Το βιβλίο “Τα που θυμάμαι μολογώ”: Σεργιάνι στη Λευκάδα του χθες του Θοδωρή Γεωργάκη διατίθεται απ’ τις Εκδόσεις ΟΣΤΡΙΑ, Χέϋδεν και Μαυροματαίων στο Πεδίον του Άρεως, απ’ τα μεγάλα βιβλιοπωλεία. Μπορείτε να παραγγείλετε το βιβλίο απ’ τις εκδόσεις ηλεκτρονικά ΕΔΩ και ΕΔΩ, ή τηλεφωνικά στο Τηλ. 211 2136882. Διατίθεται επίσης στα περιφερειακά βιβλιοπωλεία.
ΤΟ ΑΛΕΤΡΙ, Η ΨΑΝΗ ΚΑΙ Ο ΚΥΚΛΟΣ ΤΟΥ ΨΩΜΙΟΥ!
Ο κύκλος του ψωμιού ήταν μια μακρά, πολύμοχθη και επίπονη διαδικασία, που ξεκινούσε με την σπορά του σιταριού, τον Οκτώβρη και τελείωνε το επόμενο καλοκαίρι, με τον θέρο και το αλώνισμα, ένα ψωμί δύσκολο και δυσεύρετο, από τα βάθη των αιώνων, για τον Λευκαδίτη, αφού αναγκάζονταν, πολλές φορές, να φεύγει απέναντι στην Ακαρνανία, προκειμένου να κάνει την σπορά του σιταριού σε ξένα χωράφια. Διηγούνται, οι παλιοί Λευκαδίτες, άπειρες ιστορίες για τις σπορές και τις κακουχίες στους μικροοικισμούς και στα χωριά του Ξηρομέρου: Βόνιτσα, Περατιά, Πωγωνιά, Ζαβέρδα, Παλύμπελη, σημερινός Δρυμός, Γοργοβλή, Δερσοβά, Αντώνη, Αϊ Βασίλη, Κομποτή, Λύκου Νίκου και Μοναστηράκι. Ήταν αυτή η ένδεια την οποία μνημονεύει και ο απαράμιλλος Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, στον <<ΦΩΤΕΙΝΟ>>, βάζοντας στο στόμα του Γέρο – Ζευγολάτη την ρήση για <<…το έρμο το ψωμί…>>.
Το όργωμα και η σπορά ξεκινούσε προς το τέλος του Οκτώβρη, αμέσως μετά τα πρωτοβρόχια, όταν το έδαφος είχε μαλακώσει αρκετά και γίνονταν, παλιότερα με ζευγάρι βοδιών και στα κατοπινά χρόνια με ζευγάρι αλόγων, τα οποία έσερναν το αλέτρι. Η κατασκευή του αλετριού απαιτούσε ειδική τεχνική, αφού η επεξεργασία του ξύλου ήθελε γνώση και εμπειρία, προκειμένου η κατασκευή να ήταν ανθεκτική στην δύναμη που αναπτύσσεται, όταν τα άλογα τραβούν το αλέτρι και μάλιστα καρφωμένο στη γη. Στα νεώτερα χρόνια, ή κατασκευή του ήταν σιδερένια. Το παλιό ξύλινο λευκαδίτικο αλέτρι αποτελούνταν, από την αλετροπόδα, την σπάθη, το σταβάρι, τον χερουλάτη, τα φτερά και το υνί. Η αλετροπόδα είναι το κύριο μέρος του αλετριού, είχε σχήμα αντεστραμμένου κεφαλαίου Γάμα, χωρίς να σχηματίζει ακριβώς ορθή γωνία, αλλά ελαφρά αμβλεία γωνία, γι’ αυτό και επέλεγαν ειδικούς κλώνους δένδρων, με αυτή την μορφή, δένδρα με σκληρό ξύλο, όπως το πουρνάρι, ή το ρουπάκι, ή η αμυγδαλιά. Ο χερουλάτης ήταν η απόληξη του πάνω μέρους της αλετροπόδας, από τον οποίο κρατούσε και δούλευε το αλέτρι ο χωρικός. Αξιομνημόνευτη, εδώ η στροφή του απαράμιλλου Βαλαωρίτη, στον <<ΦΩΤΕΙΝΟ>>: <<…O χερουλάτης έφαγε τ’ άχαρα δάχτυλά μου και στην αλετροπόδα μου ελιώσαν τα ύπατά μου…>>. Το σταβάρι, ήταν μακρόστενο ξύλο με ελαφρά ελλειψοειδή μορφή, το οποίο στηρίζονταν σε εγκοπή, στο μέσον, του πάνω μέρους της αλετροπόδας και περνούσε μέσα από ορθό ξύλο, την σπάθη, η οποία στερεώνονταν, χωνευτά, κάθετα στο μέσον του κάτω μέρους της αλετροπόδας.
