Άκουγα όταν ήμουν στην πρώτη γυμνάσιου, εδώ στη Λευκάδα για κάτι γυμνασιόπαιδα αλλά και μεγαλύτερους που πήγαιναν προς τα Βαρδάνια η τις αλυκές κι έστηναν ξόβεργιες για καρδερίνες , γαρδέλια και ατσάραντους. Δεν ήξερα τι ήταν οι ξόβεργες ούτε πώς έπιαναν τα πουλάκια ούτε τι τα έκαναν.
Πέρασε κι η σχολική χρονιά, έφυγα για την Αθήνα αλλά μετά από αρκετά χρόνια, είδα εκεί δίπλα στην εκκλησία του Παντοκράτορα ένα μαγαζί με πολύχρωμα κλουβιά και άκουγα μια ουράνια μουσική από κελαιδίσματα, μοναδική!!
Ήταν το μαγαζί του Μπάμπη του Σκληρού, του Μπίρια. Του τελευταίου στην άμυνα του Τηλυκράτη που δεν πέρναγε τίποτα. Μετά απ αυτόν ήταν το..γκόλ. Ο Μπάμπης είναι ένας ήσυχος άνθρωπος που μένει έξω απ την παλιά πόλη αλλά ζει μέσα σ αυτήν κι έχει ταυτιστεί με τον Τηλυκράτη. Έχει κι ένα μαγαζί με πουλιά και κλουβιά και κυκλοφορεί πάντα μ ένα ποδήλατο, είτε το οδηγεί είτε το τσουλάει με τα χέρια. Ήθελα εδώ να πω μόνο δυο λέξεις για το Μπάμπη. Είναι από τους λίγους που ¨δεν ξαργύρωσε¨… Τίποτ άλλο. Συνάντησα τον Μπάμπη πρόσφατα και τον ρώτησα για όλη εκείνη την ιστορία για τα πουλιά. Ήταν μια ατέλειωτη πηγή γνώσης, ένας χείμαρρος σωστός (σαν τον συμπαίκτη του τον..Χείμαρρο, Γιάννη Αρματά απ το Φτερνό!!).Ζούσε την κάθε λέξη την κάθε διευκρίνηση που ζητούσα. Δεν βίωσα αυτές τις εμπειρίες αλλά θάθελα να προσπαθήσω μια κατάθεση εκ μέρους του ώστε να μη χαθεί στις μνήμες των παλιών μια ακόμα πολύ χαρακτηριστική διαδικασία της πόλης.
Ήταν η δεκαετία του 60-70 όταν πολλοί πήγαιναν Ιούνιο, Ιούλιο αλλά κυρίως ξημερώνοντας της Φανερωμένης γιατί τότε άρχιζε η εποχή των πουλιών για να πιάσουν πόστα σε ξέφωτα. Πήγαιναν κυρίως στα Βαρδάνια αλλά και στον Αη Γιάννη και τις Αλυκές που είχαν ακόμα τα τηγάνια κι έστηναν παγίδες και ξόβεργες ή φίντες για καρδερίνες, ατσάραντους, γαρδέλια, παγανέλια, ροκανίδια, φρυζελίνια, στεφανούδες κι άλλα ωδικά πουλάκια. Ήταν μεγάλος ο συναγωνισμός τότε, το πώς δηλαδή θα προλάβαιναν να στήσουν τα κλαριά με την κόλλα στα καλά τα πόστα για να πιάσουν τα πουλιά. Γι αυτό αρκετοί που ξέρανε καλύτερα από πού πέρναγαν τα πουλιά, πήγαιναν ολονυχτίς με κουβέρτες κλπ για να ναι εκεί, πριν από τους άλλους.
