ΤΟ ΣΑΝΤΟΥΡΙ
H λέξη σαντούρι προέρχεται απ’ το Περσικό santur, άρα το όργανα έρχεται απ’ την ανατολή, όπου και αυτοί οι πανάρχαιο λαοί έχουν τεράστια μουσική παράδοση! Απ’ την Περσία, πέρασε στην Μεσοποταμία και στην Μικρά Ασία, του Ελληνισμού των πολλών αιώνων, όπου φαίνεται πως, αυτό το εξαίσιο μουσικό όργανο, ταυτίστηκε απόλυτα με τον Μικρασιατικό Ελληνισμό, αφού αυτοί είναι οι βασικοί του μεταφορείς στον Ελλαδικό χώρο, μετά το 1922! Βέβαια ήταν γνωστό και στον Ελλαδικό χώρο, απ’ τα Βυζαντινά ακόμη χρόνια, όμως όχι τόσο διαδεδομένο, αλλά όργανο περιορισμένης χρήσης στις συνοδείες οργάνων, όπως αναφέρει και ο άγγλος περιηγητής Edouard Daniel Clark, ο οποίος το 1802 , σε ταξίδι του στην Αθήνα σημειώνει, μεταξύ των άλλων:
{…Πολλοί λίγοι Έλληνες ξέρουν να παίζουν κάπως σαντούρι…}
Πρόκειται για όργανο μελωδικότατο και πολυφωνικό, το οποίο, μάλιστα, είναι αρμονικής και ρυθμικής συνοδείας, χάρη στις τεχνικές και εκφραστικές του δυνατότητες, και προστέθηκε τόσο στις στεριανές μουσικές κομπανίες, όσο και στις νησιώτικες, αφ’ ότου ήρθε μαζικά και επίσημα στον Ελλαδικό χώρο, όπως προαναφέραμε, μετά το 1922. Ο Χάρης Προκοπίου δίνει έμμετρα, σε ποίημά του, την διάσταση του ψυχαγωγικού φαινομένου στη Σμύρνη, όταν πρωτοστατούσε το σαντούρι, περί το 1910:
{…Kαι στον καφενέ του Μπίμπα, στην ταβέρνα του Πηγίδη
Της απάνω συνοικίας πούναι σαν διπλό στολίδι
Τα βιολιά και τα σαντούρια, τα σαρκιά και τα μεντέτια
Κάνουν στο κρασί να σβύνουν τα μεράκια και τα ντέρτια…}
Στην Ελλάδα κορυφαίος στο είδος είναι ο αείμνηστος Αριστείδης Μόσχος, ο οποίος, μάλιστα, είχε δημιουργήσει και δική του ΣΧΟΛΗ ΣΑΝΤΟΥΡΙΟΥ! Επίσης, γνωστοί Σαντουρατζήδες είναι ο Τάσος Διακογιώργης, ο οποίος συνεργάστηκε με τον Γιάννη Μαρκόπουλο στον <<Θεσσαλικό Κύκλο>> και με τον Μίκη Θεοδωράκη στο μελοποιημένο, απ’ τον μεγάλο συνθέτη, ποιητικό αριστούργημα του Ελύτη, το <<Άξιον Εστί>>. Ο πιο γνήσιος, όμως δάσκαλος και εκφραστής της Μικρασιατικής Σχολής του Σαντουριού, είναι για τους ειδήμονες, ο Νίκος Καλατζής ή Μπινταγιάλας. Η Λευκάδας δέχτηκε ικανό αριθμό προσφύγων, περίπου τρεις χιλιάδες φιλοξένησε για μεγάλο διάστημα σε πρόχειρο καταυλισμό μέσα στο Κάστρο, οι οποίοι στην συνέχεια πέρασαν οι περισσότεροι στα νέα Προσφυγικά χωριά της Πρέβεζας και της Ακαρνανίας. Αυτοί οι πρόσφυγες, που μερικοί των οποίων έμειναν και στην Λευκάδα στην γνωστή συνοικία με τα προσφυγικά, μάλλον πρέπει να έφεραν την τέχνη του σαντουριού.
