Σχεδόν όλες οι αγροικίες του νησιού, είχαν τον κήπο τους, είτε δίπλα στην αυλή του σπιτιού, είτε σε κάποιο σημείο κοντά στο χωριό, προκειμένου να καλλιεργούν όλα εκείνα τα λαχανικά, απαραίτητα για την ανατροφή της οικογένειας. Ο κήπος, τον οποίο αποκαλούσαν οβορό, ή σωκήπι, ήταν ειδικά περιφραγμένος με πέτρινη λιθιά, ή με φράχτη, ώστε να αποφεύγεται η πρόσβαση ζώων. Για τον οβορό δίνει θαυμάσια περιγραφή ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης. Στην αναφορά του, γα τον πύργο του Γέρο-Φωτεινού στον εγκρεμό του Κόντρου, αναφέρει: <<…πλατύς καθάριος οβορός ζωσμένος διπλολίθι…>>. Καλλιεργούσαν όλα τα είδη των λαχανικών, τα οποία, κατά την ζοφερή Γερμανική Κατοχή, όπως ενθυμούνται οι πρεσβύτεροι των χωριών μας, στήριξαν και έσωσαν από την πείνα του Λευκαδίτες, αφού τα χόρτα, τα περίφημα λάχανα, καλλιεργούμενα, ή άγρια, δεν τα μπεζέρισαν ποτέ και κράτησαν όρθιο έναν πληθυσμό εξαντλημένο από την στέρηση ακόμη και του ψωμιού. Μάλιστα, όπως έλεγαν, τα μαγείρευαν με χίλιους τρόπους, ακόμη και τσιγαριαστά, για να… ξεγελούν την πείνα τους! Αντίδια, σέσκουλα, ραπανάκια, μαρούλια, σπανάκι, λάπατα, ντομάτες, πιπεριές, πατάτες, σκόρδα, κρεμμύδια, ήταν οι καλλιέργειες των χωρικών, για οικογενειακή χρήση.
Η πατάτα φυτεύονταν δύο φορές τον χρόνο, ώστε να καλύπτονται ολοχρονίς οι ανάγκες, τον Φεβρουάριο και τον Αύγουστο. Η παραμονή της στην γη διαρκούσε και διαρκεί και σήμερα ενενήντα μέρες περίπου. Η καλλιέργειά της ήταν ιδιαίτερα επιμελημένη, αφού την σκάλιζαν και την ράντιζαν με γαλαζόπετρα, όταν έκανε το κλαρί, για να την προφυλάξουν από τον περονόσπορο. Τα σκόρδα και τα κρεμμύδια τα φύτευαν σε βραγιές, δηλαδή σώρευαν ελαφρά το χώμα σε πλατιές νησίδες και φύτευαν το κορκάλι, το μικρό κρεμμύδι, ή το λωβί του σκόρδου, δηλαδή ένα από τα τέσσερα τεμάχια που φέρει ενιαία το σκόρδο στο καρπό του. Όταν το κρεμμύδι είχε μεγαλώσει και άρχιζε να κάνει τα σκαμπάβλια, δηλαδή μια θυσανωτή κορυφή, τότε τα πατούσαν, ώστε να σταματήσει η αύξηση του στελέχους και να χοντρύνει ο καρπός. Τα σκόρδα, τα πρόσεχαν ιδιαίτερα, τα σκάλιζαν και ενίοτε τα πότιζαν, για να μην <<λυσσάξουν>>, δηλαδή να μην κιτρινίσουν. Όταν δημιουργούσαν ικανοποιητικό στέλεχος, τότε έδεναν δύο-δύο ρίζες μαζί, προκειμένου να σταματήσει η αύξηση του στελέχους και να χοντρύνει ο καρπός. Μερικές φορές και προκειμένου να χοντρύνει ο καρπός, αραίωναν τα σκόρδα, έβγαζαν νεαρά φυτά τα οποία χρησιμοποιούσαν στην μαγειρική, ώστε να αναπτυχθούν ιδιαίτερα τα εναπομένοντα. Γι’ αυτό χρησιμοποιούσαν και σχετική παροιμία: <<όσο αριεύουν τα σκόρδα, τόσο χοντραίνουν>>, την οποία χρησιμοποιούσαν και αλληγορικά στην ζωή τους, ενίοτε. Όταν έβγαζαν τα σκόρδα και τα κρεμμύδια, τα έφτιαχναν πλεξούδα, ακολούθως τα τοποθετούσαν στον ήλιο, για να ξεραθούν καλά και τα κρέμαγαν στο κατώγι του σπιτιού, για τις ανάγκες του νοικοκυριού. Μάλιστα, την πλεξούδα των σκόρδων, όταν τελείωνε ο καρπός, την χρησιμοποιούσαν στην κουζίνα του σπιτιού, την έστριβαν κυκλικά και την χρησιμοποιούσαν να τοποθετούν πάνω την πνιάτα με το καυτό φαγητό.