Στην μπροστινή άκρη του σταβαριού, ήταν καρφωμένο σίδερο με άγκιστρο, στο οποίο άγκιστρο γατζώνονταν ο ζυγός, ένα στρογγυλό ξύλο, περίπου ενός μέτρου, το οποίο είχε τρία τσιγκέλια, ένα στο μέσον, το οποίο γάτζωνε στο άγκιστρο του σταβαριού και ένα σε κάθε άκρη, από τα οποία γατζώνονταν τα παλμάκια, δηλαδή μικρά και αυτά ξύλινα στρογγυλά κατασκευάσματα, περίπου ενός μέτρου, με σιδερένιους κρίκους στις άκρες, τα οποία κατέληγαν, με σχοινιά, στην γολάνα, ή λαιμαριά, δηλαδή ένα ειδικό δερμάτινο και υφασμάτινο μαζί κατασκεύασμα, σε σχήμα U λατινικού, το οποίο ήταν προσαρμοσμένο στο λαιμό των αλόγων, προκειμένου να τραβούν το αλέτρι. Το υνί, ήταν το μεταλλικό μυτερό τριγωνοειδές κατασκεύασμα, με πεπλατυσμένα φτερά, το οποίο, καρφωμένο στο εμπρόσθιο τμήμα της αλετροπόδας, έσχιζε την γη, με το τράβηγμα των αλόγων. Κατά την δεκαετία του 1960 άρχισαν να έρχονται τα πρώτα τρακτέρ στην Λευκάδα, τα οποία χρησιμοποιούσαν, πέραν των άλλων μεταφορικών εργασιών, αφού πολλές φορές διασκεύαζαν τις καρότσες, που έσερναν, και έκαναν συγκοινωνίες στις άγονες γραμμές, τα χρησιμοποιούσαν για το όργωμα των χωραφιών, όπου αυτά ήταν προσβάσιμα. Στα μπροστινά χωριά του νησιού σημείο αναφοράς ήταν το τρακτέρ του Κορεβέτη απ’τους Πηγαδισάνους, το οποίο, όταν περνούσε ήταν αξιοθέατο μικρών και μεγάλων και αργότερα το τρακτέρ του Αντρέα του Λιβιτσάνου, απ’τον Κάβαλλο, ένα τεράστιο τρακτέρ, μάρκας Belarus, που ήταν Σοβιετικής κατασκευής.
Στις αρχές Ιουνίου, όταν άρχιζαν τα στάχυα << να ψωμώνουν>>, όπως έλεγαν, δηλαδή ο καρπός να παίρνει σχεδόν το τελικό του μέγεθος, και άρχιζε να μεστώνει, τότε έκοβαν χερόβολα μικρά και έφτιαχναν την Ψάνη, προκειμένου να γιορτάσουν τα προεόρτια του επερχόμενου θερισμού. Η ψάνη ήταν ένα δεμένο μάτσο σταχυών, το οποίο περνούσαν πάνω από την φλόγα της φωτιάς, προκειμένου να καούν τα άγανα και να γίνεται πιο εύκολη η αποφλοίωση του καρπού. Έτριβαν, εν συνεχεία, στην παλάμη, το καψαλισμένο μάτσο και έπαιρναν τον καρπό, ο οποίος είχε μια υπέροχη γεύση στο φαγητό. Ο θέρος γίνονταν περί το τέλος Ιουνίου, γι’ αυτό και ο μήνας αυτός αποκαλούνταν, από τους χωρικούς μας, Θεριστής, αλλά και ο Ιούλιος, Αλωνάρης, αφού τότε αλώνιζαν το σιτάρι. Θέριζαν με τα δρεπάνια, πριονωτά μεταλλικά αντικείμενα σε σχήμα ημισελήνου, δημιουργώντας μικρά χερόβολα, τα οποία έδεναν χρησιμοποιώντας, σαν σπάγκο, το ίδιο το στέλεχος του σιταριού, πολλά δε μαζί χερόβολα δημιουργούσαν το δεμάτι. Τα δεμάτια φορτώνονταν στα άλογα και τα μετέφεραν σε αθυμωνιές, μεγάλος ταξινομημένος σωρός δεματιών, κοντά στα αλώνια, παλιότερα, ή κοντά σε πλατιούς χώρους, κατά τα νεώτερα χρόνια, όπου είχε πρόσβαση η αλωνιστική μηχανή, η ονομαζόμενη πατόζα.