Το βιβλίο “Τα που θυμάμαι μολογώ”: Σεργιάνι στη Λευκάδα του χθες του Θοδωρή Γεωργάκη διατίθεται απ’ τις Εκδόσεις ΟΣΤΡΙΑ, Χέϋδεν και Μαυροματαίων στο Πεδίον του Άρεως, απ’ τα μεγάλα βιβλιοπωλεία. Μπορείτε να παραγγείλετε το βιβλίο απ’ τις εκδόσεις ηλεκτρονικά ΕΔΩ και ΕΔΩ, ή τηλεφωνικά στο Τηλ. 211 2136882. Διατίθεται επίσης στα περιφερειακά βιβλιοπωλεία.
Τα χαλκώματα, ήταν τα χάλκινα οικιακά σκεύη τα οποία χρησιμοποιούαν στην κουζίνα, κυρίως, και στις διάφορες δουλειές του σπιτιού. H τσέτζερη, την οποία χρησιμοποιούσαν για να μεταφέρουν νερό από αποστάσεις, ή να βάψουν μέσα ρούχα, ή για να φτιάξουν μέσα την λαδόπιτα την πρωτοχρονιά, το μπακράτσι ένα μικρό χάλκινο σκεύος για δουλειές της κουζίνας μέσα στο οποίο άρμεγαν τις κατσίκες και τις προβατίνες του σπιτιού, η π(ι)νιάτα, μέσα στην οποία μαγείρευαν το φαγητό της οικογένειας, τα ταψιά, σε διαφορετικό μέγεθος, τα οποία χρησίμευαν στην κατασκευή της λαδόπιτας, της λαχανόπιτας, της κλούρας της Απόκριας και της κολοκυθόπιτας, το τσουκάλι, μέσα στο οποίο τοποθετούσαν το κρασί, τα κουτάλια και τα πιρούνια.
Όλα τα ανωτέρω σκεύη είχαν ένα χαρακτηριστικό, ήταν χάλκινα και, κατά καιρούς, έπρεπε να τα καλαγλίσει, δηλαδή να τα κασσιτερώσει, ο καλατζής, ο γανωτής, δίνοντάς τους την ασημένια εκείνη μορφή, η οποία αφαιρούσε την γιομάρα, όπως έλεγαν τους λεκέδες, από την πολυχρησία, για να προστελέξουν για πολλά χρόνια. Καλατζήδες υπήρχαν ελάχιστοι στα χωρά της Λευκάδος, γι’ αυτό η εμβέλειά τους κάλυπτε πολλά χωριά μαζί. Στα Μπροστινά χωριά, αφού ο ορεινός όγκος των Σταυρωτών, με την εγκάρσια φορά του, χωρίζει τα χωριά του νησιού σε Μπροστινά και Πίσω χωριά, διαχωρισμό που μνημονεύει και ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης στον <<Φωτεινό>>, υπήρχε ο Τάσος ο Καλατζής από το Πινακοχώρι, που κάλυπτε τα χωριά της Εγκλουβής, Βαυκερής, Πλατυστόμων, Αλεξάνδρου, Καρυάς, Πηγαδισάνων και Σφακιωτών, τον οποίο, σαν συγγενή μου, παρακολουθούσα και βοηθούσα άπειρες φορές στην δουλειά του. Ειδικότερα για τα κουτάλια και τα πιρούνια, ο καλατζής, είχε την λεγόμενη βούτα, μια μεταλλική κατασκευή με φωτιά από κάτω και ένα μεταλλικό έλασμα πάνω, το οποίο είχε στην μέση μια βαθειά χοάνη, μέσα στην οποία έλιωνε το καλάγλι, κασσίτερος σε ράβδους, από τήν φωτιά και βουτούσε, με μια τσιμπίδα, μέσα το κουτάλι ή το πιρούνι και έπαιρνε το ασημένιο χρώμα. Για τα υπόλοιπα χαλκώματα ακολουθούσε διαφορετική τακτική. Τα έκαιγε αρκετά στην φωτιά, που είχε στο κέντρο του καλατζίτικου, τα περνούσε μετά με το λυσσατύρι, μια άσπρη καυτερή και καθαρτική σκόνη, επιστημονικά ονομάζεται χλωριούχο αμώνιο, εν συνεχεία, τα ξέπλενε με σπίρτο του άλατος, το γνωστό υδροχλωρικό οξύ, τα έβαζε εκ νέου στην φωτιά και, όπως ήταν πυρωμένα και καμένα, πέταγε μέσα ένα κομμάτι καλάγλι, το οποίο διαλύονταν, οπότε με ένα μπαμπάκι οδηγούσε το διάλυμα σε όλα τα τοιχώματα του σκεύους.