Έτσι προβάλλει προπολεμικά στην Λευκάδα, για να συνεχίσει και τα πρώτα χρόνια μετά τον πόλεμο, ο υπέροχος σαντουρίστας απ’ την Καρυά, ο Βαγγέλης Θερμός, γνωστός σαν <<ο Καμπίλαυκος με το σαντούρι>>, που το ενέταξε στις Λευκαδίτικες παραδοσιακές ζυγιές και διασκέδασε επί δεκαετίες τον Λευκαδίτη ξωμάχο. Και ενώ, σχεδόν όλοι στο νησί πιστεύαμε ότι ο Καμπίλαυκος ήταν ο μοναδικός σαντουριτζής στην Λευκάδα, ή έρευνά μας, με μεγάλη χαρά, φέρνει στο φως ακόμη πέντε σαντουριτζήδες στο νησί! Στους Τσουκαλάδες, κάτι που αγνούν πολλοί Λευκαδίτες, υπήρξε ο Θοδωρής Ροντογιάννης ή Φέγγος, ο οποίος έδινε τον τόνο στα πανηγύρι της Φανερωμένης στο χωριό του! Στον Άγιο Πέτρο αναφέρεται σαν έξοχος σαντουριτζής ο Παράσχος, σώγαμπρος στο χωριό με καταγωγή απ’ την Κωνσταντινούπολη, όπου οι Αγιοπετρίτες τον αναφέρουν σαν <<Ο Παράσχος ο άντρας της Ευφορίας Δρακονταειδή>>! Άλλος σαντουριτζής στον Άγιο Πέτρο ο Γιάννης Λουπέτης Η εξαιρετική, όμως, πρίπτωση σαντουριτζή στην Λευκάδα είναι αυτή του Γιάννη Βαρδή, απ’ τον Μύτικα της Ακαρνανίας, ο οποίος ήταν πατέρας του γνωστού και αείμνηστου πια λαϊκού τραγουδιστή Αντώνη Βαρδή! Την περίπτωση του Γιάννη Βαρδή στην Λευκάδα διέσωσε ο γνωστός σε όλους μας κλαριτζής απ’ τα Χαραδιάτικα, ο μπάρμπα Μήτσος ο Τσιρούφλης, όπως ήταν γνωστός σε όλο το νησί…
{… Ο Γιάννης Βαρδής, θυμάται ο Τσιρούφλης, ήταν παιδί του Αποστόλη Βαρδή απ’ τον Μύτικα. Ήρθε στην Λευκάδα και έπαιζε σαντούρι, λαούτο και ακορντεόν. Παντρεύτηκε και έμενε εδώ στο νησί την Ελένη του Σαμουήλ Αρμένη, ο οποίος ήταν αδερφός του γνωστού γιατρού Αρμένη. Νομίζω πως γιός του Γιάννη Βαρδή είναι ο σημερινός τραγουδιστής της νεολαίας ο Αντώνης Βαρδής. Όταν εγώ ξεκίναγα με το κλαρίνο έκανα ζυγιά κάποτε με τον Βαρδή, τον Μαρκεζίνη απ’ το Μεγανήσι και τον Καρναβά, ο οποίος ήταν με κοντά παντελονάκια και τον συνόδευε ο πατέρας του… Κάποτε μας καλέσανε σε ένα γάμο στο Βάτο, ένα χωριό πάνω στο Περγαντί…}
Σαν έκτο σαντουριτζή στο νησί, καταγράφομε τον Μήτσο Γεωργάκη, ή Καπώνη απ’ την οικογένεια των Καπωναίων των Λαζαράτων, ο οποίος έπαιζε συγχρόνως και κλαρίνο και μάλιστα, στην Άγια Κάρα που έμενε στην Χώρα, δίδασκε το κλαρίνο σε νέα παιδιά! Ο Καπώνης ήταν μπατζανάκης του προαναφερθέντα βιολιτζή Θεόδωρου Τζετζέκου και είχαν μαζί ζυγιά.