Τα λάπατα, ένα λαχανικό που μοιάζει με το σέσκουλο, τα χρησιμοποιούσαν στην κατασκευή της λαχανόπιτας, μαζί με άγρια χόρτα, τα ονομαζόμενα <<πτά>>, αλλά και τρυφερές παπαρούνες, ένα φαγητό, που η σχετική παράδοση ήθελε και θέλει ακόμη και σήμερα, σε κάποια σπίτια, που θέλγονται στην πιστή εφαρμογή των παραδόσεων, να το φτιάχνουν οι νοικοκυρές την Μεγάλη Πέμπτη το βράδυ, ώστε να δειπνήσουν, μετά την αγρυπνιά των Δώδεκα Ευαγγελίων.
Πέραν των κήπων και των λαχανικών, η καλλιέργεια των οσπρίων ήταν ιδιαίτερη φροντίδα του χωρικού, τα οποία διασφάλιζαν μια πολλή καλή τροφή για τις κρύες μέρες του χειμώνα. Φακή, μπίζα, κουκιά, ρεβίθια, λαθύρια και, παλαιότερα το λούπινο, μόνο για ζωοτροφή, ήταν τα όσπρια, η σπορά των οποίων ξεκινούσε, για τα τρία πρώτα, κατά σειρά, τον Δεκέμβριο, ενώ για τα ρεβίθια και τα λαθύρια τον Φλεβάρη. Σπέρνονταν και αυτά, όπως και το στάρι, με το αλέτρι. Η φακή ήθελε ιδιαίτερη περιποίηση, αφού απαιτούσε βοτάνισμα τον Απρίλη μήνα, προκειμένου να καθαρίσουν το χωράφι από τα ζιζάνια και να μεστώσει η φακή. Η συλλογή και επεξεργασία του καρυκιού, δηλαδή του φλοιού του καρπού της φακής, γίνονταν με το κοπάνισμα, σε επίπεδα μέρη, όταν η φακή είχε ξεραθεί καλά. Χρησιμοποιούσαν τον κόπανο, ένα μακρύ χοντρό ξύλο και ακολούθως ανέμιζαν, με τον απογευματινό αέρα, το κοπανισμένο μίγμα καρπού και άχυρου, όπου, ο καρπός, έπεφτε στην γή, σαν βαρύτερος, και το άχυρο παρασέρνονταν σε σωρό, σαν ελαφρύτερο, παραπέρα, τον οποίο ονόμαζαν φακάχυρο και το χρησιμοποιούσαν για τροφή των ζώων. Τον καρπό της φακής τον σπίρτωναν, όπως έλεγαν, δηλαδή του έριχναν μια μορφή οινοπνεύματος, προκειμένου να μην πιάνει μπουμπούλια, τα γνωστά παράσιτα των οσπρίων. Το σπίρτωμα υλοποιούνταν τοποθετώντας την φακή μέσα σε ξύλινο βαρέλι, έριχναν μέσα την ουσία και κυλούσαν το βαρέλι, προκειμένου να διασπαρεί ομοιόμορφα. Τα κουκιά διακρίνονταν σε δύο είδη, τα πλατοκούκια, αυτά που είχαν πλατύ καρπό και τα στενοκούκια, αυτά που είχαν στενότερο καρπό. Τα έσπερναν στα μεγάλα χωράφια, ή σε βραγιές, ή σε φωλιές, στην άκρη των κήπων. Κατά τον Μάη μήνα, μάζευαν τα χλωροκούκια, τα οποία αποτελούσαν θαυμάσια τροφή, ειδικότερα, όπως θα αναπτύξομε στο εδάφιο, για τα φαγητά του Λευκαδίτη ξωμάχου, όταν τα έβαζαν στον φούρνο συνοδευτικά του παλαμιδιού. Τα λαθύρια καλλιεργούνταν και καλλιεργούνται και σήμερα, μόνο στο κάμπο της Καρυάς, ο οποίος, τον χειμώνα, γέμιζε νερό και, ως εκ τούτου, περίμεναν τον Φλεβάρη να στραγγίξουν τα νερά, για να αρχίσει η σπορά τους. Πρόκειται για μια θαυμάσια τροφή, η οποία, επί των ημερών μας, αποφλοιώνεται, με ειδικά μηχανήματα και έχει δημιουργηθεί η περίφημη Φάβα Καρυάς.
Λευκαδίτισσα. H πνιάτα στη φωτιά έτοιμη για τα όσπρια…
Άγιος Πέτρος Λευκάδος! Σπέρνοντας τα όσπρια και τα λαχανικά στη γη!