Ο ΖΟΥΡΝΑΣ
Aπ’ του ξακουστότερους και πιο σημαντικούς ζουρνατζήδες και πιπιζιάρηδες στην Ελλάδα ο ανωτέρω Αλέξης Σκίνης απ’ τους Δελφούς, ο οποίος έπαιξε και στις Δελφικές Γιορτές που διοργάνωναν ο Λευκαδίτης Πρωθιερέας του Πνεύματος και του Λυρισμού, ο Άγγελος Σικελιανός και η Αμερικανίδα γυναίκα του Εύα Πάλμερ το 1927 και το 1930!
Ο Ζουρνάς ταυτίζεται με τον αρχαιοελληνικό οξύαυλο, λέξη σύνθετη απ’ το οξύς και αυλός, που σημαίνει αυλός, με ήχο δυνατό. Και πράγματι έτσι είναι στην πράξη η λαλιά του ζουρνά, δυνατή, διαπεραστική και ξηρή, θα λέγαμε, γι αυτό και οι ζουρνάδες χρησιμοποιούνταν σε ανοιχτούς χώρους και μάλιστα σε αιώνες που δεν υπήρχαν τα σημερινά μικρόφωνα, επομένως απαιτούνταν αυτοδύναμη ακουστική ταχύτητα και δύναμη για το συγκεντρωμένο πλήθος των εκάστοτε εορταζόντων. Συναντάμε στην αρχαιότητα τον ζουρνά μέσα από ιστορικές, φιλολογικές, αλλά και εικαστικές μαρτυρίες απ’ την εποχή του Ομήρου! Πριν την εμφάνιση του κλαρίνου, στο πρώτο ήμισυ του 19ου αιώνα, στην Ελλάδα, ο ζουρνάς, σύμφωνα με τον Παύλο Καρέρ, χαρακτηρίζονταν ως <<Εθνική φλογέρα>>, αναφέρει δε στα <<Απομνημονεύματά>> του, ότι είδε: <<… Να τραγουδούν και χορεύουν παίζοντας τας εθνικάς φλογέρας και τα νταούλια>>. Οι ξένοι περιηγητές, αλλά και οι Φιλέλληνες κατά την διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης, όπως ο Λόρδος Βύρων και ο Πουκεβίλ, δεν έβλεπαν και δεν άκουαν ευχάριστα την διαπεραστική φωνή του ζουρνά, και για τούτο σημειώνει ο Φοίβος Ανωγειανάκης στο μνημειώδες έργο του <<Ελληνικά Λαϊκά Μουσικά Όργανα>>, πως:
<<Με βασικά διαφορετική μουσική παιδεία, όλοι αυτοί οι ξένοι, αδυνατούν να προσαρμοσθούν στο μελωδικό, ρυθμικό και γενικότερα ηχητικό κλίμα της Ελληνικής Λαϊκής Μουσικής. Για τον Πουκεβίλ, αίφνης, ο ζουρνάς είναι ένα <<κραυγαλέο>> όργανο!!! Όμως, αν δεν θεμελιώσεις τον Διονυσιασμό, τον Ορφισμό και τα Καβύρεια, δεν ακολουθήσεις τα βήματα του Αλεξάνδρου και δεν ζήσεις τον Βυζαντινό Ιππόδρομο, πως ο ζουρνάς να μην αποτελεί κραυγαλέο όργανο;>>.
