Το βιβλίο “Τα που θυμάμαι μολογώ”: Σεργιάνι στη Λευκάδα του χθες του Θοδωρή Γεωργάκη διατίθεται απ’ τις Εκδόσεις ΟΣΤΡΙΑ, Χέϋδεν και Μαυροματαίων στο Πεδίον του Άρεως, απ’ τα μεγάλα βιβλιοπωλεία. Μπορείτε να παραγγείλετε το βιβλίο απ’ τις εκδόσεις ηλεκτρονικά ΕΔΩ και ΕΔΩ, ή τηλεφωνικά στο Τηλ. 211 2136882. Διατίθεται επίσης στα περιφερειακά βιβλιοπωλεία.

Ο ΚΑΤΟΙΚΑΣ, Ο ΜΠΛΟΚΟΣ, ΚΑΙ ΤΟ ΚΑΘΙΣΜΑ ΚΛΩΣΣΟΥΡΑΣ!
Το αχούρι χρησίμευε για την στέγαση των ζώων. Βρίσκονταν πάντα κοντά στο σπίτι, στον περίβολο της αυλής, όταν δεν στέγαζαν τα ζώα στο κατώγι. Ήταν κοντά στο σπίτι και για λόγους λειτουργικούς, αλλά και για λόγους ασφαλείας, από ζωοκλοπές. Η κατασκευή του ήταν πρόχειρη, με υλικά ευτελούς αξίας και χωρίς καμιά ιδιαίτερη αρχιτεκτονική, αρκεί να διασφάλιζε μόνο την διαβίωση των ζώων. Στο δάπεδο στρώνονταν πάντα άχυρα, προκειμένου να εξουδετερώνεται η υγρασία του εδάφους, το πυκνό στρώμα, δε, των άχυρων, αναμεμειγμένο με τα περιττώματα των ζώων, έδιναν στον Λευκαδίτη ξωμάχο την κοπριά, ένα φυσικό λίπασμα, το οποίο χρησιμοποιούσε σε όλες του τις γεωργικές εργασίες, στα αμπέλια, στις ελιές, στο φύτεμα της πατάτας, η οποία κοπριά, όπως έλεγαν, έπρεπε να είναι χωνεμένη, δηλαδή να έχει μπει το άχυρο στο στάδιο της σήψης, προκειμένου να γίνει ευκολότερη η διάλυσή της στις συνθήκες της ατμόσφαιρας και να ευεργετηθούν πιο γρήγορα τα φυτά από τις ευεργετικές και αυξητικές της ιδιότητες.
Δεσπόζουσα θέση, στο εσωτερικό του αχουριού, κατείχε ο μπλοκός, ο χώρος που ανήκε στο άλογο του σπιτιού. Κατά τους περασμένους αιώνες, όταν οι Λευκαδίτες ξωμάχοι χρησιμοποιούσαν και βοοειδή, κυρίως στο όργωμα, όπως αναφέρει, δε, ο ιστορικός Πάνος Ροντογιάννης, ήταν ονομαστά πανελληνίως τα κοιλάτα και τραχηλάτα βόδια της Αγίας Μαύρας, τότε, δημιουργούσαν αχούρια και στο ξεμόνιο, για τα βοοειδή, προκειμένου να τα σταβλίζουν εκεί, αφού προχωρούν πάρα πολύ αργά και οκνηρά και δεν μπορούσαν να τα πηγαινοφέρνουν στα κτήματα, τα οποία ήταν μακριά από τα χωριά. Ο μπλοκός ήταν ο αποθηκευτικός χώρος, στον οποίο τοποθετούσαν το άχυρο, που προέκυπτε από το αλώνισμα των δημητριακών και το οποίο κουβαλούσαν οι γυναίκες στο κεφάλι τους, μέσα σε μεγάλα σεντόνια δεμένα χιαστί, το σώρευαν μέσα στον μπλοκό, για να χρησιμεύσει για τροφή του αλόγου τον χειμώνα, αλλά και σαν… στρωσίδι στο δάπεδο του αχουριού. Eπίσης, τοποθετούσαν και τα τέκια του σανού στον μπλοκό. Τέκι ονόμαζαν έναν συμπαγή όγκο αποξηραμένου χόρτου, του σανού, σε σχήμα παραλληλόγραμμο, το οποίο δημιουργούνταν ως έξης: Tον Μάη μήνα, έκοβαν τα μεγάλα χορτάρια των χωραφιών, ή το σπαρμένο αγριοκόκι, ο σημερινός βίκος του εμπορίου. Το κόψιμο γίνονταν με την κοσά, λέξη που προέρχεται από το ρήμα κοσεύω, τρέχω, ένα κοφτερό εργαλείο, περίπου, σαν γιαταγάνι, το οποίο στερεώνονταν στην άκρη μακριού και λεπτού ξύλου, που χρησίμευε σαν λαβή χειρισμού.
