Το βιβλίο “Τα που θυμάμαι μολογώ”: Σεργιάνι στη Λευκάδα του χθες του Θοδωρή Γεωργάκη διατίθεται απ’ τις Εκδόσεις ΟΣΤΡΙΑ, Χέϋδεν και Μαυροματαίων στο Πεδίον του Άρεως, απ’ τα μεγάλα βιβλιοπωλεία. Μπορείτε να παραγγείλετε το βιβλίο απ’ τις εκδόσεις ηλεκτρονικά ΕΔΩ και ΕΔΩ, ή τηλεφωνικά στο Τηλ. 211 2136882. Διατίθεται επίσης στα περιφερειακά βιβλιοπωλεία.

ΤΑ ΛΙΟΣΤΑΣΙΑ, ΟΙ ΛΟΥΡΟΙ ΚΑΙ ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΟΥ ΛΑΔΙΟΥ.
Η καλλιέργεια της ελιάς, φαίνεται πως εφαρμόσθηκε στο νησί της Λευκάδος, συστηματικά, τουλάχιστον, από το 1684 και εφεξής, όταν οι Ενετοί εκδίωξαν τους Τούρκους και προσπάθησαν να οργανώσουν την γεωργική παραγωγή του νησιού, με ελιές και αμπέλια. Μάλιστα είχαν θεσπίσει και επιδότηση, με ένα Τσεκίνι, νόμισμα των Ενετών, για το κάθε νεοφυτευόμενο δένδρο ελιάς. Τότε δημιουργήθηκε και ο περίφημος ελαιώνας του κάμπου της Λευκάδος, αλλά και οι ελαιώνες, τα λιοστάσια, στα χωριά του νησιού. Η δημιουργία των λιοστασιών γίνονταν με επιμέλεια και ιδιαίτερη προσοχή, ώστε να υπάρχει συγκεκριμένη απόσταση μεταξύ των λιόδενδρων, να ομαλοποιείται ο χώρος πέριξ του κάθε δένδρου, να δημιουργούνται λιθιές, σε πλαγερά εδάφη, προκειμένου να κατακρατείται το χώμα, από τα νερά της βροχής, να υπάρχει η δυνατότητα να μπαίνει μέσα το ζευγάρι με τα άλογα, ή τα βόδια, να οργώσουν την γη. Όταν, οι χωρικοί, ήταν αναγκασμένοι να φυτεύουν ελιές και σε μικρότερους δύσβατους χώρους, τα λεγόμενα τσοπόρια, τότε αναγκάζονταν να καλλιεργούν τα δένδρα με το τσαπί. Η κατασκευή των λιθιών, αυτών που σήμερα αποκαλούμε αναβαθμίδες, ήταν σκληρή και κουραστική δουλειά, αφού οι χωρικοί ήταν αναγκασμένοι να συγκεντρώνουν την πέτρα από μακρινές αποστάσεις, να την κουβαλούν με την ζευγέρα, αλλά και οι γυναίκες στο κεφάλι και να την τοποθετούν με τέτοιο τεχνικά τρόπο, ώστε να διαρκούν δεκαετίες ολόκληρες, είτε σαν μονή λιθιά, είτε σαν διπλολίθι, οπότε, σε αυτή την περίπτωση, απαιτούνταν διπλάσια ποσότητα πέτρας.
