Η κτηνοτροφία ήταν ιδιαίτερα ανεπτυγμένη στα χωριά του νησιού, πιθανόν και η κύρια ασχολία των χωρικών, αφού, όπως προαναφέρθηκε, η καλλιέργεια της ελιάς και του αμπελιού, φαίνεται, να γίνεται συστηματικά στο νησί στο τέλος του 17ου αιώνα, με το πέρασμα της Λευκάδος στους Ενετούς. Μάλιστα ήταν τόσο ανεπτυγμένη η κτηνοτροφία, τουλάχιστον μέχρι το 1970, ώστε υπήρχε υπερβόσκηση, με αποτέλεσμα τα βουνά και οι λόφοι του νησιού, όπου σήμερα κυριαρχεί το πράσινο, να είναι παντελώς γυμνότοποι.
Τα πρόβατα, ειδικότερα, αλλά και τα γίδια ήταν πολυάριθμα στο νησί. Να ενθυμηθούμε, πως, κατά την κατάληψη της Λευκάδος, το 1684, από τους Ενετούς του Μοροζίνι και την εκδίωξη των Τούρκων, οι Κεφαλλονίτες, οι οποίοι είχαν πάρει μέρος στην κατάληψη του κάστρου της Αγίας Μαύρας, κατά την επιστροφή στο νησί τους, έκλεψαν, μερικές χιλιάδες πρόβατα των Λευκαδίων αγροτών. Πρόκειται για νούμερο, που αν όντως ευσταθεί, δείχνει την τεράστια εκτροφή προβάτων στο νησί., κατά τον 17ο αιώνα. Βέβαια, δεν γίνεται λόγος για οργανωμένη κτηνοτροφία, με τους σημερινούς όρους, αλλά για μια επίπονη και κοπιώδη δουλειά, η οποία επιστράτευε οικογένειες ολόκληρες. Τα πρόβατα, αρχικά, αφού τα γίδια ήταν ντόρκα, δηλαδή ελεύθερα, κατά κοπάδια στα βουνά και στα χέρσα χωράφια, όπου , τα καλοκαίρια, έτρωγαν παλαμωνίδες, τα πρόβατα, λοιπόν, απαιτούσαν ιδιαίτερη φροντίδα. Δημιουργούσαν τεράστια μαντριά, άλλοτε στεγασμένα πρόχειρα και άλλοτε εκτεθειμένα στα καιρικά φαινόμενα, αφού, το πρόβατο, είναι ιδιαίτερα ανθεκτικό στην κακοκαιρία, λόγω του τριχώματός του. Όμως άλλη μεταχείριση είχαν για τα νεογνά αρνιά και κατσίκια. Όταν ήταν κοπαδούσα, άρα μεγάλος αριθμός, τότε, τα τοποθετούσαν σε ειδικό χώρο, τον τζάρκο, έναν μικρό περιφραγμένο κα στεγασμένο χώρο, προκειμένου να προστατεύονται από τα καιρικά φαινόμενα και τα ελευθέρωναν το πρωί και το βράδυ, όταν έπρεπε να βυζάξουν, οπότε άρχιζαν το σκλημίδι και το χοροπηδητό, αφού έτρωγαν στις μανάδες τους. Όταν αυτά τα νεογνά ήταν απ’ τα οικόσιτα ζώα, τα μαρτίνια, τότε, τα έβαζαν κάτω από τα κοφίνια, ώστε να έχουν ζεστασιά. Μάλιστα, σχετικά με την διαφορετική συμπεριφορά των μικρών αρνιών και κατσικιών, είχαν και σχετικά δίστιχα. Για το αρνί: <<Μάνα γάλα χορτασέ με και στο χιόνι κυλησέ με>>, ενώ, για το κατσίκι: <<Μάνα γάλα μη μου δίνεις και στη ζέστα μ’ να μ’ αφήνεις>>. Σε περιπτώσεις που τα νεογνά ήταν αδύναμα, τα έλεγαν παρήμερα, ή ατάλ(ι)κα, τότε αναγκάζονταν οι χωρικοί να τα ταϊσουν με το ρογοβύζι, μια πλαστική θηλή, την οποία προσάρμοζαν σε μπουκάλι, μέσα στο οποίο έβαζαν το γάλα της μάνας του νεογνού, μια εργασία, που την έκαναν, μέχρι να ψυχωπιάσει και να μπορέσει να βυζάξει μόνο του.
