Κάθε Σάββατο, έχουμε την τιμή να φιλοξενούμε ένα απόσπασμα από το βιβλίο του Θοδωρή Γεωργάκη “Λευκαδίτικα Λαϊκά Μουσικά Μονοπάτια“
17. ΝΑ ΠΑΡΟΥΝ ΤΟΥ ΦΡΥΑ ΝΕΡΟ ΤΩΝ ΣΦΑΚΙΩΤΩΝ ΚΟΠΕΛΛΕΣ!
Τα εφτά χωριά των Σφακιωτών με την χαρακτηριστική Κρητική προέλευση αποτέλεσαν στο παρελθόν μια τεράστια Πολιτιστική Κυψέλη στο νησί! Ένας χώρος μοναδικής καλλιτεχνικής δημιουργίας, η οποία καλύπτει όλες της εκφάνσεις του Λαϊκού μας πολιτισμού! Kυρίως, όμως, αυτή η καλλιτεχνική τους φλεβιά εύρισκε διέξοδο και πρόσφορο έδαφος στην ποίηση και στο θέατρο! Πάνω από είκοσι Λαϊκούς ποιητές καταγράφει στα εφτά χωριά των Σφακιωτών ο καθηγητής Σπύρος Βρεττός στο έργο του ΟΙ ΛΑΪΚΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ ΤΗΣ ΛΕΥΚΑΔΑΣ (1900 – 1980) ΣΑΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ. Ιδιαίτερα, όμως, διαλεχτοί είναι ο Ξενοφώντας Σάντας, απ’ τα Κοντράτα του Πινακοχωρίου, που έχει γράψει πάνω από τριάντα σωζώμενα ποιήματα, και ο οποίος ήταν θαυμάσιος κατασκευαστής λιτροβιών, τέχνη την οποία κατείχε η οικογένεια Σάντα. Επίσης, εξέχουσα θέση κατέχει ο λόγιος, αν και ξωμάχος, Βαγγέλης Γληγόρης, (Γατσούλης) απ’ το Σπανοχώρι, με μια σειρά εμπνευσμένα ποιήματα, αλλά και μικρά ηθογραφικά διηγήματα! Στον χώρο του θεάτρου, επίσης, τα χωριά των Σφακιωτών έχουν δώσει στο παρελθόν, μια σειρά ποιοτικών παραστάσεων, στις οποίες πρωτοστατούσε, προπολεμικά, ο πανελληνίου κύρους λογοτέχνης, ο Γεράσιμος Γρηγόρης απ’ το Σπανοχώρι, σε νεαρή ηλικία!
Στον χώρο της λαϊκής μουσικής και δημιουργίας, μπορεί να μην υπάρχουν οι τόσο πολλοί σημαντικοί Λαϊκοί οργανοπαίχτες, με την συχνότητα που τους συναντάμε στον Αλέξανδρο, στην Καρυά, στον Άγιο Πέτρο, υπάρχει, όμως πρώτα η μεγάλη οικογένεια των Καπωναίων (Γεωργάκη στο επίθετο), απ’ τα Λαζαράτα με κορυφαίο και πρώτο κλαριτζή, αλλά και σαντουριτζή και δάσκαλο νέων παιδιών στην Λευκάδα, τον Μήτσο Γεωργάκη ή Καπώνη, ενώ, όπως παρακάτω θα διαπιστώσομε υπάρχει στους Σφακιώτες διάχυτο το ποιητικό στοιχείο και μάλιστα με την μορφή ντόπιων Σφακισάνικων τραγουδιών, χορευτικών για τα πανηγύρια, αλλά και τραγούδια του γάμου, με κορυφαίο αυτό που έχει Ριζίτικη μορφή το <<Φκήσου με μανούλα μου>>. Ο Φρυάς, κυρίως, αποτέλεσε σχεδόν μέχρι την δεκαετία του 1980 το μουσικό κέντρο των Σφακιωτών, μια μουσική πορεία, όπου εύρισκε την κορύφωσή της στο πανηγύρι της Αναλήψεως! Εδώ, λοιπόν, στο ομώνυμο πηγάδι του Φρυά χιλιάδες Σφακισάνοι στο διάβα των αιώνων ξεδίψασαν, μα και αποτέλεσε τον χώρο και την αιτία της κοινωνικής συνάθροισης των Σφακισάνων, όταν το ιστορικό πηγάδι αποτελούσε και <<Νυφοπάζαρο>>, αφού εδώ έφταναν με την βαρέλα στο κεφάλι όλες οι Σφακισάνες για νερό, με την βαρέλα στο κεφάλι και την λυγερόκορμη κορμοστασιά καρδούλες να ριπίζει…
Ο ΛΑΖΑΡΙΑΤΗΣ ΚΑΠΩΝΗΣ. Ο ΠΡΩΤΟΣ ΛΕΥΚΑΔΙΤΗΣ ΚΛΑΡΙΤΖΗΣ!
