Γράφει ο Παναγιώτης Σκληρός
Σαγματοποιεία – Σαμαράδικα
Οι μεταφορές ανθρώπων, υλικών και προϊόντων γινόταν τα περασμένα χρόνια με ζώα, άλογα, μουλάρια, γαϊδουράκια ή με άμαξες που έσερναν αγελάδες. Όμως τα καθίσματα, δηλαδή τα σαμάρια πάνω στα οποία καθόταν οι άνθρωποι ή στηριζόταν δεξιά αριστερά τα προϊόντα, τα έφτιαχναν εξειδικευμένοι τεχνίτες, οι σαγματοποιοί ή σαμαράδες.
Υπήρχαν πολλοί σαμαράδες στη Λευκάδα, σε όλα τα χωριά αλλά ένας από τους τελευταίους και μάλλον ο τελευταίος ήταν ο Σπύρος Μαραγκός απ τον Άγιο Πέτρο που έφυγε , στα 87 του χρόνια. Το παρατσούκλι του ήταν ο Σπύρος ο Καψούλης.

Ο Σπύρος εκτός από εξαιρετικός τεχνίτης, ήταν καλοσυνάτος, χαμογελαστός, γλυκομίλητος και πάντα πρόθυμος να βοηθήσει και να εξυπηρετήσει. Πασίγνωστος στους Λευκαδίτες και όχι μόνο, για την τέχνη του και την ομορφοδουλειά του στα σαμάρια. Ασυναγώνιστος στην καθαριότητα και αξεπέραστος στο νοικοκυριό του σπιτιού του. Κι ο ίδιος ήταν πάντα περιποιημένος και ντυμένος άψογα. Είχε το μαγαζί του στον κεντρικό δρόμο του χωριού λίγο πιο πάνω απ το μεγάλο καφενείο-ψητοπωλείο του Ηλία Βλασσόπουλου που είναι κι αυτό κλειστό από το 1999. Το σαμαράδικο του Καψούλη που έφερε την χειροποίητη από τον ίδιο καλλιτεχνική πινακίδα, έκλεισε. Όπως και όλα τα υπόλοιπα στο νησί.

Είχα προλάβει εδώ και χρόνια και μίλησα μ ένα φίλο που είχε σαμαράδικο. Μου είπε πολλά, τα σημείωσα και νομίζω ότι και με την βοήθεια του διαδικτύου, θα δώσω μια εικόνα τι ήταν το σαμάρι και πώς το έφτιαχναν. Κατ αρχήν είχε πολλά εργαλεία κι η δουλειά ήταν απόλυτα χειροποίητη. Ο μάστορας είχε πάντοτε ξύλα έτοιμα κομμένα, συνήθως από πλάτανο και άλλα ξύλα που ταίριαζαν στη δουλειά τους.

Εργαλεία είχε αρκετά, όπως: σκεπάρνια, σφυριά, σκαρπέλα, ξυλοφάι (λίμα ξύλου), σαμαροβελόνες(μακρυές βελόνες που έραβαν το στρωμα), τρυπάνια (χειροκίνητα), κοπίδια, κόφτες, πένσες, τανάλιες, πριόνια, σμιλάρια, ψαλίδια και πολλά ακόμα. “Άμα παραγγέλνει κάποιος ένα σαμάρι, θα φέρει το παλιό σαμάρι ή το ζώο εδώ, να του πάρω μέτρα. Το παραγγέλνει, γράφω τ’ όνομά του, γράφω τα μέτρα και λέω: “έλα την τάδε μέρα να το πάρεις”. Και πιάνω εγώ τα ξύλα από πλάτανο, από καρυδιά κλπ, τα σκαρώνω(σημαδεύω) και τα δουλεύω. Θα πάρω τη μηχανή να τα ξύσω, θα καθίσω να τα πελεκήσω. Έπειτα αρχινώ, περνώ το δέρμα, όπως είναι, δέρμα από κατσίκια ή από δαμάλια. Έχω τη μηχανή και τα κόβω και κάνω και στρώσεις. Περνώ δηλαδή και από μέσα, ύστερα γεμίζω τον κόρφο και το βράδυ το ξεσιάζω και το παραδίνω. Σαρανταπέντε χρονών τεχνίτης έχω γίνει πλάτανος σαν τα πλατάνια που πλανιάρω κάθε μέρα¨, μου έλεγε.

Η τέχνη του σαμαριού ήταν δύσκολη, γιατί αν ένα ζώο φορτωνόταν με λάθος σαμάρι, θα πληγωνόταν και θα γινόταν δύστροπο, οπότε την επόμενη φορά που θα προσπαθούσε να το φορτώσει ο ιδιοκτήτης του, θα ήταν ανυπάκουο και θα αρνιόταν γιατί ήξερε ότι θα πονέσει. Γι’ αυτό και χρειαζόταν εμπειρία. Γιατί το κάθε σαμάρι ήταν μοναδικό και αφορούσε το κάθε ζώο ξεχωριστά. Ήταν δηλαδή σαν ένα ζευγάρι παπούτσια με στάμπο, όπως μας έπαιρναν παλιά τα μέτρα γιατί δεν υπήρχαν έτοιμα. Και η κάθε ιδιορρυθμία του ποδαριού , γινόταν γάντι με το χέρι του μάστορα. Έτσι και με τα σαμάρια. Τους έπαιρναν μέτρα για σαμάρι!!