Άπλωναν το κομμένο χορτάρι στον ήλιο, για να ξεραθεί καλά και ακολούθως το μάζευαν σε σωρούς και άρχιζαν το τέκιασμα. Η λέξη προέρχεται απ’την τούρκικη τέγκ, που σημαίνει συμπιέζω. Χρησιμοποιούσαν το τέκι, γι’ αυτό ονομάσθηκε τέκιασμα, ένα ξύλινο παραλληλόγραμμο κουτί με ανοιχτή την βάση και το πάνω μέρος, στο οποίο έστρωναν, στο σχήμα του τεκιού, σύρμα σε δύο σειρές, έριχναν μέσα το ξερό χόρτο, το οποίο πατούσαν, ώστε να αποκτήσει συμπαγή μορφή, όταν, δε, γέμιζε με πεπιεσμένο χόρτο μέχρι πάνω, τότε το έδεναν με τα σύρματα, το έσπρωχναν απ’ την αντίθετη πλευρά και έβγαιναν τα τέκια του σανού!. Στον κάτοικα στεγάζονταν οι κότες του σπιτιού, οι οποίες, επίσης, μπορούσαν να στεγασθούν και στην κόρνα, όπως έλεγαν, από το ρήμα κουρνιάζω, μια τριγωνική ξύλινη κατασκευή, που ήταν τοποθετημένη πάνω σε δένδρο στην αυλή του σπιτιού, όπου ανέβαιναν, οι κότες, με λεπτή ξύλινη σκάλα, η οποία αφαιρούνταν, από την νοικοκυρά, το βράδυ, όταν κούρνιαζαν όλες, για λόγους ασφαλείας και τοποθετούνταν, εκ νέου , το πρωί, για να κατέβουν. Ο κάτοικας ήταν, κυρίως σταθερή πέτρινη κατασκευή, επιφανείας τεσσάρων, περίπου, τετραγωνικών και ήταν ιδιαίτερα κατασκευασμένος με πέτρα, σχεδόν εξ ολοκλήρου, και ασφαλισμένος, προκειμένου να αποτρέπεται η επίσκεψη εχθρικών ζώων. Είχε περίπου ύψος δύο μέτρα και το εσωτερικό του ήταν χωρισμένο σε πάνω και κάτω διάζωμα. Ο διαχωρισμός γίνονταν με λεπτές ξύλινες ράβδους , αραιά τοποθετημένες, ώστε και τα πτηνά να γατζώνονταν πάνω, την νύχτα, αλλά και τα περιττώματά τους να πέφτουν στο έδαφος, στο κάτω διάζωμα, το οποίο καθαρίζονταν τακτικότατα, και για λόγους υγιεινής των πουλερικών , αλλά και για να χρησιμοποιούνται για την λίπανση των χωραφιών και των φυτών. Και τα δύο διαζώματα είχαν πόρτα εισόδου, η οποία πόρτα, τα βράδια, φράζονταν με την τοποθέτηση μεγάλης πέτρας, που δεν άφηνε κενά για άφιλους επισκέπτες.
Μία από τις πρώτες ασχολίες της Λευκαδίτισσας νοικοκυράς, το πρωινό, ήταν να ανοίξει τον κάτοικα και να ταϊσει τις κότες, να βάλει νερό στον κορίτο, γα να πίνουν οι κότες, για να μη <<καρανιάσουν για νερό>>, όπως έλεγαν, ενώ είχε πάντα το νου της πότε θα γεννήσουν τα αυγά, πράγμα που καταλάβαινε, όταν άρχιζαν το καρκαλόγισμα, ένα παρατεταμένο χαρούμενο <<κο-κο-κο>>, που σαμπάτιζε την αυλή του σπιτιού. Γεννούσαν στην φωλιά, μια πρόχειρη μικρή κατασκευή με άχυρα, είτε στο κατώγι του σπιτιού, είτε στο αχούρι. Μάλιστα, μέσα στην φωλιά, και προκειμένου να… δελεάσουν τις κότες για να καθίσουν και να γεννήσουν, τοποθετούσαν το φώλι, ένα άλλο αυγό, ή τον τσίλκαρο, μια ολοστρόγγυλη πέτρα σε σχήμα αυγού! Ακόμη, πρόσεχαν, πάρα πολύ, το θέμα της κόρ(υ)ζας, στις κότες, αφού, με την κόρζα, αποκτούσαν ένα βραχνό καρκαλόγισμα και στριφογκόζονταν, εξ αιτίας πάθησης στην στοματική τους κοιλότητα, πάθηση την οποία θεράπευαν, οι ίδιες οι νοικοκυρές, αφαιρώντας, από το στόμα, του πτηνού, μια κρεατώδη μεμβράνη.