Πριν μπούμε στα μουσικά δρώμενα των Σφακιωτών είναι επιβεβλημένο να εστιάσομε στον Μήτσο Γεωργάκη ή Καπώνη, απ’ τα Λαζαράτα, αφού είναι ο άνθρωπος που πρωτόπαιξε κλαρίνο στην Λευκάδα, αρχές του 20ου αιώνα και μάλιστα μέσα στην απόλυτη <<βασιλεία>> του ζουρνά, συγχρόνως δε έπαιζε και σαντούρι, αρμόνιο το έλεγαν στην Λευκάδα, εκείνα τα χρόνια. Τις πληροφορίες για τον Καπώνη μας μετέφεραν ο δισέγγονός του Άγελος Σταγιάνος, ο συγγενής του απ’ τους Σφακιώτες Γιώργος Χαλικιάς (Τσάρος), αφού ήταν θείος της μητέρας του και η 84 ετών σήμερα Νίκη Πετρόπουλου κόρη του κλαριζτή Γεράσιμου Μίλαρη. Τα δύο όργανα, που γνώριζε ο Καπώνης, τα δίδασκε σε νέα παιδιά της εποχής στο σπίτι του στην συνοικία της Αγίας Κάρας, όπου έμενε παντρεμένος με την Θεοδοσία, κόρη από παλιά αρχοντική Λευκαδίτικη οικογένεια! Και εδώ είναι το εκπληκτικό, πως, παρά το γεγονός ότι πρώτον ήταν… χωριάτης, και όλοι γνωρίζομε την <<ρατσιστική>> παροιμία των Μπρανέλων <<σχοινί με σχοινί και βούρλο με βούρλο>>, που δεν επέτρεπαν <<μικτούς γάμους>> Μπρανέλων και χωριατών επί σχεδόν δύο αιώνες, δεύτερον ότι ήταν κλαριτζής και οργανοπαίχτης, επάγγελμα που το θεωρούσαν στην Λευκάδα, σχεδόν μέχρι το 1980 <<γύφτικη υπόθεση>>, εν τούτοις η οικογένια της Χώρας δέχθηκε σαν γαμπρό της των Λαζαριάτη Καπώνη, πράγμα που σημαίνει ότι ήταν ένας εκπληκτικά καλός άνθρωπος! Απόδειξη ότι έκανε μαθήματα δωρεάν σε Λευκαδιτόπουλα, που ήθελαν να μάθουν κλαρίνο ή σαντούρι, σε μια εποχή που το επάγγελμα ήταν ολόκλειστο και πήγαινε μόνο από πατέρα σε γιό… Προαναφέραμε τον μετέπειτα ονομαστό κλαριτζή Γεράσιμο Κούρτη ή Μίλαρη, ο οποίος διδάχθηκε το κλαρίνο απ΄ τον Καπώνη! Πήρε το όνομα Καπώνης, και από αυτόν όλο του το σόϊ, γιατί, όπως διηγούνται όσοι τον θυμούνται, όταν έπαιζε κλαρίνο κοκκίνιζε σαν το κοκινόψαρο το καπώνι! Άλλοι πάλι λένε πως ολόκληρο το σόϊ των Καπωναίων στα Λαζαράτα απόχτησε αυτό το παρατσούκλι, γιατί ήταν φουσκωτοί και περήφανοι, όπως ακριβώς τα κοκόρια τα καπώνια!