Χρειαζόταν μεγάλη προετοιμασία για την κατασκευή ενός σαμαριού. Τυραννιόταν πολύ να το φτιάξει και του έπαιρνε μια βδομάδα τουλάχιστον το κάθε σαμάρι.
Το σαμάρι αποτελείται από τον ξύλινο σκελετό και τη «στρώση».
Για το σκελετό προτιμούσαν-όπως είπαμε- πλατάνι, καρυδιά ή μουριά που είναι ανθεκτικότερα στις καιρικές συνθήκες όλου του χρόνου και τα έκοβαν «σε φεγγάρι» φθινοπωρινό γιατί τότε δεν έχουν πολλούς χυμούς. Ο σκελετός αποτελείται από τρία μέρη: Το «μπροστάρι», το «πισάρι», και τα «παΐδια» ή «δόγες» τα συνδετικά δηλαδή ξύλα που τις συνδέουν και «δένουν» τα δύο πρώτα. Η δυσκολία της τέχνης φαίνεται και από το ότι το μεγαλύτερο μέρος της ξύλινης αυτής κατασκευής εφαρμόζει και στερεώνει «θηλυκωτά», χωρίς καρφιά ή βίδες. Η μαστοριά δεν περιορίζεται μόνο στην ασφαλή μεταφορά του φορτίου, αλλά προσφέρει και στον αναβάτη άνετο και ξεκούραστο κάθισμα.

Εδώ ακριβώς χρειαζόταν ο «καλός μάστορας» να βάλει όλη την τέχνη του, το μεράκι του και την προσοχή του, γιατί ήταν το «κοστούμι του ζώου». Γι’ αυτό είχε βγει στο χωριό και λεγόταν κι η παροιμία “θέλει μυαλό και γνώση, του σαμαριού η στρώση”.
Η στρώση είναι η επένδυση του σαμαριού και αποτελείται από δύο μέρη: το «σαμαροσκούτι» και το μαλακό ξηρό χόρτο, συνήθως βρώμη ή ψαθί. Το πρώτο είναι μαλακή λινάτσα, για να μην τραυματίζει την πλάτη του ζώου. Η εξωτερική πλευρά ενισχύεται πάντα με ανθεκτικό μουσαμά ή δέρμα(όπως είπαμε), να την προφυλάσσει από τη βροχή. Το δεύτερο είναι η «γέμιση» της στρώσης, την οποία θα μπορούσαμε να παρομοιάσουμε με «στρώμα» σχήματος «V», που στερεώνεται στον ξύλινο σκελετό, για να εφαρμόζει κατάλληλα στην πλάτη του ζώου.
Πέρα από την καλή εφαρμογή στην πλάτη, στερεώνεται επάνω του με τις ίγκλες που το ζώνουν περιμετρικά στην κοιλιά και στην περιφέρεια. Η ίγκλα (η ζώνη δηλαδή) έζωνε το σαμάρι κάτω από την κοιλιά, για να μην πέφτει. Ακόμα έφτιαχνε και τον κατρουμά, το καπίστρι δηλαδή από δερμάτινες λουρίδες και διάφορους χαλκάδες που τις τοποθετούσαν στο κεφάλι του ζώου, για να το σέρνει και να το κατευθύνει ο ιδιοκτήτης του.
Το σαμάρι έχει και ένα ακόμα ρόλο στο ζώο, αυτόν του ρούχου, γι’ αυτό και δεν τα αφήνουν ξέστρωτα όταν ήσαν ιδρωμένα από τη δουλειά ή όταν κάνει κρύο.
Τόσο οι μερακλήδες σαμαράδες, όσο και οι μερακλήδες πελάτες τους θέλουν περισσότερο στολισμένο-προσεγμένο το σαμάρι, με καπίστρια πολύχρωμες χάντρες, όμορφα μπαλδίμια, ίγκλες και κολιτσάκια χειροποίητα, φούντες, κλπ που τού δίνουν παραπάνω χάρη. Την «παράσταση»… έκλεβαν πάντα τα άλογα που ήταν και ένδειξη πλούτου και αρχοντιάς του ιδιοκτήτη τους. Τα σαμάρια των μουλαριών με λιγότερα στολίδια και των γαϊδουριών ακόμα πιο φτωχά. Όταν δε τα δύο μεγάλα ζώα (άλογο και μουλάρι) θα «πήγαιναν» σε γάμο, δεν ήταν καθόλου ασυνήθιστο να περάσουνε λίγες μέρες νωρίτερα από το σαμαρά να τούς προσθέσει μερικές παραπάνω χάντρες και φούντες, το δε γαϊδουράκι ήταν πραγματική παραφωνία στο γάμο. Δεν το έπαιρναν! Ακόμα, το στρώσιμο του σαμαριού με καινούργιο υφαντό απλάδι ήταν «σήμα κατατεθέν» γιορτινής και επίσημης εξόδου.