Πήγαιναν στα ξέφωτα μικροί αλλά και μεγάλοι, έμπειροι που ήξεραν. Άσχετοι και περίεργοι δεν ήταν δεκτοί γιατί έπιαναν το χώρο έσκιαζαν τα πουλιά και δεν ήξεραν την..τέχνη. Πιο επιτήδειοι, ήταν όπως μου τα είπε ο Μπάμπης, πάρα πολλοί και θ αναφέρω , έτσι για την ιστορία μερικούς: Ο Σαμπούς, ο Μπέλλας, ο Φαλκώνης, ο Σερδινιάρης, ο Μάριος Χορτης, ο Πανος ο Ζέλος, ο Ταμπάρος, ο Γιώργος ο Ντάιντας, ο Στάθης ο Αγλαίας, ο Γιάννης ο Τσίτας που σήμερα μου είπε ότι έχει τώρα 14 κλουβιά με γαρδελόμουλους(!!), ο Στέλιος ο Πολίτης, ο Γεράσιμος ο Μπάκας, ο ξάδερφός μου ο Πάνος ο Γερμανός, ο Θ.Ρομποτης, ο Τσαμπαρής,ο Πάνος ο Μπλάλας , ο Άγγελος Ντελημάρης, ο Αποστόλης ο Μανιαμούνιας, ο Μπάμπης κι ο Γιώργος ο Σκληρός, ο Γιώργος ο Λεμονιάς, ο Παντελής ο Σάντας, ο Αντώνης ο Μάλφας, ο Μήτσουρας με το καφενείο, ο Φτυλάς, ο Τσώνιος, ο Καπογιωργάκης, ο Γιώργος Παπαδόπουλος, ο Γιάννης Παπακαμένος γιος του έφορα ,ο Χρήστος ο Κουτσνής, ο Θωμάς ο Κακλαμάνης και τόσοι άλλοι που θάταν σαν κατάλογος…ηρώων. Όλα τα γυμνασιόπαιδα που έβγαιναν στην αλάνα, ήταν οι καλύτεροι μαθητές αυτών των μεγαλυτέρων που ξέρανε πού να στήσουν ξόβεργες, πώς να φτιάχνουν την κόλλα, πώς να πιάνουν τα πουλιά, πώς να τα ξεχωρίζουν, ποια ν αφήνουν ελεύθερα, ποια λαλάνε, πότε λαλάνε, τι τρώνε, πώς να τα φυλάνε, πώς να ζευγαρώνουν και τι να τα..κάνουν !!
Γενικά τα πουλιά τα είχαν για τα κλουβιά του σπιτιού τους άλλα τα δώριζαν, άλλα ήταν για ζευγάρωμα, καμιά φορά και για το ¨κάτι ντίς τους¨, μη φανταστείτε, γύρω στις 3 δραχμές το ένα ,ανάλογα βέβαια και τι κελάηδημα είχαν ή πόσο σπάνιο ήταν. ΄Επαιρναν μάλιστα και παραγγελίες.
Ας δούμε όμως όλη τη διαδικασία ,δηλαδή πως έστηναν τις ξόβεργες και πώς έφτιαχναν την κόλλα .
Πήγαιναν λοιπόν στα ξέφωτα άλλοι στον Αη Γιάννη, άλλοι στα Βαρδάνια, άλλοι στις Αλυκές, στα ¨σπανά χωράφια¨ έστηναν γυμνά κλαριά, στήριζαν επάνω λεπτές βέργες και τις άλειφαν με κόλλα που έφτιαχναν οι ίδιοι αλλά ελαφριά για να μη καταστραφούν τα φτερά των πουλιών. Πέρναγαν τα πουλιά για να τσιμπήσουν σπόρους σ αυτά τα χωράφια αλλά κόλλαγαν στις ξόβεργες. Έτρεχαν τα παιδιά έπιαναν τα πουλάκια, τα ελευθέρωναν απ το ξύλο και τάβαζαν στο κλουβί μέχρι να γίνει αξιολόγηση για το ποιο είναι αρσενικό η θηλυκό, αν είναι δυνατό κι αν κάνει για ζευγάρωμα. Μερικές φορές προκειμένου να προσελκύσουν τα πουλιά, έβαζαν ¨κράχτες¨ δηλαδή κλουβιά με πουλιά τα οποία κελαηδούσαν κι έτσι ..καλούσαν τα ελεύθερα πουλιά προς το μέρος τους οπότε, έπεφταν στις ξόβεργες.
Όπως είπε ο Μπάμπης, τα ξεχώριζαν από τα χρώματα, από τα ζωνάρια, από τα λοφία, από την ουρά, απ τα φτερά και φυσικά απ το μέγεθος.