Τους καλοκαιρινούς μήνες η παραμονή των προβάτων γίνονταν σε ειδικό μαντρί, τον σταλό. Επρόκειτο για περιφραγμένο χώρο, με ξύλα και σπάρτα, γύρω από μια ελιά, ώστε να έχουν ίσκιο, αλλά και να ευεργετείται, το δένδρο, απ’ τα περιττώματα των ζώων, την κοπριά. Μάλιστα άλλαζαν, κάθε τόσο, το δένδρο και μετέφεραν σε άλλο δένδρο τον σταλό, ώστε να λιπανθούν όλες οι ελιές του κτήματος. Επίσης, τους καλοκαιρινούς μήνες, με τις μεγάλες θερμοκρασίες, επειδή τα πρόβατα δεν μπορούν να φάνε στους αγρούς, αλλά σχηματίζουν κύκλο έχοντας το ένα το κεφάλι του κάτω από την κοιλιά του άλλου, για ίσκιο, γι’ αυτό τα νυχτοβοσκούσαν, δηλαδή, τα οδηγούσαν για βοσκή πολύ νωρίς το πρωί και αργά το βράδυ, με την δύση του ηλίου. Σχετικά με τις ράτσες προβάτων, στο νησί της Λευκάδος, δεν υπήρχε κάποια ιδιαιτερότητα. Τα υπάρχοντα πρόβατα, τα οποία δεν ήταν ιδιαίτερα αποδοτικά, γι’ αυτό και τα αποκαλούσαν σγατζοπρόβατα, άρχισαν να τα σμιρδεύουν και να προχωρούν σε διασταυρώσεις, από την δεκαετία του 1960 και εφεξής, όταν, η Γεωργική Υπηρεσία Λευκάδος, ξεκίνησε σχετικά προγράμματα, εισάγωντας στο νησί, τα Καραγκούνικα, τα Ζακυνθινά, τα Κεφαλλονίτικα και τα Χιώτικα. Αυτές οι ράτσες είχαν και έχουν μεγαλύτερες αποδόσεις σε γάλα, κρέας και μαλλιά. Τα Χιώτικα έχουν το χαρακτηριστικό γνώρισμα της πλατιάς τριγωνικής ουράς, γι’ αυτό τα έλεγαν πλατονόρκα, ή πλατονόκερκα, από το, πλατύ κέρκος, πλατιά ουρά. Τα Ζακυνθινά είναι κάτασπρα, μεγαλόσωμα και έχουν προτεταμένο στρογγυλό κούτελο. Τα Κεφαλλονίτικα έχουν κόκκινο κεφάλι, είναι τα κοκκινομάτικα, ή κάτσενα, όπως τα λένε οι κτηνοτρόφοι. Τα Καραγκούνικα είναι μια φυλή προβάτων ιδιαίτερα ανθεκτική σε κακές καιρικές συνθήκες, αφού προέρχεται από Καρδίτσα και Τρίκαλα, με τις ιδιάζουσες κληματολογικές συνθήκες.
