Το βιβλίο “Τα που θυμάμαι μολογώ”: Σεργιάνι στη Λευκάδα του χθες του Θοδωρή Γεωργάκη διατίθεται απ’ τις Εκδόσεις ΟΣΤΡΙΑ, Χέϋδεν και Μαυροματαίων στο Πεδίον του Άρεως, απ’ τα μεγάλα βιβλιοπωλεία. Μπορείτε να παραγγείλετε το βιβλίο απ’ τις εκδόσεις ηλεκτρονικά ΕΔΩ και ΕΔΩ, ή τηλεφωνικά στο Τηλ. 211 2136882. Διατίθεται επίσης στα περιφερειακά βιβλιοπωλεία.
Ο ΜΤΖΙΤΙΚΟΣ ΦΟΥΡΝΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΚΑΡΒΕΛΙ ΣΑΝ ΞΑΪ!
Κάθε Λευκαδίτικη αγροικία, στην αυλή της, είχε εκείνους τους βοηθητικούς χώρους, οι οποίοι επέτρεπαν στην οικογένεια την πλήρη κάλυψη και αυτάρκεια στον τραχύ και δύσκολο αγώνα της επιβίωσης. Υπεραπαραίτητος ο φούρνος, στον οποίο έψεναν το ψωμί της εβδομάδος, τα διάφορα φαγητά και τις πίτες, που δεν βόλευε να ψηθούν στην γωνιά του σπιτιού. Στα χωριά του νησιού υπήρχαν οι ιδιόκτητοι φούρνοι, για αποκλειστική χρήση του σπιτιού και οι ιδιωτικοί μεν, αλλά για δημόσια χρήση φούρνοι, οι λεγόμενοι Μ(ι)τζίτικοι, όχι για να πουλούν ψωμί, όπως σήμερα, αλλά για να ψένουν το ψωμί τους, όσoι δεν είχαν ιδιόκτητο φούρνο, αφήνοντας στον φούρναρη ένα καρβέλι, για πληρωμή του, το περίφημο ξάϊ. Φούρνοι, οι οποίοι πουλούσαν ψωμί, δημιουργούνται, μέσα στην Χώρα, από τους Ενετούς, από τον 18ο αιώνα και εφεξής. Στο Ιστορικό Αρχείο Λευκάδος υπάρχουν άδειες και σκαριφήματα, για ανέγερση τέτοιων φούρνων, τα οποία είναι καταπληκτικά, ωσάν να έχουν κατασκευασθεί από σύγχρονα ηλεκτρονικά μέσα, όπως το σχέδιο, για ανέγερση φούρνου στον Άγιο Μηνά, ιδιοκτησίας σιόρ Τζανέτου Δετζώρτζη, το 1827.
Διέφεραν μεταξύ τους, οι δύο κατηγορίες φούρνων, στο μέγεθος και στην κατασκευή. Ο ιδιωτικός σπιτικός φούρνος ήταν μικρός, χωρούσε το πολύ δέκα καρβέλια ψωμί για ψήσιμο, όσα απαιτούνταν για να περάσει την εβδομάδα η κάθε οικογένεια. Τα υλικά της κατασκευής του ήταν: ο πηλός, σπασμένα μικρά κεραμίδια και ειδικές πυράντοχες πλάκες στο δάπεδο του φούρνου, όταν υπήρχαν στο εμπόριο στην Χώρα, κατά τα νεώτερα χρόνια, ή απλές λειασμένες επίπεδες πέτρες, παλιότερα. Έλιωναν τον πηλό σε νερό και άρχιζαν το χτίσιμο τοποθετώντας τα κουτσοκεράμιδα, όπως τα έλεγαν, το ένα πάνω στο άλλο , με τον πηλό σαν συνδετικό υλικό. Η τεχνική του κτισίματος ακολουθούσε, άλλοτε μέν ημισφαιροειδές σχήμα, άλλοτε δε ελαφρώς κωνοειδή πορεία, τουτέστιν στένευε ανεβαίνοντας προς τα πάνω το κτίσιμο και κατέληγε στην πεπλατυσμένη κορυφή του φούρνου, την περίφημη κατσούλα, εξ ου και το ευφυολόγημα των Λευκαδίων, για τους τεμπέληδες, όταν, αναφερόμενοι περιπαικτικά σ’ αυτούς, τους έλεγαν, ότι <<κοιμούνται στου φούρνου την κατσούλα>>. Όταν ολοκληρώνονταν το κτίσιμο του φούρνου, τον έκαιγαν αδιάκοπα επί τρείς ημέρες, ώστε να καούν καλά όλα τα υλικά του κτισίματος και ιδιαίτερα ο πηλός, να φρυγεί, όπως έλεγαν χαρακτηριστικά, προκειμένου να τσιμεντοποιηθεί, σχεδόν, ώστε να αντέξει στον χρόνο.