Απ’ τα Βυζαντινά ακόμη χρόνια το δίδυμο ζουρνάς και νταούλι ήταν αχώριστο! Αυτό σημαίνει πως η χαρακτηριστική <<Ζυγιά>> των Λαϊκών Οργάνων, σε πανηγύρια, γάμους και γιορτές, απ’ τα βάθη των αιώνων, αποτελούνταν αρχικά, από αυτά τα δύο Λαϊκά όργανα, τα οποία, και τα δύο, απαιτούσαν διαρκή κινητικότητα των οργανοπαιχτών ανάμεσα στους συγκεντρωμένους, προκειμένου να διαχέεται ομοιόμορφα και πιστά ο ήχος, αφού, όπως προαναφέραμε, δεν ζούμε σε εποχές με μηχανικές και ηλεκτρονικές διευκολύνσεις και αναπαραγωγές του ήχου, αλλά και να υπάρχει η αμεσότητα, η ταύτιση, το σμίξιμο των Οργανοπαιχτών με το Λαϊκό στοιχείο! Αντίθετα με τους σημερινούς Λαϊκούς οργανοπαίχτες, όπου, κατά κανόνα κάθονται σε πατάρι. Η μαρτυρία αυτή περί <<Ζυγιάς>> ζουρνά και νταουλιού, και μάλιστα απ’ τα Βυζαντινά ακόμη χρόνια, μπορεί να μας οδηγήσει, σε εξόχως χρήσιμα συμπεράσματα για την Λαϊκή Μουσική Πορεία της Λευκάδος, με την οποία ασχολείται το παρόν μας πόνημα, η οποία Πορεία, όπως σημειώσαμε εισαγωγικά, χωρίζεται σε δύο μακραίωνες περιόδους, την προτουρκική και τουρκική στο νησί και την Ενετική, η οποία εγκαινιάζεται και ακολουθείται απ’ το 1684 και εφεξής, όταν η Λευκάδα γίνεται το πρώτο ουσιαστικά Ελληνικό έδαφος το οποίο λευτερώνεται απ΄ τον τουρκικό ζυγό, απ’ τους Ενετούς του Φραγκίσκου Μοροζίνη και μπορεί, κάτω απ’ την φιλελεύθερη πολιτική των χριστιανών Ενετών να προχωρήσει.
Απ’ τα ύστερα Βυζαντινά χρόνια, ως εκ τούτου, συμπεριλαμβανομένης και της τουρκοκρατίας στην Λευκάδα, (1200 – 1684), η Λαϊκή Μουσική του νησιού έχει σχεδόν σαν μοναδικά και κύρια μουσικά όργανα τον πανάρχαιο ζουρνά και το νταούλι. Χρησιμοποιούμε σαν αφετηρία το 1200 γιατί τότε περίπου διαλύεται η αρχαία πολίχνη στον σημερινό Κούλμο και οι κάτοικοι, προφανώς, διαχέονται στα ενδότερα του νησιού, προκειμένου να αποφύγουν και τους πειρατές, οι οποίοι επί αιώνες λυμαίνονται το Ιόνιο, με αποτέλεσμα ξένοι περιηγητές να χαρακτηρίζουν την Λευκάδα <<επαίσχυντη φωλέα πειρατών>>… Επομένως το δίδυμο ζουρνάς – νταούλι ουσιαστικά είναι μια καθαρή συνέχεια της Βυζαντινής Λαϊκής Μουσικής Παιδείας και στο νησί μας, μαρτυρία την οποία μας προσφέρει, όπως εισαγωγικά προαναφέραμε, και ο τούρκος περιηγητής Εβλιά Τσελαμπή, ο οποίος το 1668, ελάχιστα χρόνια πριν το διώξιμο των ομοεθνών του απ’ το νησί, βρήκε τους Λευκαδίτες να διασκεδάζουν με νταούλια και ζουρνάδες. Οι Λευκαδίτες αποκαλούσαν τον ζουρνά <<Τζουρνά>>, σύμφωνα με τον Φοίβο Ανωγειανάκη, ενώ οι Ζακύνθιοι και οι Κεφαλλονίτες τον αποκαλούσαν <<Νιάκαρο>>.
Όσο πλούσιος είναι εσωτερικά ο οργανοπαίχτης αυτού του δύσκολου οργάνου, του ζουρνά, με την συνοδεία του οποίου απαιτείται για να τραγουδήσει κάποιος ειδικές δεξιότητες, όσο, λοιπόν, πλούσιος είναι ο οργανοπαίχτης σε μουσική γνώση, συναισθήματα και βιώματα, άλλο τόσο το μουσικό του αποτέλεσμα συγκινεί, παρακινεί, αφυπνίζει, ενθουσιάζει, ευαισθητοποιεί και τελικά ψυχαγωγεί, με την κυριολεκτική έννοια του όρου, τους θεατοακροατές. Ειδικά για τον ζουρνά, αφού τα παραπάνω αφορούν όλα τα μουσικά όργανα και τις δεξιότητες του οργανοπαίχτη, οι εκφράσεις του προσώπου του, οι κινήσεις των χεριών και του σώματος, όλο του το είναι και ο ψυχικός του κόσμος, σωματοποιείται και γίνεται μια εκπληκτική τροφή των αισθήσεων!