Ο Μήτσος Γεωργάκης κατάγονταν, προαναφέραμε, απ’ την οικογένεια των Καπωναίων των Λαζαράτων, που ήταν, όπως λένε οι παλιοί Λαζαριάτες, νοικοκύρηδες, αφού είχαν τον παμπάλαιο νερόμυλο στην Ακόνη, όπου άλεθαν τα γεννήματα κυρίως τα Λαζαράτα και το Πινακοχώρι, πριν ακόμη δημιουργηθούν οι πολυέξοδοι και κοστοβόροι ανεμόμυλοι… Είναι ο περίφημος <<Νερόμυλος του Ρίτσου>> στην Ακόνη, τον οποίο λειτουργούσε σχεδόν μέχρι το 1970, ο πρωτοξάδερφος του κλαριτζή Μήτσου, ο Νιόνιος Γεωργάκης ή Καπώνης,. Ο νερόμυλος αυτός είναι συνδεδεμένος με θρύλους, νεράϊδες και ξωτικά, όλα όσα μπορούσε να επινοήσει η ανθρώπινη φαντασία, αφού ήταν μέσα στο λαγγάδι της Ακόνης, στην ερημιά του… πουθενά, τόσο μακριά απ’ το χωριό των Λαζαράτων! Μάλιστα ο επίσης Λαζαριάτης, ο Φίλιππος Λάζαρης ή Γραμματέας, στα γραπτά του διηγηματάκια αναφέρεται τόσο παραστατικά στον <<Νερόμυλου του Ρίτσου>> και τις νεράϊδες του! Επειδή, ως εκ τούτου, η μουσική είναι άρρηκτα σενδεδεμένη με την λαογραφία και την ιστορία, αλλά και με τους θρύλους ενός τόπου, αναφέρομε εδώ δύο αποσπάσματα απ’ το βιβλίο του Φίλιππου Λάζαρη ή Γραμματέα με τίτλο ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΣΡΟ, σε επιμέλεια έκδοσης Δημητρίου Τσερέ, σχετικά με τις νεαράϊδες και τα ξωτικά του νερόμυλου του Ρίτσου στο ποτάμι της Ακόνης:
{…Άνθρωπος σκληρός, πολύ σκληρός ο Ρίτσος. Τόσο σκληρός που φτάσανε στο χωριό να λένε και αυτό: Κάποτε με τον Σπύρο τον Κοκολέλο πελεκούσανε κυπαρίσσια. Ενώ, λοιπόν, πελεκούσανε του’ φυγε του Ρίτσου η σκεπαρνιά και του’ κοψε το πόδι πέρα – πέρα… Και αυτός σαν να μην συνέβαινε τίποτα πήρε το κομμένο πόδι το… ξανακόλλησε και συνέχισε το πελέκημα…
Κοντά στα άλλα λένε πως κάποια νύχτα ξεκίνησε πεζός από τη χώρα για το μύλο του στην Ακόνη! Ήτανε χειμώνας. Σαν να μην έφταναν το σκοτάδι και το κρύο, ξέσπασε και μια άγρια μπόρα, που έλεγες πως ήρθε η συντέλεια του κόσμου.
Μεσάνυχτα κατόρθωσε να φτάσει στο μύλο. Βρήκε την πόρτα ανοιχτή και μπαίνοντας μέσα είδε στη γωνιά την φωτιά αναμμένη και στο ταψί μια κουλούρα που μοσχοβολούσε, ενώ δίπλα στο παραγώνι μια πεντάμορφη κοπέλλα, που έπλεκε τη ρόκα της χαμογελαστή. Νόμισε πως ήταν κοπέλλα πελάτισσα απ’ τα γύρω χωριά που έφερε το γέννημα για άλεσμα. Την κοίταξε, δεν την γνώρισε…
Πήγε πίσω απ’ την κασόνα που έβαζε το ξάγι, άλλαξε τα βρεγμένα ρούχα και κάθισε στη φωτιά…
Σε λίγο η κοπέλλα κατέβασε το τεψί με την κουλούρα και έστρωσε το ταβλάτσο να δειπνήσει ο Ρίτσος. Εκείνη δεν άγγιξε τίποτα…
<<Φάε κ’ εσύ της είπε κάποια στιγμή…>>
Όμως αυτή ούτε απάντησε ούτε άγγιξε τίποτα…
Σε λίγο ακούστηκε απ’ το αχούρι το πρώτο λάλημα του κοκοτού… Ο Ρίτσος είδε την κοπέλλα σιγά – σιγά να χάνεται… Ήταν νεράϊδα!
