“Αμπονόρα”
Νωρίς το πρωϊ το σκαφήδι γεμάτες ζυμάρι αυράρο μοσχοβολιστό. Ανασκουμπού η μάνα και αρχισε να πλάθει τα ολοστρόγγυλα καρβέλια.
Η πινακωτή ήταν στρωμένη με το υφαντό μεσάλι. Με γρηγοράδα τα έπλαθε στο πλαστήρια ζαμαρένια καρβέλια και αλευρωμένα τα πέταγε με τσαχπινιά στην πινακωτή. Η φωτιά ήταν αναμμένη, το τηγάνι σε ετοιμότητα και το περίσσευμα από τα καρβέλια, ήταν στο σκαφήδι ακόμα.
Σκέπασε την πινακωτή με το μεσάλι που περίσευε και με το σάγιασμα. Δεν θα επαιρνε πολύ να φουσκώσουν τα ψωμιά και έκανε γρήγορα. Πέντε έξι μπαλίτσες ζύμης τις άφησε στην άκρη, έβαλε το τηγάνι στη φωτιά με ελαιόλαδο
Άνοιξε με τον πλάστη στο πλαστήρι ένα-ένα τα ζυμαρένια μπαλάκια κάπως παχουλά και με απίστευτη δεξιότητα τα πέταγε στο τηγάνι. Σήμπαγε τη φωτιά μου λεει μην γιωμήσω τα χέρια μου. Στο πι και φι τα λαχταριστά τηγανόψωμα ήταν στο πιάτο. Πολλές φορές 20 ηταν το αρτεναν με πετιμέζι άλλοτε τα έψηναν με λαρδί,
Όπως και να τα τρώγαμε αυτές οι μυρωδιές και οι γεύσεις δεν θα φύγουν από τη μνήμη μας.