Στην Λευκάδα, όπως προείπαμε, ο ζουρνάς έρχεται μέσα απ’ τα βάθη των αιώνων και δη των μέσων και ύστερων Βυζαντινών χρόνων. Φαίνεται, μάλιστα, πως ακόμη και μετά την είσοδο του κλαρίνου στην Ελλάδα, αρχές του 19ου αιώνα, ο ζουρνάς εξακολουθεί να είναι το κύριο πνευστό όργανο που συνοδεύει τα υπόλοιπα όργανα της κάθε ζυγιάς, το λαούτο, το βιολί, το σαντούρι, διατηρήθηκε δε ο ζουρνάς σε μερικές ζυγιές στο νησί μέχρι το 1960, παρά την επίσημη ύπαρξη του κλαρίνου, επαναλάμβανουμε. Το γεγονός αυτό προκύπτει από δύο σημαντικές μαρτυρίες. Η πρώτη είναι φωτογραφική και παρουσιάζεται Ζυγιά στο κατ’ εξοχήν μουσικό χωριό του νησιού μας, τον Αλέξανδρο, στα 1918, να διασκεδάζει με ζουρνά και όχι με το κλαρίνο. Την σχετική φωτογραφία δημοσιεύομε σε άλλη σελίδα του παρόντος. Αν, ο πρωτοπόρος μουσικά Αλέξανδρος, χρησιμοποιεί συστηματικά μέχρι και το 1920 ακόμη τον Ζουρνά, τα άλλα χωριά του νησιού σίγουρα ακολουθούν. Η δεύτερη μαρτυρία προέρχεται από ένα Λευκαδίτικο Λαϊκό τραγούδι, δημιουργημένο στις αρχές του 20ου αιώνα, το οποίο περιλαμβάνεται στο έργο του Πανταζή Κοντομίχη <<ΔΗΜΟΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΗΣ ΛΕΥΚΑΔΑΣ>>, όπου σκωπτικά αναφέρονται τα προτερήματα, αλλά και τα <<κουσούρια>> του κάθε χωριού της Λευκάδος. Σε εδάφιο αυτού του τραγουδιού καταγράφεται σχετικά πως και στην Καρυά, επίσης χωριό με πλούσια μουσικά παράδοση, έχομε ακόμη περί το 1900 την ύπαρξη του ζουρνά:
<<Πλατύστομα κι Αλέξανδρος είναι χορευταράδες και στην Καρυά στον πλάτανο βαράνε οι ζουρνάδες…>>
Να σημειώσομε εδώ πως το σχετικό τραγούδι έχει μελοποιηθεί απ’ τον Λευκαδίτη μουσικό και Βιολιτζή Παναγιώτη Φίλιππα, με τον οποίο μαζί δημιουργήσαμε το προαναφερθέν CD <<ΜΟΥΣΙΚΟ ΣΕΡΓΙΑΝΙ ΣΤΗΝ ΛΕΥΚΑΔΑ>>, με δεκαοκτώ τραγούδια, μερικά των οποίων συνέλεξα, προσωπικά, από φοιτητής ακόμη… Για το μουσικό μας αυτό δημιούργημα θα κάνομε λόγο αναλυτικά στο τέλος του παρόντος πονήματός μας. Επομένως, με αυτά τα δύο σημαντικά ντοκουμέντα, που παρουσιάσαμε ανωτέρω, μπορούμε με πολλή μεγάλη σιγουριά να πούμε πως το κλαρίνο εξωβέλισε σταδιακά τον ζουρνά απ’ την Λευκαδίτικη Λαϊκή διασκέδαση και Μουσική Πορεία κατά την διάρκεια του Μεσοπολέμου, όταν και παρουσιάστηκαν στο νησί οι έξοχοι κλαριτζήδες, για τους οποίους αναφερόμαστε στο εδάφιο περί του κλαρίνου και για τους οποίους θα ακολουθήσει παρακάτω αναλυτική βιογραφική αναφορά, για να θεριέψει αυτή η παρουσία του κλαρίνου στα Λαϊκά Μουσικά Δρώμενα στο νησί μεταπολεμικά και να είναι το κλαρίνο το χαρακτηριστικό, θα λέγαμε, όργανο σε κάθε ζυγιά, αφού ο κλαριτζής, κατά κανόνα, καθόριζε και καθορίζει μέχρι σήμερα, την ηχοχρωματική διαφορά και το μουσικό κύρος κάθε ζυγιάς….