Για να προστατεύουν τις κότες απ’ το λιμοψείρι έβαζαν στο κορύτο με το νερό κλαδιά μελιού, ένα δέντρο σαν την φτελιά, το νερό έπαιρνε ένα μπλέ χρώμα, προφανώς απ’τη δραστική ουσία του δέντρου. Με ιδιαίτερη, επίσης, χαρά, η Λευκαδίτισσα νοικοκυρά, <<Κάθιζε την κλωσσούρα>>, δηλαδή τοποθετούσε την κότα, που άρχιζε να εκδηλώνει την βιολογική της λειτουργία για αναπαραγωγή, με φούσκωμα του πτερώματος πέριξ του λαιμού της και με ένα χαρακτηριστικό καρκαλόγισμα. Τότε, λοιπόν, την κάθιζε να κλωσήσει τα αυγά, ως εξής: Τοποθετούσε μέσα σε ένα μικρό κοφίνι ένα παχύ στρώμα άχυρου, έβαζε τον αριθμό των αυγών που επιθυμούσε, ο οποίος έπρεπε πάντα να είναι μονός αριθμός, ώστε, μαζί με την κλωσσούρα να καταλήγει σε ζυγό, έπιανε την κότα, που κλωσούσε, και την τοποθετούσε πάνω στα αυγά, γι’ αυτό το αποκαλούσαν <<κάθισμα>>, η οποία κότα αμέσως αποδέχονταν τον ρόλο της και άρχιζε την επώαση, που διαρκούσε είκοσι δύο ακριβώς μέρες, ενώ σηκώνονταν μόνο μια φορά την ημέρα, για να φάει και, εν συνεχεία, έτρεχε να ξανακαθίσει στα αυγά της. Μάλιστα, όταν <<κάθιζαν την κλωσσούρα>>, με μεγάλη χαρά, της έλεγαν και το σχετικό τραγούδι: <<Σήμερα είκοσι δύο … γάμο καρτερώ, με την λέξη γάμο εννοούσαν τα νέα πουλάκια, δώδεκα πλακίδες και έναν κοκοτό>>, ο αριθμός, βέβαια του τραγουδιού, εξυπακούεται, πως ήταν ανάλογος του αριθμού των αυγών, που τοποθετούνταν για επώαση. Ήθελαν πάντα περισσότερες κότες, για παραγωγή αυγών, τόσο χρήσιμα για το φαγητό της οικογένειας, και ελάχιστους κοκοτούς, ει δυνατόν μόνο έναν, γι’ αυτό και το σχετικό τραγούδι-ευχή. Ακριβώς την εικοστή δεύτερη μέρα, η κλωσσούρα, άρχιζε με το ράμφος της και έσπαγε ένα-ένα τα αυγά, μέσα απ’τα οποία ξεπηδούσε η ζωή, με τα νέα πουλάκια να ανασγουρλεύονται, ενώ, όσα αυγά δεν έβγαζαν πουλί, τα ονόμαζαν κλουβίτες. Σε περίπτωση που κλωσσούσαν μαζί πολλές κότες, τότε, προκειμένου να ξεκλωσσήσουν, αφού τις ήθελαν να γεννούν, τότε, τις πετούσαν, δυό-τρείς φορές ψηλά στον αέρα, οπότε, προφανώς, από το προκαλούμενο σόκ, ξεχνούσαν την πρόθεση μητρότητας…

ΤΑ ΠΗΓΑΔΙΑ. ΤΑ ΚΑΛΟΨΑ ΚΑΙ ΤΑ ΚΑΚΟΨΑ ΟΣΠΡΙΑ!