Kατά την περίοδο του χειμώνα, τα ορεινά χωριά, όπως η Εγκλουβή και η Βαυκερή, μετέφερναν τα κοπάδια τους στα χειμαδιά, όπου ο χειμώνας ήταν ηπιότερος. Στο παλιό χωριό των Καρυωτών και στην ευρύτερη περιοχή της Βράχας, μετέφερνε τα πρόβατά του, από την Βαυκερή, ο μπάρμπα-Αριστομένης, ένας αρχοντάνθρωπος βοσκός, που, οι πρεσβύτεροι των χωριών των Σφακιωτών, τον είχαν παρέα, τους μήνες που μάζευαν τις ελιές στην περιοχή. Ακόμη, την χειμωνιάτικη περίοδο, όταν το αγριοκαίρι καθήλωνε ζώα και κτηνοτρόφο, τότε επινοούσαν διάφορα τεχνάσματα, προκειμένου να ταϊσουν τα ζωντανά, αφού το καλαμπόκι και το βρώμι, ήταν δυσεύρετα. Συγκεκριμένα, τα τάιζαν με τα βελάγκια, τα βελανίδια, που μάζευαν σε μεγάλες ποσότητες από τις μάζες, τους μικρούς πουρναροειδείς θάμνους, που σκεπάζουν, σχεδόν, όλα τα βουνά της Λευκάδος. Αυτά τα χειμαδιά ήταν, κυρίως, οι περιοχές που βρίσκονται στο νοητό τόξο, που εκτείνεται από την Απόλπαινα, περνάει από την περιοχή του Κούλμου και καταλήγει στο παλιό χωριό των Καρυωτών. H πληθώρα, κυρίως, προβάτων στο νησί της Λευκάδος, δημιουργούσε πρόβλημα στην βόσκησή τους, αφού οι περισσότερες εκτάσεις, ακόμη και σε πλαγιές βουνών, ήταν καλλιεργούμενες, γι’ αυτό απαιτούνταν ιδιαίτερη άδεια βόσκησης, την οποία υπέγραφε ο κάτοχος του κτήματος και την οποία έφερε πάντα μαζί του ο βοσκός, για τον έλεγχο που έκαναν οι δραγάτες, ή αγροφύλακες. Μάλιστα, σε πολλές περιπτώσεις, το αντάλλαγμα, που έδινε ο βοσκός στο κάτοχο του χωραφιού, μέσα στο οποίο βοσκούσε τα πρόβατά του, ήταν μερικά αρνιά, ενώ, κατά την εβδομάδα της Τυρινής των Απόκρεω, ο τσοπάνης, ποτέ δεν έφτιαχνε τυρί το γάλα, αλλά το μοίραζε σε όλα τα νοικοκυριά του χωριού, τα οποία δεν είχαν πρόβατα, ή γίδια, προκειμένου να φτιάξουν οι νοικοκυρές τις Αποκριάτικες Κλούρες.
Όταν, κάποιος χωρικός δεν επιθυμούσε την βόσκηση προβάτων στο κτήμα του, τότε, προκειμένου, να ειδοποιήσει τους βοσκούς, άσπριζε, με ασβέστη, κάποιες λιθιές του χωραφιού του, όπου, σύμφωνα με την Λευκαδίτικη ορολογία, το <<Απαντούσε>> το κτήμα του, δηλαδή δεν επέτρεπε μέσα την βόσκηση, οπότε έπρεπε όλοι να σεβαστούν την επιθυμία του. Ακόμη, αν δεν χρησιμοποιούσε ασβέστη για το απάντημα, είχε την εναλλακτική λύση, βάζοντας ένα ξερό μικρομέγαλο κυπαρίσσι, σε κάθε σκάλα του χωραφιού του, πράγμα που απαγόρευε την βόσκηση. Σε περίπτωση που υπήρχε παραβίαση και γίνονταν βόσκηση σε απαντημένο χωράφι, τότε, ο δραγάτης, έκανε μήνυση στον υπεύθυνο για αγροζημία, οπότε στο δικαστήριο δικάζονταν ο παραβάτης με το πρόστιμο των Μεταλλικών Δραχμών, όπου μια Μεταλλική Δραχμή της δικαστηριακής ορολογίας, ισοδυναμούσε με μισή πραγματική Δραχμή.