Οι Μτζίτικοι φούρνοι, κτίζονταν μεν με τα ίδια υλικά, αλλά με ημισφαιροειδή τελική μορφή και ήταν κατά πολύ μεγαλύτεροι, αφού μπορούσαν να χωρέσουν μέσα και τριάντα καρβέλια ψωμί, τα οποία μπορεί να έψεναν μαζί δύο και τρείς νοικοκυρές. Στους μικρούς, τα ξύλα και η φωτιά ανάβονταν στο δάπεδο του φούρνου, και μετά καθαρίζονταν με τα συδαύλια, κάτι μακριά σίδερα, από τα στεφάνια των βαενιών, με ελαφρύ Γάμα στην κορυφή, με τα οποία τραβούσαν έξω τα κάρβουνα και την στάχτη καθαρίζοντας, σε αρχικό στάδιο, το δάπεδο, για να ακολουθήσει το πάνιασμα του φούρνου, με ένα μεγάλο βρεγμένο πανί δεμένο σε ένα μακρύ ξύλο, τον λούρο, το οποίο, η φουρνάρισσα, κινούσε σβουρλίγκα μέσα στον φούρνο, προκειμένου να καθαρισθεί ολοκληρωτικά από στάχτες, κάρβουνα και να τοποθετηθεί το ψωμί για ψήσιμο. Στους Μ(ι)τζίτικους, η φωτιά έμπαινε, συνήθως, κάτω από το δάπεδο του φούρνου σε έναν μακρόστενο διάδρομο και ακριβώς, στο μέσον του φούρνου, υπήρχε μια μεγάλη τρύπα-χοάνη, το γκελεχάνι, μέσω της οποίας ανέβαινε πάνω η φλόγα και διαχέονταν σε ολόκληρο τον φούρνο, πυρώνοντας τις πλάκες του δαπέδου και γενικά το εσωτερικό του, προκειμένου να τοποθετηθεί εκεί το ψωμί, για ψήσιμο, οπότε, ευνόητο είναι, πως, δεν απαιτούνταν οι ανωτέρω εργασίες καθαρίσματος, που περιγράψαμε, αφού οι πλάκες δεν είχαν καμία επαφή με κάρβουνα και στάχτες, αλλά ήταν καθαρές.
Η φουρνάρισσα ήταν υποχρεωμένη να κάνει τρείς και τέσσερεις Ψησές, την ημέρα, δηλαδή να ανάψει το φούρνο και να κάνει ακριβώς την ίδια δουλειά τόσες φορές, όσες γυναίκες είχαν προγραμματιστεί να ψήσουν ψωμί. <<Ξωθιός, ξτιανή μ’ , πως δύνεσ’ έτσ’>>, ήταν τα γνωστά επιδοκιμαστικά επιφωνήματα προς την ηρωίδα φουρνάρισσα, που έλιωνε, μέσα στην πύρη και την φωτιά του φούρνου. Η φουρνάρισσα, κάποιες φορές, διέθετε και κόρνο! Επρόκειτο για την γνωστή μπουρού των καραβιών, δηλαδή ένα τεράστιο κοχύλι, το οποίο φυσούσε δυνατά η φουρνάρισσα και έβγαζε τον χαρακτηριστικό ήχο που ακούγονταν σε όλο το χωριό, σημάδι ειδοποίησης στις πρώτες νοικοκυρές, που ήταν η σειρά τους να ψήσουν αμπονόρα-αμπονόρα το ψωμί τους. Αφού τελείωνε αυτή την διαδικασία του ψησίματος, τότε, έπαιρνε το άλογο και έφευγε στα κτήματα και στους λόγγους, προκειμένου να ποτάξει τα ξύλα, για τα ψησίματα της επόμενης μέρας. Φόρτωνε το άλογο με έξι μεριές, ξύλα, όπου η μεριά ήταν το συμπιεσμένο δεμάτι των ξύλων, επέστρεφε στο σπίτι και ετοιμάζονταν για τον τραχύ αγώνα της επόμενης μέρας, ώστε να πάρει, από κάθε ψησιά, ένα καρβέλι, σαν ξάϊ, για να αναστήσει την οικογένειά της και τα παιδιά της.