Ανάσα ζωής για τον χωρικό της Λευκάδος, ήταν η στέρνα στην αυλή του σπιτιού και το πηγάδι, είτε αυτό ήταν ιδιόκτητο στην αυλή, είτε σε κοινόχρηστο χώρο, είτε στα κτήματα έξω από το χωριό, <<για να πιούμε μια καταψά νερό και καρανιάσαμε>>, όπως έλεγαν, με λαχτάρα, χαρακτηριστικά. Αναφερόμαστε σε εποχές, που το νερό ήταν δυσεύρετο, και το σπαρανιάριζαν με κάθε τρόπο, αφού οι πηγές ήταν ελάχιστες και, κατά κανόνα, στέρευαν το καλοκαίρι, ενώ ήταν πάμπολλες οι περιπτώσεις, όπου κουβαλούσαν, οι χωρικοί, το νερό από τεράστιες αποστάσεις, με οτιδήποτε πρόσφορο μέσo, προκειμένου να ξεδιψάσουν, αλλά και να κάνουν την λάτρα των ρούχων και του σπιτιού.
Η στέρνα ήταν στεγανός αποθηκευτικός χώρος του νερού και τροφοδοτούνταν από τα νερά των κεραμιδιών του σπιτιού, με ειδικές τσίγκινες κάναλες, οι οποίες έκαναν την υδρομάστευση, στις μεγάλες τρωγάδες, από τα κεραμίδια και οδηγούσαν το νερό, με σωλήνα, στην στέρνα, στο άκρο του οποίου ήταν σίτα, προκειμένου, να μη περνούνε στην στέρνα τα σκούπρα και τα τσάχαλα. Μάλιστα το νερό της στέρνας ήταν ιδιαίτερα χρήσιμο και ιδανικό στο μαγείρεμα των οσπρίων, αφού είχε μια μορφή απόσταξης, όπως ήταν, κατ’ ευθείαν από την ατμόσφαιρα. Με αυτό το νερό της στέρνας μαγειρεύονταν εύκολα τα όσπρια, ακόμη και αν ήταν κάκοψα, όπως έλεγαν τα όσπρια που δεν έλιωναν, κατά τα βράσιμο, σε αντιδιαστολή με τα κάλοψα, τα οποία έλιωναν. Και οι δύο λέξεις έχουν σαν δεύτερο συνθετικό την λέξη όψη, η οποία, εδώ, δεν σημαίνει κυριολεκτικά την μορφή, αλλά μεταφορικά το βραστερό ή μη των οσπρίων. Οι Λευκαδίτες χωρικοί, γνώριζαν ποιό χωράφι δίνει κάλοψα όσπρια και πoιό κάκοψα, ιδιότητα, που οφείλεται στην σύνθεση και τα συστατικά στοιχεία του χώματος. Ακόμη, το νερό της στέρνας, είχε ξεχωριστές καθαρτικές ιδιότητες στην μπουγάδα των ρούχων, προφανώς, γιατί ήταν κατ’ ευθείαν από την βροχή και δεν έρχονταν σε επαφή με την γη και το χώμα. Kατά τακτά διαστήματα καθάριζαν την στέρνα και ρ(ι)πίζανε τα κατάλοιπα του νερού, ενίοτε την λάσπη, που έπεφτε από τα κεραμίδια. Επί πλέον, διατηρούσαν το νερό σε καλή κατάσταση, διαλύοντας μέσα σε αυτό λίγο ασβέστη, ο οποίος είχε απολυμαντικές ιδιότητες. Στέρνες υπήρχαν και για δημόσια χρήση, οι λεγόμενες κοινοτικές στέρνες, τις οποίες κατασκεύαζαν με την προσωπική εργασία, αφού ήταν υποχρεωμένοι οι κάτοικοι των χωριών, να διαθέτουν κάποιο αριθμό μεροκάματων, για δημόσια τέτοια έργα. Αποτέλεσμα μιας τέτοιας συλλογικής δουλειάς ήταν και οι κοινοτικές στέρνες, για τις οποίες είχαν να μολογούν στα χωριά, ότι, την έφτιαξε ο τάδε πρόεδρος της κοινότητος.