Πέραν του πολύτιμου γάλακτος και του τυριού, το μαλλί των προβάτων, όπως αναφέρθηκε σε άλλο εδάφιο, ήταν η βάση της δημιουργίας πολλών ρούχων, τόσο για οικογενειακή, όσο και για ατομική χρήση. Έπαιρναν τα ποκάρια, από το κούρεμα των προβάτων και τα ζεμάτιζαν μέσα σε καυτό νερό , σε μεγάλα καζάνια, προκειμένου να φύγει ο πίνος των μαλλιών. Εν συνεχεία, τα στέγνωναν στο ήλιο και άρχιζαν τη επεξεργασία. Αρχικά, ξάγκλιζαν και έγραναν τα μαλλιά, δηλαδή αραίωναν την πυκνότητά τους, με τα τσιγκριά, τα οποία ήταν δύο παράλληλες ξύλινες πλάκες, οι οποίες εσωτερικά έφεραν εκατοντάδες μικρά καρφάκια, ανάμεσα στα οποία τοποθετούσαν τλούπες μαλλιού, μικρά δεματάκια μαλλιού. Με εναλλάξ κίνηση των τσιγκριών, το μαλλί αραίωνε και γίνονταν αφράτο. Ακολούθως, αφού έγραναν την ποσότητα, που επιθυμούσαν, τότε, άρχιζε το έργο της η βαβά του σπιτιού, η οποία, με την ρόκα της, ώρες ατελείωτες, έκανε το μαλλί νήμα, με το οποίο έπλεκαν μάλλινες φανέλες και τσουράπια για τους γέρους, ζελέδες και πουλόβερ για τα παιδιά. Η κτηνοτροφία των χωρικών της Λευκάδος, πέραν του μαλλιού και του γάλακτος, έδινε το πολύτιμο κρέας, αλλά και το χρήσιμο, για κάθε οικογένεια βούτυρο πολύτιμο, το οποίο δεν μπορούσαν να προμηθευθούν από το εμπόριο. Μέσα σε έναν μακρόστενο ξύλινο κάδο τοποθετούσαν το γάλα, το οποίο χτυπούσαν με ένα ξύλο, την <<βούρτσα>>, επί ώρες ολόκληρες, μέχρι που σχηματίζονταν στην κορυφή του γάλακτος το πολύτιμο βούτυρο. Το κρέας των ζώων, αποτελούσε θαυμάσια τροφή, ικανή να αναστηλώσει τον σκληρά εργαζόμενο Λευκαδίτη χωρικό. Κάθε Σάββατο, το μικρομπακάλικο, που ήταν σε κάθε χωριό, είχε το σφαχτό, δηλαδή ένα αρνί, ή, κυρίως, ένα γκεσέμι, ευνουχισμένο τράγο, προκειμένου να κάνει το ψώνι του, το κάθε σπίτι, να πάρει, δηλαδή, μία ή δύο λίτρες κρέας, για να φάει την Κυριακή η οικογένεια την μανέστρα αυγολέμονο, η οποία δημιουργούνταν από το ζουμί του βρασμένου τράγιου κρέατος.
Επίσης, στα χωριά του νησιού, κάθε Κυριακή απολείτουργα, ο χασάπης του χωριού έφτιαχνε κοκορέτσι, φρυγαδέλι κα σπληνάντερο, συνοδευτικά στο ούζο και στο κρασί, μια ελάχιστη πολυτέλεια-διασκέδαση, που είχε ο ξωμάχος, σαν διάλειμμα στην τραχιά και κοπιώδη ζωή του. Αυτό το έθιμο, εξακολουθεί να τηρείται και σήμερα μόνο στον Κάβαλλο των Σφακιωτών, όπου, κάθε Κυριακή, συρρέουν πολλοί Λευκαδίτες, για το γευστικό κοκορέτσι. Στα παράλια χωριά του νησιού, ιδιαίτερα τα νεώτερα χρόνια, όταν αναπτύχθηκαν μόνιμοι οικισμοί, αφού εξέλιπε η μάστιγα της πειρατείας, αναπτύχθηκε και η κτηνοτροφία των βοοειδών, τόσο για εκμετάλλευση των παραγώγων τους, τροφοδοτώντας τις οικογένειες της Χώρας, κάθε πρωί, ο γαλατάς, με τα μπουκάλια το γάλα, αλλά και για την χρήση τους στην γεωργία, κυρίως, για το όργωμα των χωραφιών.