ΤΟ ΚΛΑΡΙΝΟ
Δύο εκδοχές υπάρχουν για την ονομασία του κλαρίνου. Σύμφωνα με την πρώτη προέρχεται απ’ την αρχαιοελληνική λέξη <<Κάλαμος>>, εκ του οποίου, όπως υποστηρίζει ο Huggo Rieman, προήλθε το Λατινικό <<Calamus>>, απ’ το οποίο, τελικά προήλθε η λέξη κλαρίνο. Η δεύτερη εκδοχή, μάλλον πιο αδύνατη, θέλει η λέξη να προέρχεται απ’ το επίσης Λατινικό Clarus, που σημαίνει καθαρός, έχοντας σχέση προφανώς με την καθαρότητα του μοναδικού του ήχου. Ουσιαστικά αποτελεί την εξέλιξη του αρχαιοελληνικού αυλού, τον οποίο συναντάμε τον 8ο π.Χ αιώνα στην Ιλιάδα του Ομήρου! Στην περιγραφή που δίνει ο επικός μας ποιητής των αιώνων, στην περίφημη ασπίδα του Αχιλλέα, την οποία τεχνούργησε ο ίδιος ο θεός Ήφαιστος, αφού τον οπλισμό του Αχιλλέα φόρεσε ο φίλος του Πάτροκλος, ο οποίος σκοτώθηκε απ’ τους Τρώες. Όταν, λοιπόν, ο αρχηγός των γενναίων Μυρμηδόνων αποφάσισε να μπει στην μάχη για να εκδικηθεί τον θάνατο του φίλου του Πατρόκλου, τότε η μάνα του η Θέτιδα προσέφυγε στον Ήφαιστο, ο οποίος δημιούργησε την ιστορική του ασπίδα! Ο πανεπιστημιακός καθηγητής Φάνης Κακριδής δίνοντάς μας την περιγραφή των παραστάσεων των πέντε περίφημων ομόκεντρων κύκλων της ασπίδας του Αχιλλέα, εντοπίζει, μεταξύ όλων των εκφάνσεων της ζωής, που αυτή περιλαμβάνει, και τον υπέροχο αρχαιοελληνικό αυλό! Aκόμη, θα συναντήσομε τον αυλό κατά τον 5ο π. Χ να χρησιμοποιείται στην Αρχαία Ολυμπία, στην έναρξη των Ολυμπαικών αγώνων, ειδικότερα στο εισαγωγικό κομμάτι των Θυσιών προς τον Δία, κατά την διάρκεια των οποίων έπαιζαν οι περίφημοι <<Αυλητές>>! Πρώτος εξερευνητής, όμως, του αρχαιοελληνικού αυλού φέρεται απ’ την μυθολογία μας ο θεός Παν! Είναι η περίφημη <<Σήριγξ του Πανός>>!
Το κλαρίνο πρωτοκατασκευάστηκε το 1690 απ’ τον Γερμανό Γιόχαν Κρίστοφ Ντένερ, για να τελειοποιηθεί και να φτάσει στην βιομηχανοποημένη του μορφή απ’ τον Γάλλο κλαρινίστα Υάκινθο Κλόζ. Σε ότι αφορά την είσοδό του στον Ελληνικό χώρο, ανιχνεύσαμε τέσσερεις πιθανές χρονολογίες και τρόπους εισόδου στην χώρα. Σύμφωνα με την πρώτη εκδοχή, η οποία, μάλλον, φαίνεται και ασθενέστερη, τον 18ο αιώνα το κλαρίνο υπάρχει στα Ενετοκρατούμενα τότε Επτάνησα, σαν συμφωνικό όργανο, ή σαν κλαρινέτο των διαφόρων Επτανησιακών χορωδιών, και από εδώ μεταφέρθηκε στις απέναντι ακτές της Ηπείρου και της Πελοποννήσου, όπου έγινε το βασικό όργανο, που ανυμνούσε τους αγώνες της Κλεφτουριάς, για να πάρει, τελικά, την σημερινή