Μεταπολεμικά, ιδίως κατά την δεκαετία του 1960, επιχειρήθηκε μια μορφή <<εμπορικού αναδασμού>>, σε ότι αφορά τα λιοστάσια του Κάμπου της Χώρας, της Απόλπαινας, του Κούλμου, της περιοχής της Κατούνας, του Παλιού χωριού των Καρυωτών, της Βράχας και της Ακόνης. Πάρα πολλά λιοστάσια παλιών νοικοκυραίων κτηματιών, όπως του Σκιαδαρέση, του Μαχαιρά, του Σταματελόπουλου, του Παπαδάτου, αλλά και ιδιοκτησίες ξενητευθέντων Λευκαδίων, μετά τις τραυματικές μετεμφυλιακές εμπειρίες, πέρασαν στα χέρια φτωχών χωρικών του νησιού, με την δανειοδότηση από την Αγροτική Τράπεζα, με σχετικά χαμηλό επιτόκιο και μεγάλη διάρκεια αποπληρωμής, στοιχεία που ευνόησαν την διασπορά αυτών των λιοστασιών, σε χέρια πρωτογενών παραγωγών, με αποτέλεσμα να μη λογγόσουν, αλλά και να αυξηθεί το εισόδημα ακτημόνων αγροτών. Άρχισε, με αυτόν τον τρόπο, η διασπορά των λιοστασιών και η παραγωγή μεγάλων ποσοτήτων λαδιού, το οποίο ανάστησε στην κυριολεξία το νησί, σε εποχές δύσκολες, αφού η τοπική οικονομία στηρίχθηκε, σχεδόν, αποκλειστικά στο λάδι. Αρκούσε να <<κυλήσει ένα βαρέλι λάδι στην Χώρα>>, όπως έλεγαν χαρακτηριστικά, ο Λευκαδίτης, για να παντρέψει το παιδί του, ή να κτίσει καινούργιο σπίτι! Η αύξηση των λιόδενδρων γίνονταν και με το μπόλιασμα, το οποίο αποκαλούσαν κέντρωμα, οι Λευκαδίτες ξωμάχοι, κατά το οποίο, οι άγριες ελιές, οι ονομαζόμενες αγριλίδες, οι οποίες φύτρωναν σε ακατάστατα σημεία στα χωράφια, κεντρώνονταν με μόσχευμα, από ήμερη ελιά, ανάλογα με ποιά ποικιλία επιθυμούσε ο γεωργός. Το κέντρωμα γίνονταν αρχές του Φλεβάρη, ώστε να είναι έτοιμο το κεντρωμένο σημείο να βλαστήσει την Άνοιξη. Χάραζαν στον κορμό της αγριλίδας ένα σχήμα Τάφ, σήκωναν την φλούδα και έβαζαν μέσα το μόσχευμα, μάτι το ονόμαζαν, της ήμερης ελιάς. Ακολούθως, έδεναν την τομή σφιχτά με χορτάρινο σπάγκο και περίμεναν την βλάστηση του μοσχεύματος την Άνοιξη, όταν έλυναν τον σπάγκο. Αν το κέντρωμα έπιανε, τότε, τον επόμενο χρόνο, όταν θα είχε αναπτυχθεί καλά ο ήμερος βλαστός, αφαιρούσαν όλα τα άλλα κλωνάρια της αγριλίδας, αφού, πάνω της, θα αναπτύσσονταν, πλέον, η ήμερη ελιά. Η μέτρηση των λιοστασιών δεν γίνονταν με τα στρέμματα, ή με τον αριθμό των δένδρων, αλλά, οι Λευκαδίτες χωρικοί, χρησιμοποιούσαν το Κιλό, σαν μέτρηση των λιοστασιών. Το κιλό δεν έχει καμία σχέση με την γνωστή σημερινή μονάδα βάρους, αλλά με τον όγκο των λιόδενδρων. Υπήρχαν ειδικοί εκτιμητές, σε κάθε χωριό, οι οποίοι, με επιτόπια μέτρηση, στο λιοστάσι, αποφαίνονταν, χαρακτηριστικά: <<Tόσα κιλά κλαρί>>, εννοώντας όγκο λιόδενδρων και, λογικά, δυνατότητα παραγωγής λιόκαρπου. Με αυτά τα κιλά γίνονταν οι αγοραπωλησίες των λιοστασιών, αλλά και αυτά τα κιλά περιελάμβαναν τα περίφημα Λευκαδίτικα Προικοσύμφωνα, αφού, κάθε πατέρας, προίκιζε την κόρη του με ελιές.