Το αλώνισμα στα αλώνια ήταν πανηγύρι για την κάθε οικογένεια, αφού μετείχαν όλα τα μέλη και ιδιαίτερα τα παιδιά, τα οποία απολάμβαναν την καβάλα πάνω στην σβάρνα. Αρκετές μέρες, νωρίτερα, είχε φροντίσει ο γεωργός να φτιάξει το δάπεδο του αλωνιού, το οποίο έστρωνε με παχύ στρώμα πηλού, που, με τον ήλιο του καλοκαιριού, σχεδόν, τσιμεντοποιούνταν, ώστε να γίνεται καλύτερα και το αλώνισμα, αλλά και το ανέμισμα, που θα ακολουθούσε. Η σβάρνα ήταν ένα τριγωνοειδές, περίπου, κατασκεύασμα, στο κάτω μέρος του οποίου ήταν ενσωματωμένα πολλά κοφτερά λεπίδια, προκειμένου να τεμαχίζουν το στέλεχος του σιταριού. Άπλωναν τα δεμάτια του σιταριού στο αλώνι, έζευαν δύο άλογα, με λαιμαριές στον λαιμό, στην σβάρνα, τα οποία οδηγούσε πάνω στην σβάρνα ο γεωργός, ο οποίος χρησίμευε και σαν βάρος, ώστε να μην είναι στον αέρα ή σβάρνα, τα άλογα κινούνταν κυκλικά μέσα στο αλώνι, με αποτέλεσμα να κομματιάζεται το στέλεχος του σιταριού, να ανοίγουν τα στάχυα κα να βγαίνει το πολυπόθητο σιτάρι, η βασική τροφή του Λευκαδίτη αγρότη.
Αφού ολοκληρώνονταν το αλώνισμα, μάζευαν, αρχικά το άχυρο σε σωρό έξω από το αλώνι και σώρευαν σε μια γωνιά του αλωνιού το σιτάρι μαζί με υπολείμματα άχυρου. Η συγκέντρωση του άχυρου γίνονταν με το δικριάνι, ένα ξύλινο αντικείμενο το οποίο κατέληγε διχαλωτά, ή τριχαλωτά, το δε άχυρο μετέφερναν οι γυναίκες, στο κεφάλι τους, μέσα σε σεντόνια δεμένα χιαστί και το έριχναν στον μπλοκό του σπιτιού. Το απόγευμα, όταν άρχιζε να φυσάει ο θαυμάσιος Μαϊστρος, τότε άρχιζε το λίχνισμα, το ανέμισμα, κατά το οποίο, ο γεωργός, με ένα πλατύ ξύλινο φτυάρι, το καρπολόϊ, πετούσε ψηλά το σιτάρι, το οποίο, σαν βαρύτερο, έπεφτε κάτω, τα δε υπολείμματα του άχυρου τα μετέφερε ο αέρας πιο μακριά. Εν συνεχεία και προκειμένου να φύγουν και τα τελευταία υπολείμματα άχυρου από το σιτάρι, προχωρούσαν στο κοσκίνισμά του με το δρυμόνι, ένα μεγάλο κόσκινο, με ξύλινο περίβλημα, τον κόθρο.