Παρά το γεγονός ότι ο ζουρνάς ήταν επί αιώνες το βασικό πνευστό μουσικό όργανο της Λευκάδος, όπως περιγράψαμε την μακραίωνη πορεία του, δεν έχομε πάρα πολλά ονόματα Ζουρνατζήδων στο νησί, λογικά θα πούμε, αφού ναι μεν το όργανο υπάρχει απ’ τα βάθη των αιώνων στο νησί, όμως ή εξωβέλισή του απ’ το κλαρίνο διέκοψε τις γενιές ζουρνατζήδων, που γεννούσαν συστηματικά φαίνεται τα νότια χωριά της Λευκάδος και κυρίως η Εύγηρος, το Μαραντοχώρι και ο Άγιος Πέτρος! Ήταν τόσες οι ανάγκες του νησιού, όμως σε ζουρνατζήδες, που όπως ομολογούσε ο έξοχος κλαριτζής των ημερών μας, ο Μήτσος Κονιδάρης ή Τσιρούφλης απ’ τα Χαραδιάτικα, στην Λευκάδα αναγκάζονταν και έφερναν ζουρνατζήδες και απ’ την Αιτωλοακαρνανία και ειδικότερα απ’ την περιοχή του Μεσολογγίου, όπου και σήμερα υπάρχει η αναβίωση των ζουρνάδων στο λαμπρό πανηγύρι του Αϊ Συμιού, που γίνεται έξω απ’ το Μεσολόγγι!.
Να επισημάνομε, όμως, σε αυτό το σημείο, κάτι ενθαρρυντικό, πως, ο εξαίρετος και αυθεντικός λαογράφος, κυρίως επί μουσικών θεμάτων, Σπύρος Σκλαβενίτης στην εργασία του: <<ΟΙ ΛΑΪΚΟΙ ΟΡΓΑΝΟΠΑΙΧΤΕΣ ΣΤΟ ΝΗΣΙ ΤΗΣ ΛΕΥΚΑΔΟΣ>>, αναφέρει πως μια μεγάλη φουρνιά ζουρνατζήδων έφτασε στο νησί απ’ το Σούλι. Ο Σπύρος Σκλαβενίτης αναφέρει την άφιξη των Σουλιωτών στην Λευκάδα περί τις αρχές του 19ου αιώνα, όταν οριστικά ο Αλή Πασάς έγινε κύριος των τριών χωριών του Σουλίου, Σαμονίβα, Αβαρίκο και Κιάφα, εμείς θα επισημάνομε πως αυτή η άφιξη Ηπειρωτών και δη Σουλιωτών στο νησί της Λευκάδος ήδη είχε ξεκινήσει μετά το 1684, όταν υπήρχε βίαιος εξισλαμισμός τους, που τους ανάγκαζε σε εκπατρισμό, προκειμένου να μην αλλαξοπιστήσουν, η δε Λευκάδα είχε ήδη περιέλθει στους Ενετούς του Μοροζίνι και ο τελευταίος μετέφερε πολλούς Ηπειρώτες, οι οποίοι, μάλιστα, τον είχαν βοηθήσει και στην άλωση του Κάστρου της Λευκάδος, αλλά μετέφερε, με γραπτή του έκκληση, μάλιστα, και Στερεοελλαδίτες και Κρητικούς, προκειμένου να τονώσει το εξαντλημένο απ’ την τουρκοκρατία και το σκληρό παιδομάζωμα δημογραφικό πρόβλημα του νησιού. Αναφέρει, τα παρακάτω ο Σπύρος Σκλαβενίτης, σχετικά με τους Σουλιώτες ζουρνατζήδες, που έφτασαν στο νησί της Λευκάδος, και ρίζωσαν μουσικά στο νησί, ώστε να αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα και της μουσικής μας παράδοσης:
{… Στην Εύγηρο εγκαταστάθηκε η οικογένεια του Σπύρου Σαϊμάντη και των πέντε αδερφιών του. Ήταν όλοι ζουρνατζήδες και πολιτογραφήθηκαν Φατουραίοι. Επίσης υπήρχαν οι γενάρχες των σογιών Πουλιέζου, Τζουρά, Κουκή, Κωνσταντή και Τσακανίκα, που μέχρι το 1940 λέγονταν Σουλιωταίοι και συνέχισαν την λαμπρή μουσική παράδοση των ζουρνατζήδων σε Εύγηρο και Μαραντοχώρι. Μάλιστα απόγονος του σογιού αυτού είναι και ο Νίκος Φατούρος – Λύγκος, που γεννήθηκε το 1908 και ζει ακόμη, (Σημ. Συγ. Ο Σπύρος Σκλαβενίτης γράφει το άρθρο του περί το 2000), με πλήρη πνευματική διαύγεια, ο οποίος είναι ο τελευταίος εν ζωή ζουρνατζής του νησιού…}.
Σήμερα στο νησί μας ο ζουρνάς, αυτό το περίφημο, ένδοξο και βασικό Λαϊκό μουσικό όργανο, που επί αιώνες διασκέδασε τους Λευκαδίτες, δεν υπάρχει πια, παρά σαν μουσειακό φολκλορικό είδος, ή μόνο σε εξειδικευμένες περιπτώσεις χρησιμοποιείται απ’ τα πολλά χορευτικά σύνολα του νησιού για τις ανάγκες των εμφανίσεών τους. Συνειδητή και επί τούτου, θα λέγαμε, χρήση του ζουρνά και όχι του μετά τον πόλεμο εισαχθέντος σταδιακά κλαρίνου, έγινε στο προαναφερθέν CD <<<ΜΟΥΣΙΚΟ ΣΕΡΓΙΑΝΙ ΣΤΗΝ ΛΕΥΚΑΔΑ>>, προκειμένου και ακριβώς για να καταδείξομε πως αυτό το όργανο ήταν το βασικό μας Λαϊκό Μουσικό Όργανο στο νησί επί αιώνες!
Η έρευνά μας φέρνει στο φως μόνο δώδεκα Λευκαδίτες ζουρνατζήδες, αφού σίγουρα είναι δεκάδες στο διάβα των πολλών αιώνων που χρησιμοποιήθηκε σαν βασικό πνευστό όργανο! Στον Αλέξανδρο ο Σωκράτης Βλάχος, πατέρας του μεγαλύτερου κλαριτζή που έχει αναδείξει η Λευκάδα, του Θανάση Βλάχου ή Καρανάσου. Στην Εύγηρο, ο Σπύρος Φατούρος ή Λύγκος, ο γιός του Νίκος Φατούρος ή Λύγκος, ο Κώστας Φατούρος ή Σταθέλος, ο Σπύρος Φατούρος ή Γεωργαλάκης ή Γεωργούτσος, ο Στάθης Φατούρος ή Ρίτζος ή Τσεκούρας. Στο Μαραντοχώρι ο Σπύρος Φατούρος, ο Γιάννης Σκληρός ή Πιτσίνης και ο Στάμος Σκληρός ή Καργαδόρος. Στον Άγιο Πέτρο, ο Λεωνίδας Βρυώνης, ο πατέρας του θρυλικού κλαριτζή Νίκου Βρυώνη και ο Στάθης Βράϊλας! Στον Πόρο ο Δήμος Καραβίας. Αξίζει εδώ να αναφέρομε και έναν έξοχο κατασκευαστή ζουρνάδων στην Εύγηρο, τον Σαμουήλ Φατούρο!
ΜΕ ΖΟΥΡΝΑΔΕΣ ΣΤΟΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟ ΣΤΑ 1918!!!