του πορεία στον χώρο της Δημοτικής Μουσικής. Στην Λευκάδα, που μας αφορά, όπως προαναφέραμε και στο εδάφιο του Ζουρνά, δεν υπάρχει ευρεία χρήση του κλαρίνου, τουλάχιστον μέχρι το 1930, όπου βασιλεύει η τετράδα Ζουρνάς, Νταούλι, βιολί, Λαούτο! Η δεύτερη εκδοχή θέλει το κλαρίνο να πρωτοήρθε στην χώρα, περί το τέλος του 18ου αιώνα, όταν ο Σουλτάνος θέλησε να <<Εξευρωπαϊσει>> κατά κάποιον τρόπο, τις μπάντες του Οθωμανικού στρατού και κάλεσε Ευρωπαίους μουσικούς με σύγχρονα τότε όργανα, μεταξύ των οποίων και το κλαρίνο! Γι αυτό και πολλοί διατείνονται ότι το κλαρίνο ήρθε στην χώρα απ’ την Ανατολή…
Οι άλλες δύο εκδοχές, που θα παρουσιάσομε είναι οι πλέον πειστικές, γιατί στηρίζονται και στην έρευνα δύο ειδικών περί τα παραδοσιακά μουσικά όργανα. Πρώτα, η Δέσποινα Μαζαράκη, υποστηρίζει ότι το κλαρίνο το έφεραν στην Ελλάδα οι Βαυαροί ακόλουθοι του Όθωνα περί το 1830, σαν μουσικό μέλος των φιλαρμονικών, άποψη με την οποία συντάσσεται το μεγαλύτερο μέρος του μουσικού κόσμου της χώρας. Όμως, ισχυρίζονται πολλοί ειδήμονες, πως το κλαρίνο στην Αθήνα όχι απλά είναι άγνωστο ολόκληρο τον 19ο αιώνα, αλλά απαγορεύονταν επί πλέον… Η δεύτερη εκδοχή που αναφέραμε ανήκει στον Έλληνα καθηγητή της Σορβόνης Γρηγόρη Καλογερόπουλο, ο οποίος υποστηρίζει ότι το κλαρίνο στην Ελλάδα πρωτοακούστηκε στο σεράϊ του Αλή πασά στα Γιάννενα, ο οποίος, σημειωτέον, ήταν ιδιαίτερα φιλόμουσος, αφού έπαιζε λύρα, αρχές ακριβώς του 1800 και από εκεί έγινε κτήμα των περίφημων Ηπειρωτών κλαριτζήδων και πέρασε και στην υπόλοιπη χώρα. Την ανωτέρω άποψη του καθηγητή Καλογερόπουλου ασπαζόμεθα και εμείς προσωπικά, άποψη την οποία διερευνήσαμε ακόμη περισσότερο… Με ημερομηνία 1η Ιουνίου 1797 ο Αλή Πασάς στέλνει στον Ύπατο της Γαλλίας Ναπολέοντα, τον μετέπειτα Αυτοκράτορα, μια επιστολή γεμάτη <<Αληπασάδικες>> κολακείες και πονηριές, προκειμένου να συνεργαστούν οι φιλοπόλεμοι στρατοί τους… Ο Αλής επικαλείται σαν μάρτυρες για τις άριστες σχέσεις, συναλλαγές εμπορικές όλων των ειδών, μεταξύ Γαλλίας και Ηπείρου, τον Γάλλο υποπρόξενο στην αυλή του Ραγκονί και τον επίσης Γάλλο προξενικό αντιπρόσωπο στην Άρτα Νταντιέ! Σε αυτό το σημείο έρχεται και η Ηπειρώτικη μουσική παράδοση να επιβεβαιώσει πως, μεταξύ των αρίστων αυτών εμπορικών σχέσεων των δύο μερών, ήταν και οι μουσικές. Ο Ναπολέων έστελνε και μάρσιες (φιλαρμονικές) στον φιλόμουσο Αλή, μέσα στις οποίες υπήρχε και το κλαρίνο!