Η άντληση του νερού απ’ τις στέρνες, τα νεώτερα χρόνια, γίνονταν με την τρόμπα, μια ειδική αντλία, στο κατάστρωμα της δεξαμενής, η οποία έφερνε το νερό στην επιφάνεια, προκειμένου να ποτίσουν τα ζώα, ή να κουβαλήσουν το νερό, με τα μπετόνια, ή την τσέτζερη στο σπίτι. Συγκινητικό και μακάβριο θέαμα συνάμα, ήταν, όταν πολλές γυναίκες στην αράδα, με την τσέτζερη στο κεφάλι, σαν αρχαίες Χοηφόροι, κουβαλούσαν νερό στο νεκροταφείο, προκειμένου, το καλοκαίρι, να ρίξουν σε φρεσκοανοιγμένα μνημεία, για να μην μυρίσει ο νεκρός, μια εργασία, που ενίοτε, συνοδεύονταν με κλάματα και μοιρολόγια. Οι δημοτικές στέρνες ήταν μεγάλης χωρητικότητας, ενώ, την δεκαετία του 1970, όταν υπήρξε πολλή μεγάλη παραγωγή κρασιού, τότε το ΤΑΟΛ, αποθήκευσε το κρασί και σε κάποιες τέτοιες κοινοτικές δεξαμενές. Στις περιπτώσεις που τα σπίτια δεν διέθεταν στέρνα, ή πηγάδι, τότε, η νοικοκυρά, τοποθετούσε, κάτω από την στέγη, στις ρονιές, δηλαδή στο στάξιμο των κεραμιδιών, διάφορα σκεύη, προκειμένου να πιάσουν το νερό της βροχής, για να το χρησιμοποιήσει στην μπουγάδα, προκειμένου να πλύνει την βαντάκα με τα ρούχα. Η κατασκευή της στέρνας, τα νεώτερα χρόνια, γίνονταν με τσιμέντο. Κατά τους προηγούμενες αιώνες, ήταν λιθόκτιστη, με εσωτερική επικάλυψη, σοβάτισμα, από άμμο και ασβέστη. Το πηγάδι μπορεί να ήταν βάθους πέντε-έξι μέτρων και τροφοδοτούνταν από υπόγεια νερά, τα οποία ήταν αστείρευτα. Το άνοιγμα ενός πηγαδιού δεν ήταν εύκολη υπόθεση, αφού απαιτούνταν μήνες ολόκληροι δουλειάς, προκειμένου να κατασκευασθεί.
Αρχικά, έπρεπε να βρεθεί ο κατάλληλος χώρος, αφού δεν υπάρχει υπόγειο νερό σε όλα τα σημεία του εδάφους. Όταν ρεβαρδάριζαν, κατά πόσον υπάρχουν υπόγεια νερά, για το άνοιγμα πηγαδιού, τότε, ο εντοπισμός του νερού γίνονταν από εμπειρικούς γνώστες του είδους, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν μια βέργα στο χέρι, προφανώς, εφάρμοζαν το νόμο της βαρύτητας, αφού με άλλο βάρος έλκει την βέργα το συμπαγές υπέδαφος και με άλλο το κούφιο υπέδαφος, όπου υπολόγιζαν, σε αυτή την περίπτωση, την ύπαρξη νερού. Εσωτερικά, το πηγάδι, και προκειμένου τα τοιχώματά του να είναι σταθερά και να μην πέφτουν χώματα στον πυθμένα, το λίθιαζαν, δηλαδή τοποθετούσαν πέτρες από τον πυθμένα μέχρι την κορυφή, πέτρες χωρίς λάσπη και συνδετικό υλικό, προκειμένου να κυκλοφορούν ελεύθερα τα υπόγεια νερά. Κατά το λίθιασμα και σε τακτά διαστήματα, άφηναν μεγαλύτερες πέτρες να εξέχουν, ώστε να σχηματίζεται μια μορφή σκάλας, προκειμένου να κατεβαίνουν στο πηγάδι, για καθάρισμα από την λάσπη, που με τα χρόνια, σωρεύονταν στον πυθμένα του πηγαδιού. Στην κορυφή του πηγαδιού και προκειμένου αυτή να μην είναι ισοϋψής με την επιφάνεια του εδάφους, για λόγους ασφαλείας, αλλά και υγιεινής του νερού του πηγαδιού, δημιουργούσαν το σοφά, μια πέτρινη κατασκευή, ύψους, περίπου ενός μέτρου, στην κορυφή της οποίας τοποθετούσαν κυκλικά πελεκημένη πέτρα, με στόμιο στην μέση, ώστε να δίνει και μια μορφή αρχιτεκτονικής στο πηγάδι. Η άντληση του νερού από τις στέρνες και τα πηγάδια γίνονταν με τις λάτες του νερού, σίσκλα σε κάποια χωριά, τις οποίες γέμιζαν και τραβούσαν με μακρύ σχοινί στην επιφάνεια.