Πριν το τελικό καλάγλισμα, αν το λυσσατύρι δεν καθάριζε καλά τους λεκέδες και την γιομάρα των χαλκωμάτων, τότε, ο καλατζής, έτριβε εσωτερικά το χάλκωμα με άγριο άμμο, τον οποίο περιέστρεφε κυκλικά μέσα στο σκεύος με την βοήθεια ενός κομματιού από τομάρι λαγού ή κουνελιού. Τον άγριο άμμο προμηθεύονταν από τις λόμπες των λαγκαδιών. Ειδικότερα, ο καλατζής, είχε αυξημένη δουλειά και υποχρεώσεις τις παραμονές των Χριστουγέννων και του Πάσχα, αλλά και στα πανηγύρια των χωριών του νησιού, όταν οι νοικοκυρές έπρεπε να έχουν καλαγλισμένα όλα τα χαλκώματα, αφού θα έρχονταν στο σπίτι οι πανηγυριώτες, δηλαδή οι συγγενείς της οικογένειας από άλλα χωριά και έπρεπε, το φτωχό νοικοκυριό να απαστράπτει. Τότε, ο καλατζής, αναγκάζονταν να μένει, για κάποιες μέρες, στο χωριό εκείνο που θα γιόρταζε, προκειμένου, εκ περιτροπής, όλοι οι χωρικοί να καλαγλίσουν τα σκεύη τους, η δε πληρωμή του, ενίοτε, γίνονταν με όσπρια, ή με κότες! Ενθυμούμαι, χαρακτηριστικά, ότι, την δεκαετία του 1960, με είχε πάρει μαζί του ο θείος ο Τάσος ο Καλατζής, για δέκα μέρες στα Χορτάτα, για να καλαγλίσει τα χαλκώματα του χωριού, εν όψει του μεγάλου πανηγυριού, που γίνονταν στα Χορτάτα, 23 Αυγούστου, στο Ενιάημερο της Παναγίας.
Ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να γίνει στο καβουρδιστήρι του καφέ και για την κατασκευή του, όχι με τους σπόρους του σημερινού καφέ, αλλά με ρεβίθια, σιτάρι και κριθάρι! Το καβουρδιστήρι, ένα τσίγκινο στρογγυλό δοχείο, το διαπερνούσε εσωτερικά, στο κέντρο, ένα μακρύ σίδερο, η μία άκρη του οποίου πατούσε σταθερά πάνω στον τοίχο της γωνιάς και την άλλη άκρη κρατούσε ο χειριστής. Τοποθετούσαν μέσα στο καβουρδιστήρι τα ρεβίθια, το σιτάρι, ή το κριθάρι, μερικές, δε, φορές τριμμένο γαρύφαλλο, προκειμένου να έχει ευχάριστη μυρωδιά και περιέστρεφαν το καβουρδιστήρι πάνω από την φωτιά, όπου ψήνονταν σε τέτοιο σημείο, ώστε να τρίβονται, κατόπιν, μέσα στο μικρό ξύλινο γουδί, το χαβάνι. Τα ψημένα ρεβίθια, το σιτάρι, ή το κριθάρι, όπως ήταν σε μορφή σκόνης και σκούρου καφέ χρώματος, π(ι)θωμένα μέσα σε πήλινα βαζάκια, αποτελούσαν τον συνηθισμένο καφέ των χωρικών μας! Μάλιστα, όταν ο καφές παρασκευάζονταν μόνο απ’ τους κόκους του καφέ, που ήταν δυσεύρετος αυτά τα χρόνια, τότε τον έλεγαν <<αθώο καφέ>>, δηλαδή, καφές χωρίς τις παραπάνω προσμίξεις άλλων υλικών!
Ο συγγραφέας
Θοδωρής Γεωργάκης
Λευκάδα 2018
Μπορείτε να βρείτε όλα τα αποσπάσματα του βιβλίου που έχουμε δημοσιεύσει εδώ