Το βιβλίο “Τα που θυμάμαι μολογώ”: Σεργιάνι στη Λευκάδα του χθες του Θοδωρή Γεωργάκη διατίθεται απ’ τις Εκδόσεις ΟΣΤΡΙΑ, Χέϋδεν και Μαυροματαίων στο Πεδίον του Άρεως, απ’ τα μεγάλα βιβλιοπωλεία. Μπορείτε να παραγγείλετε το βιβλίο απ’ τις εκδόσεις ηλεκτρονικά ΕΔΩ και ΕΔΩ, ή τηλεφωνικά στο Τηλ. 211 2136882. Διατίθεται επίσης στα περιφερειακά βιβλιοπωλεία.

Μετά το κτίσιμο του σπιτιού, από τα πρώτα μελήματα των χωρικών, ήταν τα κρεβάτια. Λιτά και απέριττα, είχαν σαν υλικό κατασκευής το ξύλο. Δημιουργούσαν πρώτα τα δύο καβαλέτα, το κάθε καβαλέτο αποτελούνταν από δύο ξύλινα τρίγωνα, ύψους ενός μέτρου, άρα αυτό ήταν το ύψος του κρεβατιού, συνδεδεμένα-καρφωμένα με ένα επίμηκες χοντρό ξύλο, περίπου δύο μέτρων, ή στο επιθυμητό πλάτος του κρεβατιού, να ενώνει τα δύο τρίγωνα στην κορυφή. Τοποθετούνταν, κατόπιν, τα δύο καβαλέτα σε απόσταση, στο επιθυμητό μήκος του κρεβατιού, και πάνω στα δύο αντικρινά καβαλέτα πατούσαν πλατιές σανίδες, οι τάβλες.
Αυτός ήταν ο σκελετός του κρεβατιού. Πάνω, αντί για τα σημερινά στρώματα, χρησιμοποιούσαν τα παγερίτσα, τα οποία ήταν χοντρό ύφασμα, ενίοτε και από σακέρα, για να είναι ανθεκτικό, πλάτους και μήκους όσο οι ανωτέρω διαστάσεις του κρεβατιού, το εσωτερικό του οποίου παγερίτσου γέμιζαν με μαλλιά προβάτου, ή με το στέλεχος από ξερή βρώμη, την αποκαλούμενη βρωμίστρα, ή έβαζαν το περίβλημα, που καλύπτει τον καρπό του καλαμποκιού, που αποκαλούσαν ροκόφυλλο. Αυτά τα υλικά, σε μεγάλες ποσότητες και απλωμένα ομοιόμορφα, μέσα στο παγερίτσο, δημιουργούσαν τα στρώματα των Λευκαδίων χωρικών. Μάλιστα, όταν ήταν αναγκασμένοι να μένουν στο ξεμόνιο, δηλαδή σε καλύβες στα κτήματα, τότε, στα πρόχειρα κρεβάτια, που έφτιαχναν, χρησιμοποιούσαν, μια ειδική κατασκευή, όπου, πάνω σε τέσσερεις ξύλινες κολώνες, άπλωναν μικρά κυπαρίσσια, αντί για τις τάβλες και πάνω τοποθετούσαν, αρχικά, πολλά σπάρτα, ενώ, πάνω από τα σπάρτα, έβαζαν ένα παχύ στρώμα από φτέρες, ένα φυτό ιδιαίτερα μαλακό και ανακουφιστικό στον ύπνο.Τα κρεβάτια του σπιτιού δεν ήταν ποτέ στο μέσον του δωματίου, όπως σήμερα, αλλά ακουμπούσαν στους δύο τεμνόμενους τοίχους, στην γωνία του δωματίου, στους οποίους δύο τοίχους , οι νοικοκυρές, κάρφωναν την πάντα, δηλαδή ένα πλεκτό ή κεντητό υφασμάτινο επίμηκες δημιούργημα, το οποίο, φιλοτεχνημένο με κεντίδια και αυτοσχέδιες παραστάσεις, έδινε και ομορφιά στο υπνοδωμάτιο, αλλά και προστάτευε από την υγρασία του τοίχου. Περιμετρικά του κρεβατιού και στις δύο πλευρές, αφού οι άλλες δύο αναφέραμε ότι ακουμπούσαν στους τοίχους, άπλωναν, οι νοικοκυρές, τον γύρο, ένα άσπρο κεντημένο στο κάτω μέρος ύφασμα, το οποίο κάλυπτε το υπάρχον κενό μεταξύ δαπέδου και παγερίτσου. Αυτόν το γύρο, ενθυμούμαι χαρακτηριστικά, οι μητέρες μας, την 25η Μαρτίου, όταν παίζαμε στο Δημοτικό Σχολείο σκέτς ηρωικού περιεχομένου, τον έβγαζαν από το κρεβάτι και μας τον μετέτρεπαν σε φουστανέλα, σουφρώνοντας με λάστιχο το πάνω μέρος! Για κλινοσκεπάσματα, οι χωρικοί, χρησιμοποιούσαν μια μεγάλη γκάμα χοντροσκουτιών, τα οποία έφτιαχναν στον αργαλειό του σπιτιού, με πρωτεύουσα θέση να κατέχει το σάγιασμα, ένα πολύ βαρύ κλινοσκέπασμα, το οποίο κατασκευάζονταν, εξ ολοκλήρου, από μαλλί γίδινο, γι’ αυτό ήταν ιδιαίτερα άγριο στην αφή, αλλά και άριστο κλινοσκέπασμα για τον χειμώνα. Άλλα κλινοσκεπάσματα ήταν οι μαντανίες, τα απλάδια, οι κουρελούδες, τα βλαχοσκούτια, οι βελέτζες, και τα κυπαρισσένια. Τα σεντόνια ήταν και αυτά υφαντά στον αργαλειό, σε χρώμα πάντα λευκό, ενώ, στις άκρες, έφεραν τις περίφημες σπάθες, σχέδια που επινοούσαν οι υφάντρες, όπως, οι κδέλες και ο αρχαίος Μαίανδρος. Το καλοκαίρι, το κλινοσκέπασμα ήταν μόνο το λινοσέντονο, δηλαδή σεντόνι από λινάρι, υφασμένο στον αργαλειό και αυτό.



Ο συγγραφέας
Θοδωρής Γεωργάκης
Λευκάδα 2018
Μπορείτε να βρείτε όλα τα αποσπάσματα του βιβλίου που έχουμε δημοσιεύσει εδώ