Το αλώνισμα ήταν σκέτο πανηγύρι για τις οικογένειες των χωριών, αφού μετείχε ολόκληρο το σπίτι, ενώ οι άνδρες, παρά το γεγονός ότι, τα αλώνια, ήταν κοντά στα σπίτια του χωριού, κοιμόνταν στρωματσάδα στα αλώνια, σε μια ένδειξη απέραντης χαράς, για το νεοδημιουργούμενο στάρι, που σε λίγο θα γίνονταν το ψωμί της οικογένειας, αφού επιθυμούσαν αυτό το δέσιμο με τους κόπους μιας χρονιάς, αλλά και για να ξεκινήσουν θαμπά το πρωϊ να στρώνουν τα δεμάτια στο αλώνι, πριν ρίξει ο ήλιος, αφού τα άγανα του σταριού, σμιγμένα με το τίμιο ιδρώτα των χωρικών, ήταν ανυπόφορα! Σε κάθε χωριό του νησιού είχαν πολλά αλώνια, ενδεικτικό του γεγονότος ότι υπήρχαν μεγάλες ποσότητες γεννημάτων, έτσι αποκαλούσαν τα δημητριακά, για αλώνισμα. Ενδεικτικά, ενθυμούμαι, πως, στο χωριό μου, το Πινακοχώρι, υπήρχαν, περιμετρικά του χωριού, δεκατρία αλώνια, μερικά των οποίων σώζονται και σήμερα, ενώ, κάποια άλλα, που η έλευση της αλωνιστικής μηχανής τα απενεργοποίησε, τα χρησιμοποιούσαμε, εμείς τα παιδιά, για αυτοσχέδιο γήπεδο βόλεϊ, τοποθετώντας, για φιλέ, ένα τεντωμένο σχοινί, στερεωμένο σε δύο κάθετα καλάμια.
Στους Σφακιώτες, στην Καρυά και στους Πηγαδισάνους, ποτέ δεν αλώνιζαν στις 15 Ιουλίου, την ημέρα που γιορτάζει ο Αγιος Κήρυκος, ο τριετής νεώτερος μάρτυς της εκκλησίας και η επίσης μαρτυρήσασα μητέρα του Ιουλίττη. <<Αυτή την ημέρα πρέπει να την φυλάμε, είναι βαριά γιορτή>>, δηλαδή να μην εργαζόμαστε και να την σεβόμαστε, έλεγαν οι χωρικοί μας, διότι, σύμφωνα με την παράδοση, την ημέρα αυτή βούλιαξε το αλώνι στην περιοχή της Ακόνης και κατάπιε τα άλογα και τους γεωργούς, που αλώνιζαν. Το <<Β(ου)λιασμένο Αλώνι>>, υπάρχει και σήμερα, δίπλα στην πηγή της Ακόνης, περιοχή μεταξύ Σφακιωτών και Νικιάνας, στην οποία έχουν κτήματα οι Σφακισάνοι, οι Καρσάνοι και ο Πιατσανίτες. Υπάρχει ένα βίδισμα της γής σε σχήμα αλωνιού, το οποίο ευλαβούνται όλοι οι γεωργοί, αλλά και οι περαστικοί, που πηγαίνουν για το μοναστήρι των Αγίων Πατέρων, από τον δρόμο της Ακόνης, που έχουν να λένε: <<Eδώ είναι το Β(ου)λιασμένο Αλώνι>>. Mάλιστα αυτός ο φόβος των Σφακισάνων ξωμάχων μεγιστοποιήθηκε ακόμη περισσότερο, όταν, τα νεώτερα χρόνια, σε αλώνι των Λαζαράτων, την ημέρα του Αγίου Κηρύκου, κυριολεκτικά καρφώθηκε ένα άλογο στον ορτό, δηλαδή το ξύλινο παλούκι που βρίσκεται μπηγμένο στο κέντρο του αλωνιού! Σε παράγγελμα του αλωνιστή, ήταν Γεωργάκης, (Καρασούλας), απ’ τα Λαζαράτα, να γυρίσει το άλογο ανάποδα στο αλώνι, αυτό αφηνίασε, σηκώθηκε στα πισινά και πέφτοντας καρφώθηκε στον ορτό του αλωνιού, σκορπώντας πανικό και δέος στους ξωμάχους που … μαγάρισαν, όπως έλεγαν, την ημέρα του Αγίου Κηρύκου!!!