Και εδώ ακριβώς είναι το επίμαχο σημείο… Άρα το κλαρίνο πρωτακούστηκε στο σεράϊ του Αλή Πασά στα Γιάνεννα, στις φιλαρμονικές. Μάλιστα σε σόλο κλαρίνο πρωτοπαίχτηκε εκεί απ’ τους Γάλλους των φιλαρμονικών ο περίφημος χορός <<Ναπολέων Μάρς>>, ένας γρήγορος πηδηχτός χορός που δεν μοιάζει με ελληνικό… Παρά ταύτα, αυτός ο χορός <<πολιτογραφήθηκε>> απ’ τους Ηπειρώτες κλαριτζήδες σαν Ηπειρώτικος και παίζεται μέχρι σήμερα! Κορυφαίος στο σόλο κλαρίνο σε αυτόν τον <<Ναπολέων Μαρς>> χορό είναι ο περίφημος Τάσος Χαλκιάς!!! Τώρα, εδώ είναι η έκπληξη… Αυτός ο χορός χορεύονταν σε ένα και μοναδικό χωριό της Λευκάδος, την Κοντάραινα… Από ποιόν χορευτή και πως έφτασε στην Λευκάδα ο χορός <<Ναπολέων Μαρς>> θα το δούμε παρακάτω στην ενότητα για τα Λαϊκά πανηγύρια στα χωριά μας…
Στην Λευκάδα, που μας αφορά, πότε έχομε την ΠΑΓΙΩΣΗ του κλαρίνου σαν πνευστό μουσικό όργανο, και πότε αντικατέστησε οριστικά τον Ζουρνά, το όργανο το οποίο μαζί με το νταούλι είναι η παραδοσιακή <<Ζυγιά>> στο νησί απ’ τα Βυζαντινά ακόμη χρόνια; Σαφέστατα και το κλαρίνο ήταν γνωστό πριν το 1900 στο νησί, αφού οι Χωρικοί της Λευκάδος είχαν τόσες οικονομικές και κοινωνικές σχέσεις με το Ξηρόμερο και την Πρέβεζα, όπου πλέον είχε καθιερωθεί το κλαρίνο. Όμως… Όμως, η αποκαλυπτική φωτογραφία του 1918, που καταχωρήσαμε εισαγωγικά, και μάλιστα στο πιο μουσικό χωριό του νησιού, τον Αλέξανδρο, που πλέον αποτελεί <<βαρόμετρο>> για την Παραδοσιακή Λαϊκή Μουσική και τους Οργανοπαίχτες στην Λευκάδα, σε αυτή την φωτογραφία εμφανίζεται η τοπική ζυγιά του Αλέξανδρου να παίζει με δυο Ζουρνάδες ακόμη! Άρα μας πείθει πως το κλαρίνο ΕΙΣΗΛΘΕ στην μουσική παράδοση της Λευκάδος στα χρόνια του Μεσοπολέμου (1930).
Αλλά και πώς να έρθει συστηματικά και οργανωμένα, δεν μιλάμε για εξαιρετικές περιπτώσεις, νωρίτερα του 1930 στην Λευκάδα το πανάκριβο κλαρίνο, με την τελειοποιημένη και βιομηχανοποιημένη του σημερινή μορφή; Τα ελάχιστα που υπήρχαν στην Λευκάδα ήταν κατασκευασμένα ή από ξύλο, ή πρόχειρα και χωρίς κλειδιά… Έπειτα, αρκούσαν, για την διάδοση και καθιέρωσή του, μόνο τα ακούσματα μερικών Λευκαδίων απ’ το Ξηρόμερο και την Πρέβεζα; Όλοι γνωρίζομε ότι το καλύτερο μέσον διάδοσης της μουσικής γενικά αποτέλεσε το περίφημο γραμμόφωνο, που στα 1877 ανακάλυψε ο Έντισσον, ενώ οι πρώτοι δίσκοι του με ελληνικά δημοτικά τραγούδια και με κλαριτζήδες τον περίφημο Βασίλη Σουλεϊμάνη και τον