Τα κλουβιά ήταν ως επί το πλείστον χειροποίητα με ελαφρύ ξύλο και σύρμα. Τα πουλούσαν χωριστά ή μαζί με τα πουλιά και την τροφη τους. Ένα τέτοιο κλουβί μαζί με το καναρίνι του, είχε δώσει κι ο Πέτρος ο Μάλφας που είχε το εστιατόριο ακριβώς δίπλα από το πατάρι του φεστιβάλ στην πλατεία. Ήταν η βραδυά που η Μαρία Κάλλας τραγούδησε τον Αύγουστο του 1964 στην κατάμεστη πλατεία της Λευκάδας. Όλοι έδιναν στην διάσημη ντίβα ανθοδέσμες και δώρα εκείνο το βράδυ για να την ευχαριστήσουν για την τιμή που έκανε στη Λευκάδα. Οι Γιουγκοσλάβοι της χάρισαν ένα ζευγάρι από τα παραδοσιακά παπούτσια με τα οποία χόρευαν. Ο Πέτρος ο Μάλφας, ξεκρέμασε ένα κλουβί με το καναρίνι του και της το πρόσφερε. Ήταν μια κίνηση ευγνωμοσύνης, έτσι, σαν μια ανθοδέσμη!!.
Μα, δεν υπήρχε σπίτι , δεν υπήρχε μπαλκόνι τότε στην πόλη που να μην είχε ένα-δυο κλουβιά με 5-6 πουλιά χωρισμένα ανά είδος. Θυμάμαι εκεί στην Κουζούντελη ένα χαμηλό σπίτι, νομίζω ήταν του Νιόνιου του Βουκελάτου-Τσαμπαρή που είχε μια μεγάλη κληματαριά κι ήταν κρεμασμένα πάνω από τριάντα κλούβια, μικρά και μεγάλα.
Οι αρσενικές καρδερίνες έχουν πιο έντονα χρώματα, πιο σκούρα τα μαύρα σημεία τους. Θα πρέπει όποιος τα πιάνει να προσέξει την φτερούγα του αρσενικού πουλιού να είναι όλη μαύρη ,η κόκκινη μάσκα στο κεφάλι να φτάνει μέχρι πίσω από τα μάτια της, τα μουστάκια, οι τρίχες δηλαδή γύρω από το ράμφος της να είναι μαύρα και αυτά. Στο κεφάλι της το μαύρο τμήμα είναι ομοιόμορφο δίχως άσπρες τρίχες. Οι αρσενικές επίσης είναι αυτές που καλαιδάνε ,ενώ οι θηλυκές, όχι αλλά χρειάζονται για το ζευγάρωμα. Τις περισσότερες όμως τις ελευθέρωναν για να μπορέσουν να ζευγαρώσουν στο φυσικό τους χώρο. Ζευγαρώματα επίσης γινόταν και μέσα στα κλουβιά απ αυτούς που ήξεραν γιατί δεν ήταν όλοι επιτήδειοι σ αυτό. Όταν μάλιστα κατόρθωναν να ζευγαρώσουν κινάρα με γαρδέλι έβαιναν τα πιο καλά σε κελάηδημα πουλιά οι λεγόμενοι μούλοι η γαρδελόμουλοι. Αυτά τα πουλιά ήταν τα πιο καλά λέει ο Μπάμπης γιατί έκαναν το καλύτερο λάλημα, το καλύτερο τραγούδι που δεν είχε σταματημό. Τα γαρδέλια τα ξεχώριζαν απ τα λευκά φτερά τους κι έτσι είχαμε 6άρηα με 6 άσπρα φτερά ή 4άρηα η 8άρηα..Όλα τα γαρδέλια είχαν λαλήματα δυνατά αλλά διέφεραν μεταξύ τους .Πολλές φορές όμως το ίδιο γαρδέλι έκανε διαφορετικό λάλημα, ανάλογα την εποχή του, το…κέφι του η την καλή ή καλύτερη τροφή που του έδιναν.
Η καλύτερη τροφή για τα γαρδέλια αλλά και για όλα τα ωδικά πουλιά ήταν πάντα το κανναβούρι και το κεχρί. Μαγαζιά που πουλούσαν τότε κανναβούρι και κεχρί ήταν του Αραβανή με τον φρέσκο καφέ στον Αη Μηνά, του Γιώργου του Σκληρού που καβούρδιζε κι αυτός καφέ και μοσχοβόλαε ο τόπος, του Π.Βανδώρου και άλλα μπακάλικα.
Πώς όμως έφτιαχναν την κόλλα για τις ξόβεργες? Ήταν μια πολύ κοπιαστική και λεπτή διαδικασία που δεν την κατάφερναν όλοι. Έτοιμες κόλλες δεν υπήρχαν ή ήταν ακριβές κι έτσι από στόμα σε στόμα έφτασε το μυστικό για το πώς φτιάχνεται μια κόλλα για τις ξόβεργες.