H Λευκαδίτισσα ποτίζει στον κορύτο τις κατσίκες της λίγο πριν τις βάλλει στο αχούρι, για να τις αρμέξει. Ανατρέχουμε στα παλιά χρόνια, όταν κάθε σοπίτι του νησιού είχε δύο, τρεις και τέσσερεις κατσίκες, τις λεγόμενες <<Μαρτίνες>>, διαφορετικά, βέβαια, ήταν στα αιγοκόπαδα, που τόσα πολλά είχε η Λευκάδα στο παρελθόν, εκεί ο αριθμός ξεπερνούσε και τα διακόσια ζωντανά! Αυτές οι μαρτίνες χρησίμευαν τόσο για το γάλα τους, απ’ τα πλέον εύγεστα εδέσματα, είτε σαν βραστό, είτε σαν ρυζόπιτα με φύλλο στον σπιτικό ξυλόφουρνο, για τον εύγεστο τυρί τους, αλλά και για το μαλλί τους, το λεγόμενο <<Τραγόμαλλο>>, το οποίο χρησίμευε για την παρασκευή στον αργαλειό των σαγιασμάτων, αυτών των χοντρόρουχων, με την άγρια τρίχα, που δεν διαπερνούσε, όχι μόνο το κρύο, αλλά ούτε και το νερό, αφού η γίδινη τρίχα έχει μια εξαίσια αλεξίβροχη ιδιότητα! Στις μέρες μας, πια, δύσκολα θα συναντήσεις στα χωριά μας κατσίκες… Παραμένουν μόνο σε μορφή κοπαδιών ελάχιστες στα Σταυρωτά απ’ την πλευρά της Εγκλουβής στον Αϊ Λιά και στο Μανάση!

Tότε που τα μαλλιά, κυρίως των προβάτων, ήταν υπερπολύτιμα για την οικογένεια! Με αυτά έφτιαχναν τα μάλλινα ρούχα, είτε για χοντρά σκουτιά που χρησιμοποιούσαν για κλινοσκεπάσματα, είτε για να πλέκουν πουλόβερ και φανέλες, για τον χειμώνα! Η πρώτη δουλειά ήταν να τα πλύνουν καλά για να φύγει ο <<Πίνος>>, μια κολλώδης ουσία που βγάζει ο οργανισμός του προβάτου και αδιαβροχοποιεί το τρίχωμά του. Έπειτα τα έξαιναν, δηλαδή τα αραίωναν με το χέρι, και κατόποιν τα έγραιναν, τα περνούσαν απ’ τα σιδερένια Τσιγκριά, δυο διαδοχικές εργασίες που φαίνονται στην παραπάνω φωτογραφία! Η επόμενη εργασία ήταν να τα κάνουν στρογυλλές μικρές μπάλες, τις λεγόμενες Τλούπες, που τοποθετούσαν στην ρόκα και τις έγνεθαν, ώστε να σχηματισθεί το νήμα, το οποίο, στη συνέχεια, χρησιμοποιούσαν στον αργαλειό του σπιτιού για το ύφασμα χοντρόρουχων!

Πινακοχώρι! Το γυμνασιόπαιδο και η μάνα του! Πόσες φορές δεν βοήθησαν και οι δύο στα ζωντανά του σπιτιού!