γνωστό στο Πανελλήνιο Περικλή Χαλκιά, πατέρας του Πετρολούκα, ηχογραφούνται στην Αμερική την δεκαετία 1915 – 1925! Άρα στην Ελλάδα ήρθαν κατά πολύ αργότερα αυτοί οι δίσκοι με τα ηχογραφημένα τραγούδια, λογικά μετά το 1925, ώστε να γίνουν κτήμα, με τα γραμμόφωνα, του κοινού και των οργανοπαιχτών, ειδικότερα σε ότι αφορά το νεοχρησιμοποιούμενο κλαρίνο, για να το παγιώσουν και στην Λευκάδα, που μας αφορά…
Έτσι με βασικό χρονικό σταθμό το 1930 και μετά αναπτύσσεται στην Λευκάδα μια σπουδαία γενιά κλαριτζήδων, οι οποίοι δίνουν το χρώμα στα πανηγύρια των χωριών και ξεσηκώνουν τον κόσμο χορευτικά με τον οίστρο τους, μα κυρίως με το <<κιάσο>>, δηλαδή την σωματική εκφραστική κίνηση του κλαριτζή, μια θεατρικότητα απαραίτητη στο παίξιμο του κλαρίνου, σε συνδυασμό με τις τεχνικές του προσωπικές αρετές. Έτσι, και με την σπουδαία συνδρομή του Πρεβεζάνου κορυφαίου κλαριτζή του Νίκου Τζάρα, ο οποίος δίδασκε μαθητές και στην Λευκάδα, δημιουργείται, λοιπόν, μια σπουδαία γενιά Λευκαδίων κλαριτζήδων, που έφτασε μέχρι την δεκαετία του 1990, άλλοι κορυφαίοι και άλλοι ηπιότεροι, θα λέγαμε, που ψυχαγώγησαν γενιές Λευκαδιτών και κόσμησαν τα πανηγύρια!
Σύνολο τριάντα επτά Λευκαδίτες κλαριτζήδες εντόπισε η έρευνά μας, άλλους πλιότερο γνωστούς, μα με όλους να έχουν αφήσει βαριά πατήματα στην μουσική γη της Λευκάδος! Πρώτοι και πιο παλιοί κλαριτζήδες αναφέρονται στις αρχές του 20ου αιώνα ο Μήτσος Θεριανός ή Βεζύρης απ’ του Καρυώτη και ο Μήτσος Γεωργάκης, ο περίφημος Καπώνης, απ’ τους Σφακιώτες, ο οποίος, μάλιστα, δεν έμενε στα Λαζαράτα, αλλά στην Αγία Κάρα, όπου δίδασκε και νεαρούς φιλόδοξους να γίνουν κλαριτζήδες, αίφνης ο Γεράσιμος Κούρτης ή Μίλαρης απ’ την Εγκλουβή ήταν μαθητής του Καπώνη! Απ’ τον Αλέξανδρο είναι οι κλαριτζήδες, ο Θανάσης Βλάχος ή Καρανάσος, ο Στάθης Σούνδιας ή Μέτορας, ο Νίκος Βρεττός ή Βρυώνης, ο Κώστας Κακλαμάνης ή Ρίπας, ο Φώτης Κατσαρός ή Καραγιάννης, ο Παναγιώτης Μανωλίτσης ή Ράφτης. Απ’ την Καρυά ο Σπύρος Κατωπόδης ή Λούντρος, ο Ζώης Κακλαμάνης ή Γαϊδούρας ο Χαράλαμπος Κατωπόδης ή Μπέλας και ο Μήτσος Ζακυνθινός ή Μαρίνος. Απ’ τον Άγιο Πέτρο ο Νίκος Βρυώνης, ο Μήτσος Λογοθέτης και ο Ηρακλής Λογοθέτης ή Καζάκας, ο Βικέντιος Αρβανίτης ή Μπούλος, ο Στάθης Κούρτης, ο Άγγελος Πατρίκιος ή Μπολόνιας, που ξενητεύτηκε στην Αυστραλία και ο Πάνος Χαρίτος ή Πανομούης. Απ’ τα Χαραδιάτικα ο Μήτσος Κονιδάρης ή Τσιρούφλης. Απ’ την Εγκλουβή ο Γεράσιμος Κούρτης ή Μίλαρης. Απ’ το Κατωχώρι ο Γιάννης Καββαδάς ή Αρίκας. Απ’ του Νικολή ο Χαράλαμπος Μαργέλης. Απ’ το Νιοχώρι ο Θεοφύλακτος Μουζάκης ή Κώστας Γιαούζος. Απ’ τους Τσουκαλάδες ο Νώντας Σταματέλος ή Σκαρτσώρας και ο Σπύρος Σταματέλος ή Τσουρεκάς. Απ’ την Κατούνα ο Σπύρος Παπαδάτος. Απ’ το Μαραντοχώρι ο Κώστας Φατούρος ή Χούζας. Απ’ τον Πόρο ο Πάνος Κατωπόδης ή Καλόγερος. Απ’ τους Πηγαδισάνους ο Κώστας Ζακυνθινός ή Χουχμάνης. Απ’ το Μεγανήσι ο Γιώργος Αθανίτης ή Τζούμας και ο Αντώνης Λιονταρίτσης. Στις μέρες μας εντυπωσιάζει ο δεξιοτέχνης Κώστας Αρματάς απ’ το Φτερνό, μαθητής του Μάκη Βασιλειάδη και ο επίσης μαθητής του ο Βασίλης Καγκελάρης ή Γιάνναρος.! Αναφέρομε εδώ και τον αυτοδίδακτο Μιχάλη Βουκελάτο απ’ τα Χορτάτα, ενώ σημαντικοί είναι οι μαθητές του Νίκου Βρυώνη, ο Διονύσης Αρβανίτης ή Κοπανέλος και ο αστυνομικός Σπύρος Αργυρός, αν και ο τελευταίος ασχολείται μόνο ερασιτεχνικά πια με το κλαρίνο…
Το κλαρίνο! Ο ευθύαυλος των αρχαίων Ελλήνων! Τελειοποιήθηκε στην Γερμανία κατά τα μέσα του 17ου αιώνα, όπου και παράχθηκε σε μαζική βιομηχανική παραγωγή. Στην Ελλάδα ποικίλουν οι απόψεις πότε εισήχθη, με πιθανή αυτή της Δέσποινας Μαζαράκη, ότι το έφεραν οι Βαυαροί ακόλουθοι του Όθωνα περί το 1830, αρχικά σαν κλαρινέτο συμφωνικό όργανο στις ορχήστρες, αλλά με πιο πειστικότερη αυτή του καθηγητή της Σορβόνης Γρηγόρη Καλογερόπουλου, ότι το κλαρίνο μπήκε στην Ελλάδα αρχές του 1800 στο σεράϊ του Αλή Πασά στα Γιάννενα… Όταν, κατόπιν, πέρασε στα Λαϊκά μουσικά δρώμενα της χώρας ολόκληρης αντικατέστησε τον ζουρνά και έγινε ο κύριος εκφραστής της Δημοτικής μουσικής, την οποία υπηρέτησε και υπηρετεί με τρόπο θελκτικό, αφού, με τις τεχνικές δυνατότητες και αρετές που έχει, όχι απλά συντήρησε το δημοτικό τραγούδι, αλλά και το εξέλιξε και το αυγάτεψε!
Ένα πανηγύρι! Μια γιορτή σου Ελλήνισσα ψυχή!
Ένας δρόμος στην ενατένιση της αμάραντης ζωής
Τόσο σε τέρπει, τόσο σε μελωδεί στους αιώνες
Πάνω του έστησες γλέντια, δόξες, νοσταλγίες, απαντοχές
Στον πυρίχειο χορό της αγκαλιάς σου με την μάνα γη
Στην δόξα σου με το λεβέντικο μεδούλι της φυλή μας
Δυο – τρεις οργιές το μπόϊ σου ετράνεψες, ψυχή μου, στον χορό
Ρούφηξες την μέθεξή του ωσάν γενομένο μήλο του Μαγιού
Υποπόδιο στη διαδρομή σου το λαούτο, η λύρα, το κλαρίνο, το βιολί
Με τούτα στα δικά σου Εκβάτα το στρατό νίκησες της βιοτής…
-Θοδωρής Γεωργάκης