Κατά την διάρκεια του καλοκαιριού, τα πηγάδια της αυλής και οι στέρνες χρησίμευαν, σαν ψυγείο, για την διατήρηση των τροφίμων και των χειμωνικών, δηλαδή καρπουζιών και πεπονιών, αφού έτσι ονόμαζαν αυτά τα δύο φρούτα. Τοποθετούσαν, τα ανωτέρω, μέσα σε καλάθι, το οποίο κρέμαγαν στην στέρνα, ή στο πηγάδι, χωρίς να ακουμπά στην επιφάνεια του νερού, διότι μέσα, σ’ αυτόν τον χώρο, υπήρχε ιδιαίτερη δροσιά και το νερό ήταν παταγούδι, στοιχεία συντηρητικά για τα τρόφιμα, αφού, αναφερόμαστε σε αιώνες, που δεν υπήρχαν τα ηλεκτρικά ψυγεία και η διατήρηση του λιγοστού φαγητού, ήταν το ζητούμενο, για τον Λευκαδίτη ξωμάχο. Ακόμη και στις μέρες μας διηγούνται οι πρεσβύτεροι, πως, κατά την περίοδο της Γερμανικής Κατοχής, τα λεγόμενα ξεροπήγαδα, δηλαδή τα πηγάδια που το καλοκαίρι στέρευαν, τα χρησιμοποιούσαν για κρυψώνες. Έκρυβαν στο εσωτερικό τους το στάρι και το αλεύρι, αλλά και τα χοντροσκούτια τους, προκειμένου να τα γλιτώσουν απ’το πλιάτσικο των κατακτητών. Κατά την εορτή των Φώτων, όταν αγιάζονται τα νερά, τότε, οι χωρικοί, με ιδιαίτερη φροντίδα, έπαιρναν τον αγιασμό και ράντιζαν τα πηγάδια και τις στέρνες, ψάλλοντας το <<Εν Ιορδάνη>>, αφού ήθελαν να αγιάσουν το ευλογημένο νερό, που τόσο δυσεύρετο ήταν εκείνα τα χρόνια.Τα πηγάδια και οι στέρνες, πέραν της μεγάλης χρησιμότητάς τους, στην καθημερινή ζωή του Λευκαδίτη ξωμάχου, ήταν, ακόμη χώρος συνάθροισης, ήταν σημείο αναφοράς, χαρά και πανηγύρι, για κάποια χωριά, όπως το πηγάδι του Φρυά, στους Σφακιώτες, το οποίο είχε μετατρέψει αυτή την συνοικία των Ασπρογερακάτων, σε κέντρο των εφτά χωριών, όπου βασίλευε το νυφοπάζαρο, αφού, οι λυγερόκορμες Σφακισάνες, με την βαρέλα στο κεφάλι, κέντριζαν το ενδιαφέρον των υποψήφιων γαμπρών, με αποτέλεσμα εκατοντάδες ειδύλλια και συνοικέσια να στηθούν, κάτω από τα υπεραιωνόβια πλατάνια του Φρυά.
Μολογούν, μάλιστα, οι παλαιότεροι, ότι, ακόμη και από την Αυστραλία επέστρεφαν, προκειμένου να αγναντέψουν στον Φρυά την μελλοντική τους γυναίκα, την οποία θα έπαιρναν, με πρόσκληση, όπως έλεγαν, μαζί τους στην μακρινή ήπειρο. Αυτή η σπουδαιότητα του Φρυά τον μετέτρεψε σε θρύλο, για την τοπική κοινωνία, γι αυτό και έχει τραγουδηθεί όσο λίγα πηγάδια στην χώρα. Σε κάποιες περιπτώσεις, το νερό των πηγαδιών, ήταν ιδαίτερα ζεστό, προφανώς, από φλέβα υπογείων υδάτων, τα οποία είχαν θερμαντικές ικανότητες, λόγω σύνθεσης του υπεδάφους. Τέτοα περίπτωση είναι το περίφημο <<Χλ(ι)ό Π(η)γάδι>>, στην περιοχή της Κατούνας, πέριξ του λαγκαδιού της Βράχας.




Ο συγγραφέας
Θοδωρής Γεωργάκης
Λευκάδα 2018
Μπορείτε να βρείτε όλα τα αποσπάσματα του βιβλίου που έχουμε δημοσιεύσει εδώ