Οι σαμαράδες που ήταν τεχνίτες και μερακλήδες, «κεντούσαν» με τα φτωχά εκείνα εργαλεία που είχαν στα χέρια τους. Ζωγράφιζαν κυριολεκτικά στα πλάγια του σαμαριού ,ακόμα και στα καπίστρια.
Σαμαράδες, εκτός απ τον Καψούλη , είχαμε πολλούς στα χωριά αλλά κυρίως στην περιοχή του Αη Μηνά, όπως μέχρι το τέλος του 20ου αιώνα τον Τσελεμεντέ και αργότερα τα παιδιά του τον Πάνο και το Γιώργο. Εκεί πολλά χρόνια πρίν υπήρχε και το περιβόητο σαμαράδικο του Θοδωρή Ρομποτή-Κατίνη που είχε και χάνι και πετάλωνε τα ζώα αλλά κι ένα πολυιατρείο για την θεραπεία κάποιου ζώου που είχε πρόβλημα. Κάτι δηλαδή σαν ιατρείο ζώων μεταφοράς. Όλα ήταν τότε μαζεμένα γύρω απ τον Αη Μηνά, στην νότια είσοδο της πόλης δηλαδή προς τα χωριά. Σαμαράδικα, πεταλωτήρια, το επιδιορθωτήριο και κατασκευαστήριο για ρόδες κάρων του Νίκου Περικάρη, το ΚΤΕΛ, ταβέρνες, καφενέδες και πατσατζίδικα, τα δημοτικά ουρητήρια που βρωμάγανε από μακρυά, τα χονδρεμπορικά μαγαζιά για λάδια και κρασιά, βενζινάδικα(SHELL) που πούλαγαν με το καρτεζίνι βενζίνη ή πετρέλαιο από εκείνα τα σιδερένια βαρέλια με τα σιδερένια επίσης χοντρά ζωνάρια. Σαμαράδικο είχαν κι οι αδερφοί Γιάννης και Νίκος Τετράδης επίσης στον Αη Μηνά. Στην Καρυά υπήρχε ο Μπάμπης ο Μεσσήνης, στους Σφακιώτες ο Βαγγέλης ο Λάζαρης, στην Εξάνθεια ο Φλίππος ο Βλάχος, στο Βλυχό κατέβαινε από τα Χαραδιάτικα ο Χαρίλαος Παπαδόπουλος, στη Μπαράκα(Λαζαράτα) που ήταν πέρασμα, ο Φώντας ο Γληγόρης, ο Σοφοκλής Γεωργάκης κι ο Άγγελος ο Γεωργάκης. Σίγουρα υπήρχαν και σε άλλα χωριά κι ευχαρίστως περιμένω τις συμπληρώσεις σας. Στο χωριό μου στη Βασιλική θυμάμαι ένα μάστορα που είχε βοηθό τον γιό του το Φάνη που τον φωνάζανε Καλφοφλίππο (μπορεί να ήταν και ο Ξαθίτης) που είχε μαγαζί στην άκρη του χωριού. Είχε νοικιάσει ένα παράπηγμα στο σπίτι του Καραούλη, δίπλα στου Ντουροπάνου το τσαγκάρικο. Μάλιστα το είχε χωρίσει με σανίδες στη μέση και έμενε εκεί δίπλα..Ουρά κάνανε τα ζώα απ όλα τα πίσω χωριά για να τους πάρει μέτρα ή να τα πεταλώσει. Γιόμιζε η περιοχή της ¨κοινότητας¨ ζώα και χωριάτικες σκούφιες που ερχόταν για του Καλφοφλίππου το μαγαζί.

Σήμερα, μέσα από την περιγραφή που έκανα, επαναφέραμε (θέλω να πιστεύω) και ενεργοποιήσαμε τη μνήμη μας και τα φτωχά αλλά πολύ ωραία συναισθήματα που η καθεμιά και ο καθένας μας κουβαλάει από τη νιότη του και τη χωριάτικη (και όχι μόνο) ζωή του. Θυμηθήκαμε τις όμορφες ώρες που κάναμε βόλτα καβάλα στο γαϊδουράκι του παππούλη μας που κρατούσε με προστασία τον κατρουμά να μη σκιαζόμαστε κι έβανε όλα τα αγγόνια- τα μικρότερα μπροστά και το μεγαλύτερο πισοκάπουλα -λιμοξίφτερα αδύνατα όπως είμαστε- μαζί στο ίδιο σαμάρι και κάναμε βόλτες στα χωμάτινα δρομάκια του χωριού που όταν ο καιρός ήταν αποβροχάρης, σε μέθαγε η μυρωδιά απ το φρεσκοβρεγμένο χώμα .!

Πηγή: Παναγιώτης Σκληρός