Το σιτάρι της νέας σοδειάς πήγαινε στον ανεμόμυλο ή στον νερόμυλο της περιοχής, για να γίνει αλεύρι, με το οποίο οι νοικοκυρές δημιουργούσαν το ψωμί, το νέο ψωμί, που με ιδιαίτερη λαχτάρα καρτερούσαν όλα τα μέλη της οικογένειας, η διαδικασία του οποίου άρχιζε με το κοσκίνισμα, με την σίτα, του αλευριού μέσα στο ξύλινο σκαφίδι. Με το κοσκίνισμα ξεχώριζε το αλεύρι από τα αποσίτια, ή τα αποσινάδια, τα πίτουρα, τα οποία χρησιμοποιούσαν για ζωοτροφή. Ακολούθως άρχιζε η διαδικασία του ζυμώματος. Αρχικά, τοποθετούσαν το προζύμι στο κέντρο του σκαφιδιού και γύρω από το προζύμι έριχναν σταδιακά αλεύρι, μαζί με ζεστό νερό, μίγμα το οποίο ζύμωνε με τα χέρια της η νοικοκυρά, προσθέτοντας συνεχώς αλεύρι, μέχρι να δημιουργηθεί η ποσότητα του ζυμαριού, που επιθυμούσε. Το προζύμι, το οποίο είχε την θέση την σημερινής μαγιάς, ήταν μια μικρή ποσότητα ζυμαριού, την οποία κρατούσε η κάθε νοικοκυρά και φύλαγε μέσα σε ειδικό δοχείο, τον προζυμολόγο, με αλάτι και λάδι στην επιφάνεια, ώστε να διατηρείται απ’ την σήψη, προκειμένου να το χρησιμοποιήσει στο επόμενο ζύμωμα, ενώ, αρκετές φορές, υπήρχε μόνο ένα προζύμι, σε κάθε γειτονιά, το οποίο δανείζονταν μεταξύ τους οι νοικοκυρές και αναπλήρωναν, ώστε να είναι πάντα διαθέσιμο. <<Έλα δω άγγονα, μου έλεγε η βαβά μου η Βασίλω. Τράβα απκάτου στην Πλατ(υ)στομίτισσα, ήταν η θειά Μαριώ με καταγωγή από τα Πλατύστομα, που είχε παντρευτί στο χωριό μας, να σ’δώκει το προζύμι>>. Εξυπακούεται, βέβαια, πως της επέστρεφα νέο προζύμι.
Αφού ολοκληρώνονταν το ζύμωμα, η νοικοκυρά το σταύρωνε τρείς φορές και το σκέπαζε με βαριά ρούχα, προκειμένου να ολοκληρωθεί η χημική μεταλλαγή, που συμβαίνει στο ζυμάρι, ώστε να είναι έτοιμο να μπει στον φούρνο, με την μορφή του καρβελιού. Μάλιστα παρακολουθούσαν την πορεία του ζυμαριού, ώστε, όταν φούσκωνε, να προχωρήσουν, την κατάλληλη στιγμή, στο πλάσιμο των καρβελιών, χωρίς να αποχερίσει, όπως έλεγαν, δηλαδή, να μείνει αφούσκωτο το ζυμάρι, άρα να μη βγει ψημένο σωστά και αφράτο το ψωμί, από τον φούρνο, αλλά καθισμένο και επίπεδο σαν πλάκα. Έντρομες οι νοικοκυρές, σε αυτές τις περιπτώσεις αποχερίσματος, τις άκουγες να λένε: <<Γούϊ, η μαύρη, τι έπαθα, μ’ αποχέρσε το ψωμί και τώρα θα μ’ βγούν πλακτσά τα καρβέλια>>. Προκειμένου, οι νοικοκυρές να διαπιστώσουν, αν είχε ολοκληρωθεί η ζύμωση, τότε πίεζαν με την παλάμη τους το ζυμάρι, αν το βαθούλωμα, που σχηματίζονταν, επανέρχονταν, τότε η ζύμωση είχε ολοκληρωθεί επιτυχώς. Έπλαθαν το ζυμάρι, δημιουργούσαν το στρογγυλό καρβέλι, το οποίο τοποθετούσαν μέσα στην πινακωτή, ένα ξύλινο παραλληλόγραμμο κατασκεύασμα με κουτιά, που ήταν χωρισμένη σε τετράγωνα, μέσα στα οποία άπλωναν, από κάτω, ένα μεσάλι, έβαζαν μέσα το πλασμένο καρβέλι, σήκωναν το μεσάλι, όταν πήγαιναν στον φούρνο, έπαιρναν το καρβέλι και το τοποθετούσαν μέσα στον φούρνο για ψήσιμο. Η τοποθέτηση του ζυμωμένου καρβελιού στον φούρνο, γίνονταν με ένα μακρύ ξύλινο φτυάρι. Το Λευκαδίτικο καρβέλι, το οποίο έθρεψε γενιές και γενιές, στο διάβα των αιώνων, ήταν στρογγυλό, στην μορφή, και αποτελούνταν, από την εσωτερική ψίχα και την εξωτερική φλούδα.