Αυτή είναι η φωτογραφία – ντοκουμέντο, η οποία μας οδηγεί να διαλευκάνομε και να καταλήξομε πότε περίπου ΠΑΓΙΩΘΗΚΕ το κλαρίνο στην Λευκάδα, θέμα το οποίο έχει άμεση σχέση με αυτό που ονομάζομε <<ΜΟΥΣΙΚΗ ΛΑΪΚΗ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΛΕΥΚΑΔΑΣ>>, αλλά και οριοθετεί δύο λαϊκές μουσικές εποχές, αυτή τη μακραίωνη του ζουρνά και αυτή του σημερινού κλαρίνου. Στα 1918 στον Αλέξανδρο το <<χωριό μουσικό βαρόμετρο>> για την Λευκάδα, το μουσικότερο χωριό όχι μόνο του νησιού, αλλά στο Πανελλήνιο, χρησιμοποιούσαν ακόμη τον ζουρνά στις γιορτές, στους γάμους και στα γλέντια τους που γίνονταν κάθε Κυριακή απολείτουργα, όπως αναφέρει η παράδοση. Στη φωτογραφία βλέπομε δύο βιολιά, ένα λαούτο και δύο ζουρνάδες! Επομένως το κλαρίνο, που σήμερα έχει αντικαταστήσει οριστικά τον Ζουρνά ήρθε μεν νωρίτερα του 1918 στο νησί, και το πρωτόπαιξαν εξειδικευμένα μεμονωμένοι κλαριτζήδες, όπως ο περίφημος Μήτσος Γεωργάκης ή Καπώνης απ’ τα Λαζαράτα, που έμενε στην Αγία Κάρα, αλλά, μάλλον, πρέπει να ΠΑΓΙΩΘΗΚΕ οριστικά μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο στο νησί και ειδικότερα απ’ το 1960 και εφεξής!
TO ΝΤΑΟΥΛΙ
Νταούλι και ζουρνάς! Το αχώριστο μουσικό δίδυμο των αιώνων!
Το νταούλι ανήκει στα κρουστά μουσικά όργανα και είναι συνοδευτικό και αχώριστο δίδυμο πρωτίστως με τον ζουρνά, απ’ τα Βυζαντινά ακόμη χρόνια, και απ’ τον 20ο αιώνα συνοδευτικό του κλαρίνου. Ο ήχος του παράγεται με ρυθμικά χτυπήματα στην τεντωμένη μεμβράνη, κυρίως από γιδοτόμαρο, που βρίσκεται στην επιφάνειά του. Στα Βυζαντινά χρόνια χρησιμοποιούνταν, πέραν απ’ την μουσική, και σαν <<πολεμικό όπλο>>, αφού με τους βροντώδεις και εκφοβιστικούς του ήχους ορμούσαν στην μάχη οι Βυζαντινοί στρατιώτες και για δική τους υποβλητική παρόρμηση, αλλά και για να τρομάξουν τον αντίπαλο… Στην Ελλάδα θα το συναντήσομε με διάφορες ονομασίες όπως: Νταβούλι, Τοσκάνι, Τουμπί, Κιόσι, Ταβούλι Τουμπανέζι και Άργανο! Η τελευταία του ονομασία <<Άργανο>> χρησιμοποιούνταν και στην Λευκάδα, όπου, μετά την γνωστή φράση των Λευκαδίων <<Πάμε στα βιολιά>> εννοώντας τις ζυγιές τα όργανα στα πανηγύρια των χωριών του νησιού, ακουγόνταν και το <<Πάμε στ’ Άργανα>>…