Και οι δύο αυτές μορφές φούρνων δεν ήταν εκτεθειμένες, τις περισσότερες φορές, στο κρύο, τον ήλιο και την βροχή, αλλά στεγάζονταν σε ειδικά υπόστεγα, η κατασκευή των οποίων γίνονταν με διάφορα υλικά. Εκείνο το υλικό που ήταν σταθερό ήταν μόνο τα κεραμίδια στην σκεπή του υπόστεγου, ενώ περιμετρικά, οι τέσσερεις τοίχοι, γίνονταν, είτε με πέτρα, κατασκευή αρκετά κοστοβόρα, για τους αιώνες που αναφερόμαστε, ή χρησιμοποιούσαν , κυρίως, μια απλή κατασκευή, με υλικά το ξύλο, τις σμυρτιές και τα σπάρτα, ως εξής: Στέριωναν την σκεπή, πολύ καλά, σε τέσσερεις χοντρές ξύλινες κολώνες, αντίστοιχα στις τέσσερεις γωνίες του υπόστεγου. Πάνω σ’ αυτές τις κολώνες κάρφωναν οριζόντια και από τις δύο όψεις, ανά διαστήματα, καλάμια, ή μακρόστενες σανίδες, κάτι σαν τα σημερινά καδρόνια. Το εσωτερικό κενό, που δημιουργούνταν απ’ αυτή την αρχική ξυλοκατασκευή, το γέμιζαν με ένα πυκνό μείγμα από σπάρτα και σμυρτιές, με αποτέλεσμα να δημιουργείται ένας συμπαγής τοίχος, που προστάτευε τον φούρνο και την φουρνάρισσα από κάθε καιρικό φαινόμενο. Αυτή η φθηνή κατασκευή είχε το πλεονέκτημα, ότι, ανά πάσα στιγμή, μπορούσαν να αντικατασταθούν, ή να αναπληρωθούν τα σπάρτα και οι σμυρτιές, όταν φθείρονταν, από την πολυκαιρία.
ΦΟΥΡΝΑΡΙΣΣΑ ΛΕΥΚΑΔΙΤΙΣΣΑ ΓΙΑ ΤΟ ΤΙΜΙΟ ΨΩΜΙ!
Ένας φούρνος μικρός, ένα φαμελιάρικο γιορτάσι! Μια τεράστια κυψέλη, που μέσα της σωκλείνει την ζωή μεστωμένη στο μαύρο ψωμί της αξιοσύνης, μύρα ποτίζει τον γρανιτένιο αγκαθό της πλησμονής!
Ένας φούρνος λιτός κι απέριττο εικονοστάσι! Με Κάμινο της Βαβυλώνας να φωτά στο ταπεινό το καταπόρι, που δεν ανθεί παρά η προκοπή, που δεν διαβαίνουν παρά τα βήματα της φουρνάρισσας και μάνας, για το έρμο το ψωμί της φαμελιάς… Να μεστώσει σαν στάχυα τα κορμιά, να λαμπαδιάσει σαν ήλιος την ψυχή, πρόσφορο και λειτουργιά να γίνει στα τίμια χέρια σου κορμολιώστρα ξωμαχιά! Ένα μικρό χωριάτικο μαγνάδι! Ένας Βεζούβιος που στις πλαγιές του δεν ξερνά παρά ζωές!