Οι ποικιλίες των ελιών, που υπάρχουν ακόμη και σήμερα στο νησί, ήταν πέντε: οι ασπρολιές, οι μαυρολιές, οι σκατζολιές, που σε ορισμένα χωριά τις λένε και Πρεβεζάνικες, προφανώς με προέλευση από την Πρέβεζα, οι πλεξιδολιές και οι χοντρολιές, οι οποίες χρησίμευαν, μόνο, για να γίνονται παστές, ή ξυδάτες, οι περίφημες κολυμπάδες και τις οποίες τοποθετούσαν μέσα στην καπάσα, πήλινο μικρό πιθάρι, στον χώρο του κατωγιού. Αυτή η διαδικασία των χοντρολιών, ήταν κανόνας, σε κάθε Λευκαδίτικο σπίτι, αφού, οι ελιές, μαζί με το τυρί, τις αρμυροσαρδέλες, μερικές τηγανητές μαρίδες και ένα ξεροκόμματο ψωμί, ήταν η τροφή του ξωμάχου, την οποία τοποθετούσε μέσα στο σακούλι του, για να είναι το μεσημεριανό του γεύμα στο ξεμόνιο. Αλλά, οι χοντρολιές στην καπάσα του κατωγιού, δεν αποτελούσε μόνο το προσφάγι στο γεύμα του Λευκαδίτη γεωργού, ήταν απαραίτητες για τις νηστείες των Χριστουγέννων και της Μεγάλης Τεσσαρακοστής του Πάσχα, νηστείες, που ευλαβούνταν και τηρούσαν με μεγάλη επιμέλεια.
Το μάζεμα του λιόκαρπου ξεκινούσε αρχές του Νοέμβρη. Τότε, πολλές φορές, οι χωρικοί έφευγαν στα ξεμόνια, δηλαδή μετακόμιζαν, ουσιαστικά, για δύο τρείς μήνες, όσο χρόνο απαιτούσε το μάζεμα του λιόκαρπου, μετακόμιζαν σε αχυροκαλύβες, που είχαν δημιουργήσει στα κτήματα, όταν αυτά ήταν μακριά από το χωριό, αρκετές ώρες δρόμος, οπότε ήταν αδύνατη η καθημερινή μετάβαση και επιστροφή στο χωριό, αφού αναφερόμαστε σε χρόνους, που δεν υπήρχαν οι σημερινοί δρόμοι, αλλά δύσβατα και κακοτράχαλα μονοπάτια, τα οποία μετατρέπονταν σε μικρούς χείμαρρους τον χειμώνα. Επέστρεφαν στο χωριό το Σαββατοκύριακο, για να δουν τα παιδιά τους, τα οποία έμεναν με τον παπούλη και την βαβά στο σπίτι, για να πάνε στην εκκλησία να λειτουργηθούν, αλλά και να κάνουν τον απαραίτητο εφοδιασμό, κυρίως σε καρβέλια ψωμιού. Επειδή τα λιόδενδρα ήταν ιδιαίτερα ψηλά, ο καρπός μαζεύονταν με το τίναγμα, δηλαδή οι γεωργοί, ανέβαιναν πάνω στα δένδρα και με τον λούρο, σε κάποια χωριά τον λένε αγκλιδέρα, ράβδιζαν τα κλαριά, προκειμένου να πέσει πάνω στα λιόπανα ο καρπός. Μετά το τίναγμα και την συγκέντρωση του λιόκαρπου στις καναβάτσες, ήταν τα πανιά ελαιοσυλλογής, πριν τα σημερινά δίχτυα, το απόγευμα, γίνονταν η διαλογή του λιόκαρπου, από τα φύλλα, με το ανέμισμα. Τοποθετούσαν τα λιόπανα και πετούσαν με την χούφτα τις ελιές μακριά, σε απόσταση τεσσάρων-πέντε μέτρων, διαδικασία, κατά την οποία, ο λιόκαρπος πήγαινε στο τέρμα αυτής της απόστασης και τα φύλλα, σαν ελαφρύτερα, έπεφταν μπροστά στον γεωργό. Έβαζαν, ακολούθως, τον λιόκαρπο σε σακέρες, τον φόρτωναν στα άλογα και τον μετέφεραν στο σπίτι, όπου τον τοποθετούσαν, κυρίως, μέσα στη μεγάλη κάδη, την οποία χρησιμοποιούσαν για το πάτημα των σταφυλιών και το μάζεμα του μούστου, ή σε σωρούς, μέσα στο κατώγι, ώστε να συγκεντρωθεί μεγάλη ποσότητα λιόκαρπου και να τις πάνε στο λιτροβιό.
