( Στη λευκαδίτικη ντοπιολαλιά μας)
Ο Δευκαλίωνας ήτανε παιδί του Τιτάνα Προμηθέα. Όταν ενιώστηκε επαντρεύτκε την Πύρρα, θγατέρα τσ’ Πανδώρας (της πρώτης γυναίκας στον κόσμο).
Εκειά τα χρόνια οι ανθρώποι είχανε γίνει ντιπ ρεντίκολα και τζογλαναραίοι, γι’ αυτό ο Δίας αποφάσισε να τους ξεκάνει. Θα έκανε λέει μια μεγάλη κολυμπασά και δε θα έμενε τίποτε όρθιο στον απαν’ κόσμο. Όλα αυτά γινήκανε πριν από 11.000 χρόνια, τότενες που εσείς ήστενε κουτσούβελα.
Ο Προμηθέας εμαρτύρησε τα σκέδια του Δία στο Δευκαλίωνα και του είπε να φτιάξει μια κιβωτό για να γλιτώσει.
Ο Δευκαλίωνας έφκιασε την κιβωτό, έβαλε μέσα σαλαμούρα, σαλάμι λευκαδίτικο, λαθούρια, φακή Εγκλουβής, λαδόπιτα, λαδοκούλουρα, προμάδες, αρμυροσαρδέλες, ένα σκουπούλι κρασί βαρζαμί, δυο αγκαθούς για ριγανάδες κι άλλα καλούδια, επήρε και την Πύρρα και μπήκανε μέσα στην κιβωτό.
Ο Δίας έριξε μεγάλη μπόρα. Εμπομπάρισε ο τόπος. Μεγάλη κολυμπασά. Ενερομπάσανε τα πάντα και όλα χαθήκανε κάτω απ’ το νερό. Εννιά ολόκερα μερόνυχτα έβρεχε ασταμάτητα και η κιβωτός άραξε στην κορυφή του Παρνασσού.
Όταν σταμάτησε η κολυμπασά κι άρχισε να στεγνώνει ο τόπος, ο Δευκαλίωνας και η Πύρρα εβγήκανε όξου απ’ την κιβωτό. Πρώτα – πρώτα εκάμνε θυσία στο Δία για τονε φχαριστήσουνε.
Ο Δίας φχαριστήθηκε με τη θυσία και έστειλε τον Ερμή να τους πει ότι θα τους δώκει ότι του χαλέψουνε. Όταν ο Δευκαλίωνας και η Πύρρα είδανε ότι ήτανε μοναχοί τς, κάπως τς κάστηκε. Τους ήρτε αλμπαζία.
Ωχ τι έπαθα ο αγλύκαντος, λέει ο Δευκαλίωνας. Δε γιαντιένται η ζωή όλ’ μέρα με δαύτη τη γυναίκα.
Ου τρομάρα μου! Λέει η Πύρρα! Δε θα ‘χω μια φλενάδα να πίνουμε καφέ και ξηγάμε τσι κίκαρες.
Έτσ’ μαναχοί μας απάν’ στη γη θα πλαντάξουμε είπαν κι εχάλεψε ανθρώπους.
Ο Δίας τους απλοήθηκε και τους παράγγειλε να κλουπώσουνε τα μούτρα τους, να παίρνουνε απ’ τη γης σόμπολα και να τα πετάνε πίσω τους.
Επαίρνανε λοιπόν σόμπολα καταήθες και τα ρίχνανε πίσωθέ τους. Όσα σόμπολα έριχνε ο Δευκαλίωνας γενόντανε άντρες κι όσα σόμπολα έριχνε η Πύρρα γενόντανε γυναίκες.
Ετούτοι οι ανθρώποι που γινήκανε ονομαστήκανε λαός (λάας = σόμπολο, κοντρί).
Έτσι η Γης ξαναγέμισε με ανθρώπους, οι αντηγοί με κονσόλους, οι πηγές με κυράδες που παένανε για νερό και ξεχνάανε το κονάκι τους.
Ο Δευκαλίωνας και Πύρρα εκάμανε και δικά τους παιδιά. Ο πρωτότοκος κανακάρης τους ήταν ο Έλληνας, γενάρχης των Ελλήνων.
Κάποτε που με έστειλε η βαβά μου στη βρύση για φρέσκο, ήκουσα που λέγανε ότι ο Έλληνας δεν ήτανε γιος του Δευκαλίωνα, αλλά του Δία.
Ο Δίας λέγανε ότι εσταύρωνε την Πύρρα. Αυτή τονε ντράπηκε, έτσι εκάμανε τον Έλληνα κι άφηκε το Δευκαλίωνα να πετάει σόμπολα.
Από τα παιδιά του Έλληνα γινήκανε οι φυλές των αρχαίων Ελλήνων ( Ιώνες, Δωριείς, Αιολείς)
Ένας άγγονας του Δευκαλίωνα και της Πύρρας ήταν ο Γραικός. Απ’ αυτόνε γινήκανε οι Γραικοί, που μένανε γύρω απ’ τη Δοδώνη και τον Αχελώο.
Η καινούργια γενιά των ανθρώπων δεν θα ήτανε ρεντίκολα σαν τους παλιούς. Θα ήταν ούλοι καλοί. Άμα θέλανε.
Χρ. Γιάννης Φουρλάνος
Δάσκαλος Θεολόγος.