Έχομε πολλές φορές αναφερθεί στο αχώριστο, επί αιώνες, δίδυμο Ζουρνάς και Νταούλι, σε όλη την Ελλάδα. Και στο νησί μας αυτό το δίδυμο είναι το κυρίαρχο μουσικό σύνολο που υπάρχει μέσα απ’ τα Βυζαντινά χρόνια και τα μετεέπιτα της τουρκοκρατίας, (1479 – 1684), για να εμπλουτισθεί, στα μέσα του 19ου αιώνα πρώτα με το λαούτο και μετά με το βιολί, συναποτελώντας τα τέσσερα αυτά όργανα τις ζυγιές στα Λαϊκά μουσικά δρώμενα στο νησί, μέχρι στις αρχές του 20ου αιώνα, όταν το κλαρίνο αντικατέστησε τον ζουρνά. Αυτή η μουσική συνύπαρξη Ζουρνά και Νταουλιού, καταγράφεται και απ’ τον τούρκο περιηγητή Εβλιά Τζελεμπή. Προαναφερθήκαμε στην περίπτωση Τζελεμπή, εδώ θα παρουσιάσομε, όμως, εδάφιο απ’ την γραπτή του αναφορά στα 1668. Αναφέρει, αρχικά, πως τα χώματα που συνάντησε απ’ τον Αχελώο και εδώ τα αποκαλούσαν <<Χώματα της Αγίας Μαύρας>>! Μέχρι στις παρυφές του Μεσολογγίου έφτανε στην τουρκοκρατία ο Καζάς της Αγίας Μαύρας! Ακολούθως, παρουσιάζει ολοκάθαρα τον τρόπο που γλεντούσαν οι Λευκαδίτες στα καπηλειά, που υπήρχαν στις δύο πολίχνες ανατολικά και δυτικά του Κάστρου. Συγκεκριμένα αναφέρει:
{… Υπάρχουν στην πολίχνη, (έξω από το Κάστρο προς τη Λευκάδα) πολλά καπηλειά, όπου πίνουν και μεθάνε και ξοδεύουν τα λεφτά απ’ την λεία που συγκεντρώνουν τα τσούρμα πειρατικών πλοίων. Αυτά τα τσούρμα μιλούν ελληνικά και φράγκικα. Άμα γλεντοκοπήσουν και ξοδέψουν ότι είχαν συνάξει, ξαναρίχνονται στη θάλασσα για να συνεχίσουν τον ληστρικό τους βίο. Και καθώς η Αγία Μαύρα είναι στο πέρασμα του δρόμου προς την Φραγκιά, τούτοι οι <<λεβέντες>> έχουν γίνει αγκάθι στο μάτι της φραγκιάς… Με φέσι κόκκινο στο κεφάλι, κόκκινο γιλέκο και από κάτω δερμάτινο χιτώνα και ζωστό ζωνάρι και στη μέση δίκοπα μαχαίρια και στα χέρια μπαλντάδες και τσεκούρια, μ’ ένδυμα άσπρο, με γυμνές τις γάμπες και φορώντας μανδύες στην πλάτη και κόκκινα ιχράμια γυρνούν μεσ’ στην πόλη και διασκεδάζουν μεθοκοπώντας από καπηλειό σε καπηλειό νύχτα – μέρα με νταούλια και ζουρνάδες…} (Πάνου Ροντογιάννη: <<ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΝΗΣΟΥ ΛΕΥΚΑΔΟΣ>>. Τόμος Α, σελίδα 497).
ΜΕ ΝΤΑΟΥΛΙΑ ΚΑΙ ΖΟΥΡΝΑΔΕΣ ΚΑΙ ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΛΕΥΚΑΔΑ ΤΟΥ 1949!
Ακόμη μια ΤΑΥΤΟΤΙΚΗ θα λέγαμε φωτογραφία της Λευκάδος, μέσα στη xώρα του 1949, σε ότι αφορά το μέγιστο θέμα των μουσικών οργάνων στο νησί και ιδιαίτερα του κλαρίνου… Είναι τα χρόνια όπου ακολούθησαν αμέσως τον εξωντοτικό και καταστροφικό Εμφύλιο Πόλεμο στο νησί, με την αδελφοκτόνο πρωτόγνωρη σφοδρότητα που γνώρισε σε σχέση με άλλες περιοχές της Ελλάδος… Είναι οι Απόκριες του 1949 και ο κόσμος μέσα στην πόλη ξεφαντώνει! Και τα μουσικά όργανα αυτού του Αποκριάτικου Ξεφαντώματος είναι το νταούλι και δύο ζουρνάδες! Επομένως, έχομε ένα ακόμη πειστικότατο φωτογραφικό ντοκουμέντο, που μας λέει ότι μέχρι το 1950 τα Λευκαδίτικα γλέντια είναι με ζουρνάδες και νταούλια!!!