Ο λούρος, ήταν ένα λεπτό ραβδί τριών-τεσσάρων μέτρων, το οποίο προέρχονταν μόνο από κυπαρίσσι. Επέλεγαν οι χωρικοί ειδικά ψηλά και λεπτά κυπαρίσσια, τα αρσενικά, όπως τα αποκαλούσαν, τα οποία ξεφλούδιζαν, έκαναν λεία την επιφάνειά τους, με το κλαδευτήρι, ένα αμφίστομο κοπτικό εργαλείο, για τις μικροδουλειές του γεωργού, το οποίο, μάλιστα, οι γεωργοί, το τοποθετούσαν στο πίσω μέρος του ζωναριού τους, στην παλιά Λευκαδίτικη φορεσιά, ή στις σημερινές δερμάτινες ζώνες. Αυτό το επεξεργασμένο κυπαρίσσι, το κρέμαγαν από την κορυφή ενός δένδρου, ενώ στο τέλος του έδεναν μια βαριά πέτρα, προκειμένου να αποκτήσει ευθεία γραμμή. Όταν οι ποσότητες του λιόκαρπου ήταν μεγάλες, τότε τις πήγαιναν στο λιτροβιό. Τα λάδι, το οποίο παράγονταν, από τον λιόκαρπο, το τοποθετούσαν σε κτιστές μικρές δεξαμενές, με μικρό στόμιο στην κορυφή, τις ονομαζόμενες <<πύλες λαδιού>>, οι οποίες ήταν κτισμένες μέσα στο κατώγι, αλλά, μερικές φορές και έξω στην αυλή του σπιτιού, κάτι που συνέβαινε, κυρίως, στα μοναστήρια. Αυτές τις πύλες, πριν την αποθήκευση του νέου λαδιού, τις καθάριζαν επιμελώς, ενώ τα κατάλοιπα του λαδιού, τα οποία ονόμαζαν μούργα, τα χρησιμοποιούσαν, κυρίως, στην κατασκευή σαπουνιού, όταν τα έβραζαν ανακατεμένα με ποτάσα.

Λευκαδίτισσα! Mαζεύοντας ελιές! Στον βοριά παραδομένη! Μια μία τις πολύτιμες ελιές στον ντορβά, για το λάδι της φαμελιάς, για το λάδι στο εμπόριο, να ζήσει η οικογένεια και να παντρέψουν και τα κορίτσια!

Πηγαδισάνοι Λευκάδος! Αχ και να σας μολόγαγα πόσες ελιές έχω μαζέψει στη ζωή μου… (Φωτο ΞΕΝΟΦΩΝ ΜΙΚΡΩΝΗΣ).

Πινακοχώρι Λευκάδος! Αναμνηστική φωτογραφία μπροστά στην ελίτσα!
Ο συγγραφέας
Θοδωρής Γεωργάκης
Λευκάδα 2018
Μπορείτε να βρείτε όλα τα αποσπάσματα του βιβλίου που έχουμε δημοσιεύσει εδώ