Συνάξαμε πηλό απ’ τ’ αγροτόπια και κεραμίδια απ’ τις σπασμένες προσευχές… Στήσαμε το σκαρί του όμοιο πολεμίστρα και γιγαντέψαμε μέσα του όλες τις λεβέντικες πνοές! Το φτυάρι, το συδαύλι και το χεροπάνι, να λιώσουμε την καύτρα της φωτιάς, τ’ άγιο ψωμί της ανοιξιάτικης πορείας, νάμα να γίνει, να βουλιάζει στις καρδιές! Μες στην ζωή όλοι στην φωτιά θα μετρηθούμε, όλοι θα τρέξουμε της καύτρας να μοιράσουμε το βιός…
Κάποτε θα λιώσουν οι πνοές μας μες στις φλόγες, κι ο ουρανός το ξάϊ του θα πάρει, τ’ άπλερα φτερά μας αν θελήσει να κάνει προσευχές, την ήττα μας θα δούμε οδαλίσκη, στου σαρκοβόρου χρόνου τα πόδια ικετευτές! Μα τούτη η ξωμάχισσα φουρνάρισσα και μάνα ποτέ δεν θα κιοτέψει στίς πνίχτρες απειλητικές κραυγές, ποτέ δε θα λυγίσει στα φρυάγματά σου πανδαμάτορα και ολετήρα χρόνε
Λιοντάρισσα και λύκαινα αντάμα τους σκύμνους θα υψώσει στις φωτιές! Μίγμα λαυρό να βγουν κι αστροπελέκι, στη στράτα σου ζωή πανώριοι θηρευτές… Είναι η ράτσα της ατσαλοσύνης, είν’ το καλούπι που βγάζει μόνο καστριτές, είναι ο εκατόσκαλος βατήρας, που μέχρις ουρανού παγαίνει τις καρδιές και χτίζει και πυργώνει κι ομορφαίνει του Διγενή τα μπράτσα με κορφές!
Είσαι η Λευκαδίτισσα φουρνάρισσα και Ρήγισσα και Μάνα! Σου πρέπει ευγνωμοσύνη καλή μας Μάνα και Μητέρα Μπουμπουλίνα, για όσα μας ναυλόχησες της προκοπής και της φωτιάς ψωμιά, για όσα άμετρα και άχραντα προζύμια, θυμίαμα μας έστρωσες στους δρόμους, μ’ αυτή την άδολη και θυσιαστική λατρεία! Τόσο απαλά γνωρίζεις στα ανοιχτόχερά σου να κρατάς!
Μα… Ξεμάκρυναν και κόντυναν οι δικές μας μνήμες τροχήλατες ρομβίες στου χρόνου τις αδρές γραμμές, στου ευδαιμονισμού τις στράτες γυμνασμένες, όπως μακραίνει η λαφίνα απ’ το νερό της βρύσης, σα θα γροικήσει τ’ ανάδεμα του λύκου το κρυφό… Πέταξαν όλα τα καλούδια σου με μιας στον ουρανό της λήθης… Μα η δική σου η αιώνια φροντίδα θα ξωμένει και φάρος και σηματωρός και προσευχή…
Είσαι η μνήμη της φωτιάς, της πυροσύνης, που στα επέκεινα ποτέ σου δεν στερεύεις, όσα κοντόσκαλα του Άδη κι αν διαβείς… Πάντα θα καίει εκεί ψηλά τούτη η λαμπάδα, π’ άναψες φουρνάρισσα και Μάνα στις καρδιές! Αιώνια, αναμεσά μας μαρμαρωμένη βασίλισσα θε να πλανιέσαι, γιατί ποτέ δεν ζήτησες αντίδωρο κι ευχαριστίες, πάρεξ το δόσιμο λογάριαζες θεό…
Θ. ΓΕΩΡΓΑΚΗΣ
Ο συγγραφέας
Θοδωρής Γεωργάκης
Λευκάδα 2018
Μπορείτε να βρείτε όλα τα αποσπάσματα του βιβλίου που έχουμε δημοσιεύσει εδώ