Σύμφωνα μ αυτά που μου εξιστόρησε ο Μπάμπης ο Μπίριας, ¨όλο το μυστικό ήταν στο φυτό που έκανε τις άγριες αγκαθωτές αγκινάρες, τις κουκούτσες¨.Τα αγκάθια αυτά, “κολλάγκαθα” τα λέγανε, φυτρώνουν ακουμπισμένα σχεδόν απλωμένα, πάνω στο έδαφος και έχουνε ολόγυρα ακτινωτά σκληρά φύλλα, ενώ στο κέντρο του φυτού, βγάζουν ένα γαλάζιο σαν αγκινάρα λουλούδι.
Από τα φύλλα του λουλουδιού, εάν για κάποιο λόγο αυτά πληγώνονταν από πετραδάκια, μικρά κλαδάκια ή και από τα ίδια τα αγκάθια των φυτών, στο στάδιο της ωρίμανσης, άρχιζε να τρέχει ένα λευκό υγρό, που κάτω από την επίδραση του αέρα και του ήλιου άρχιζε να στερεοποιείται.
Το στέρεο αυτό υλικό, το μαζεύανε κομματάκι κομματάκι.
Ορισμένοι χάραζαν με ένα μαχαιράκι το άνθος του αγκαθιού ώστε να τρέξει το υγρό, το οποίο στη συνέχεια πήγαιναν και μάζευαν.
¨Πολλές φορές, το λευκό αυτό φυσικό κόμμι, το μασουλάγανε αντί για μαστίχα, για τσίκλα, το δε σκουρόχρωμο το χρησιμοποιούσανε για να φτιάξουμε κόλλα με βεργιά, ξόβεργες και να πιάνουμε διάφορα μικρά πουλιά¨.
Η φυσική αυτή κόλλα έπρεπε να δουλευτεί και να γίνει πρόσμιξη με άλλη κόλλα επίσης φυσική που όμως ήταν δύσκολο να βρεθεί, εκτός και στα σπίτια υπήρχαν παπούτσια με σόλα από κρέπ, εκείνη η διάφανη σχεδόν σόλα. Δεν είναι παράξενο να πούμε ότι σε πολλά σπίτια τα παπούτσια με κρεπ εξαφανίζονταν η έμεναν χωρίς..σόλες!! Σύμφωνα με μαρτυρία του Ηλία Τσάκαλου, τις σόλες από κρέπ τις έβαζαν για κάνα μήνα στο χώμα για να ¨ζυμωθούν¨όπως μου είπε. Όλα αυτά τα υλικά έπρεπε να δουλευτούν μέσα σ ένα δοχείο, μέσα σ ένα κοίλο χωνί η κάτι τέτοιο. Βρήκαν λοιπόν τη λύση στους … κρεοπώληδες που τότε έσφαζαν οι ίδιοι τα σφαχτά και τάφερναν ατόφια στο χασάπικο όπου τα τεμάχιζαν. Τα αρσενικά λοιπόν τραγιά η κριάρια αν είχαν μεγάλα κέρατα αλλά κυρίως τα μοσχάρια , όσα είχαν κέρατα, ηταν αυτό το κοίλο δοχείο για να σμιλεύσουνε τη γόμα κι έτσι να γίνει η κόλλα που χρειαζόταν για τις ξόβεργιες. Απαραίτητο ήταν και σο συκόγαλα, το γάλα από τις συκιές γιατί μ αυτό δεν έσφιγγε η γόμα και ήταν πιο εύκολη στη χρήση. Δούλευαν γρήγορα το μίγμα μ ένα δυνατό ξύλο κι ήταν έτοιμο να χρησιμοποιηθεί. Απίθανες εφευρέσεις για ένα σκοπό. Να πιάσουν πουλιά ,να γεμίσουν τον τόπο κελαιδίσματα. Και πράγματι η Λευκαδα τότε ήταν μια απέραντη χορωδία πουλιών, ένα ατέλειωτο κελάιδισμα, μια ατμόσφαιρα μοναδική.
Εξ άλλου ο Άγγελος Σικελιανός ύμνησε τον ατσάραντο, κοινώς φλώρο: “Ως τ΄ άγριο τ΄ αχνοπράσινου / του ατσάραντου μεθύσι / που το λαρύγγι, απ΄ το βαθύ / κι ακράτητον ανάβρυσμα / λογιάζεις πως θα σκίσει”.
Κατι ηξερε ο….ποιητης, ως Λευκαδίτης!!
Παναγιωτης Σκληρος
Πηγή: Παναγιώτης Σκληρός