Κάθε οικογένεια έψενε, περίπου, δέκα καρβέλια, το ψωμί της εβδομάδος, τα οποία τοποθετούσε στην μαλάθα, ένα μεγάλο κοφίνι, όχι εντελώς ανοιχτό στο πάνω μέρος, αλλά κατέληγε σε ένα στόμιο, τέτοιων διαστάσεων, που να επιτρέπουν την διακίνηση του καρβελιού. Τοποθετούσαν την μαλάθα πάνω σε υπερυψωμένο τάκο, ώστε να μην την πιάνει η πορδάλα, τα μικρά μυρμήγκια. Το καρβέλι, πέραν των καθημερινών αναγκών, αποτελούσε την βάση της δημιουργίας της προμάδας, ψωμί πυρωμένο στην φωτιά, κατά τις κρύες μέρες του χειμώνα, την οποία προμάδα, συχνά έβρεχαν με κρασί και λάδι και δημιουργούσαν την θαυμάσια ζούπα. Επίσης, το καλοκαίρι, οι αγκαθοί και τα μπκούνια, δηλαδή τα ξερά κομμάτια και οι γωνίες του καρβελιού, δημιουργούσαν την περίφημη ριγανάδα, την οποία συνόδευε απαραίτητα η αρμυροσαρδέλα, που αλάτιζε, σε μεταλλικούς τενεκέδες, ο ίδιος ο χωρικός, περί τον Σεπτέμβρη μήνα, όταν υπήρχε η χοντρή σαρδέλα στο εμπόριο, η λεγόμενη πελεκούδα, αυτή η αρμυροσαρδέλα, ήταν και το προσφάγι του στο γεύμα του στα κτήματα, όπου συνόδευε το γλίσχρο φαγητό του. Συγκεκριμένα, χρησιμοποιούσε τους γνωστούς μεταλλικούς τενεκέδες του εμπορίου, τους οποίους αποκαλούσαν λάτα, ενώ έλεγαν, χαρακτηριστικά: <<Έκαμα δύο λάτες σαρδέλα>>. Αγόραζαν την χοντρή σαρδέλα η οποία δεν έπρεπε να είναι τσαλαπουριασμένη και την τοποθετούσαν μέσα σε ένα μεγάλο κοφίνι και την αλάτιζαν, με χοντρό αλάτι, την άφηναν για δύο ημέρες, ώστε να στραγγίσουν τα υγρά και ακολούθως την τοποθετούσαν στην λάτα. Ο γέρος του σπιτιού, με την εμπειρία του, τοποθετούσε μία στρώση σαρδέλα και έριχνε πάνω πολύ αλάτι, ακολούθως τοποθετούσε νέα στρώση σε αντίθετη φορά με την προηγούμενη και ξανά αλάτιζε, μέχρι να γεμίσει η λάτα. Το εμπόριο της σαρδέλας και γενικά των ψαρικών γίνονταν από πλανόδιους, οι οποίοι φόρτωναν δύο κασέλες ψάρια, στο άλογό τους και από τα παράλια χωριά, κυρίως την Κατούνα, όπου είχαν τα ψαροκάϊκα, ανέβαιναν στα χωριά της ενδοχώρας και πουλούσαν τα ψάρια. Μερικές, δε, φορές κατέβαιναν στην Λυγιά, μέσω Κατούνας, άνδρες, ή γυναίκες και φορτώνονταν στο κεφάλι τους μια κόφα σαρδέλες, προκειμένου, να την μεταφέρουν στα χωριά και να την αλατίσουν.
Ο συγγραφέας
Θοδωρής Γεωργάκης
Λευκάδα 2018
Μπορείτε να βρείτε όλα τα αποσπάσματα του βιβλίου που έχουμε δημοσιεύσει εδώ