο. Πρόχειρος τοίχος διαχωρισμού.
Τρόκολο. Εργαλείο επεξεργασίας των τσίπουρων, που μένουν από το πάτημα των σταφυλιών.
Τρωγάδα. Ξαφνική δυνατή βροχή.
Τσαλαπουριασμένος. Κυρίως για ψάρια, παλιά και ταλαιπωρημένα.
Τσαντίλα. Ύφασμα σουρώματος του τυριού.
Τσατσαμάρα. Είδος αράχνης, όχι σε ιστό, αλλά μέσα σε τρύπες, που, η ίδια, κατασκευάζει.
Τσαούσι. Ποικιλία άσπρου επιτραπέζιου σταφυλιού.
Τσάχαλο. Μικρό σκουπίδι. <<Μπήκε ένα τσάχαλο στο μάτι μου>>.
Τσ(ι)βικώνω. Βάζω μικρά πετραδάκια στα κενά, κατά το χτίσιμο τοίχου.
Τσ(ι)βίκω. Ειρωνικά σε κοντούλα γυναίκα.
Τσέτζερη. Μεταλλικό δοχείο μεταφοράς νερού.
Τσιπρίτης. Κρασί από τους φλυούς, τα τσίπρα των σταφυλιών.
Τσίλκαρος. Πέτρινο ομοίωμα αυγού, που το βάζουν στην φωλιά, για να δελεάσουν τις κότες να γεννήσουν.
Τσόλια. Υφασμάτινα μέσα παραγωγής λαδιού.
Τσοπόρια. Δυσπρόσιτα μέρη χωραφιών.
Υφάδι. Το νήμα που περνάνε στο στημόνι του αργαλειού.
Φακάχυρο. Το άχυρο της φακής.
Φακόλια. Ψημένα ρεβύθια στην γωνιά, πάνω στα οποία τοποθετούμε κάρβουνα.
Φαολάρικα. Τα επιτραπέζια σταφύλια.
Φουσκούνι. Εξάρτημα του σαμαριού του αλόγου.
Φουντωσιά. Άνοιγμα, η πόρτα των κρασοβάρελων.
Φορτσέρι. Μικρό ξύλινο φορητό ντουλάπι.
Φρεμενέλες. Μεταλλικά στηρίγματα ξύλινων πορτών.
Φυτιά. Νέο αμπέλι.
Φώλι. Ομοίωμα αυγού στην φωλιά, για να δελεάσουν την κότα να γεννήσει νέο αυγό.
Χαλίπωμα. Η βραδυνή ώρα, το σουρούπωμα.
Χασκουμπρίζω. Χορατεύω, λέω αστεία, αλλά και χαζολογάω.
Χέρα. Μεγάλο χειροκίνητο πριόνι.
Χειμωνικά. Τα καρπούζια και τα πεπόνια.
Χερουλάτης. Μέρος του ξύλινου αλετριού.
Χλ(ι)ό Π(η)γάδι. Πηγάδι με ζεστό νερό μεταξύ Κατούνας και της περιοχής Βράχα, των Λαζαράτων.
Χλώρη. Ποικιλία άσπρου σταφυλιού.
Χοντροσκούτια. Τα χοντρά κλινοσκεπάσματα του αργαλειού.
Ψαθί. Καλαμοειδές στις όχθες λιμνών και ποταμιών.
Ψάνη. Χερόβολο νέου σιταριού για φαγητό.
Ψυχοπιάνω. Ανακτώ τις δυνάμεις μου.
Ψωμόπετρα. Μαλακή πέτρα, που θρυμματίζεται εύκολα, ακατάλληλη για χτίσιμο.
Ψωμώνω. Μεστώνω, ωριμάζω.