Λέγανε και τούτο ακόμη. Μια βραδιά, Δωδεκαήμερο ήτανε, που ήταν άρρωστη βαριά η κοπέλλα του ανέβηκε τη νύχτα στο χωριό, στα Λαζαράτα. Τον πήρανε από πίσω τα παγανά… Σαν έφτασε στο σπίτι του, η γυναίκα του, που δεν τον περίμενε, δεν πρόφτασε να βάλλει στην πόρτα αναμμένα κάρβουνα, να τ’ αδρασκελίσει για να μπει, χωρίς να μπούνε και τα παγανά…
Και έτσι μαζί μ’ αυτόν μπήκανε κι εκείνα και άρχισαν ένα διαμονισμένο χορό γύρω απ’ την κούνια της κοτσόρως, (αβάπτιστη κοπέλλα). Τότε ο Ρίτσος άρπαξε ένα αναμμένο δαυλί απ’ τη φωτιά και τα κυνήγησε ως κάτω στο δενδρολίβανο στο Λαγκάδι. Όμως η κοπέλλα, μ’ όλους τους αγιασμούς, τα ξόρκια και τα διαβάσματα έμεινε σ’ όλη της τη ζωή κωφάλαλη…}
ΤΟ ΠΑΝΗΓΥΡΙ ΤΗΣ ΑΝΑΛΗΨΕΩΣ ΣΤΟΝ ΦΡΥΑ
Μετά την αποκαλυπτική, όσο και εντυπωσιακή παρένθση για τα ξωτικά στο <<Μύλο του Ρίτσου>> και για τον πρώτο Λευκαδίτη κλαριτζή και σαντουριτζή, τον Μήτσο Γεωργάκη ή Καπώνη, ο οποίος, όπως λένε οι σημερινοί συγγενείς του έπαιζε ακόμη και με τα πόδια κλαρίνο και σαντούρι, τόση ήταν η δεξιοτεχνία του, επανερχόμεθα στο μουσικό γίγνεσθαι των παλιών Σφακιωτών. Τούτη η εξαίσια γωνιά της Λευκαδίτικης γης, που ύμνησε και ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης στον ΦΩΤΕΙΝΟ, γνώριζε τεράστια κοσμοσυρροή στο πανηγύρι, όπως προαναφέραμε, της Αναλήψεως, του ιστορικού ναού που βρίσκεται δίπλα απ’ το πηγάδι, σηματωρός και αποκούμπι της τραχιάς και κοπιαστικής ζωής του Σφακισάνου ξωμάχου, αφού η διασκέδαση, σ’ αυτό το μέγα πανηγύρι ΤΗΣ ΑΝΑΛΗΨΕΩΣ, αποτελούσε ένα διάλειμμα στην καθημερινή σκληρή βιοπάλη, να καλλιεργήσει ο ξωμάχος το αμπέλι, να κεντρώσει την αγριλίδα, να βοσκήσει τα μαρτίνια του, να οργώσει τη γη, να θερίσει και να αλωνίσει τη σπορά… Εκατοντάδες καβαλαραίοι στα άλογα, στολισμένα με τα πολύχρωμα καβαλοσκούτια και μπλέ κομπολόγια στο λαιμό των αλόγων, από όλα τα χωριά της Ορεινής Λευκάδος συγκεντρώνονταν στον Φρυά για το πανηγύρι της Αναλήψεως! Πέντε Ζυγιές Όργανα, θυμούνται οι πιο παλιοί, υπήρχαν προπολεμικά στο πανηγύρι!!! Ένα υπερτοπικό πανηγύρι στο οποίο, μάλιστα, μετά το πέρας της εκκλησίας γίνονταν αγώνες, στο λιθάρι, <<Αμποτό>> και <<Με φόρα>>, όπως χαρακτήριζαν τη ρίψη του λιθαριού. Σ’ αυτούς τους αγώνες έπαιρναν μέρος λιθαριτζήδες από όλα τα Μπροστινά χωριά του νησιού. Η μέτρηση της απόστασης ρίψης του λιθαριού, επειδή δεν υπήρχαν, τότε, μέτρα, γίνονταν με το ζωνάρι, το εξάρτημα της αντρικής Λευκαδίτικης παραδοσιακής στολής! <<Τόσα ζωνάρια>> φώναζαν οι επιφορτισμένοι με το μέτρημα των βολών των λιθαριτζήδων, ενώ οι κοπελλιές κρυφοκοιτούσαν και καμάρωναν τους μέλλοντες γαμπρούς, αφού ήταν μεγάλη τιμή και απόδειξη δύναμης η πρωτιά στο λιθάρι…
Η λαϊκή Σφακισάνικη Μούσα ύμνησε τον Φρυά και τα πλατάνια του, την σπουδαία του ιστορία, την μαγευτική του θωριά, την κοινωνική του κληρονομιά, τον ανεπανάληπτο οίστρο του, την μεγάλη του συμβολή στην κοινωνική, ιστορική και κοινωνική ζωή του μικρόκοσμου των Σφακισάνων. Ακολουθεί ένα από αυτά τα λαϊκά τραγούδια, που χορεύονταν σε ρυθμό μπάλου, το οποίο μου διέσωσαν η Βγενούλα Λάζαρη, απ’ τα Λαζαράτα και η αείμνηστη μάννα μου Πολυξένη απ’ το Πινακοχώρι.
Νάχα νερό απ’ το Φρυά, αγέρα απ’ τη Μπαράκα
Νάβγαινα να σεργιάνιζα μες στην καινούργια στράτα!
Τη στράτα την πανέμορφη, εφτά χωριών φτιασίδι!
Να δω τους νιούς, να δω τις νιές, λεβέντικες κορμοστασιές!
Πόχουν μαντήλι στο λαιμό, και την αυγή στο μέτωπο!
Που σεργιανίζουν στα χωριά κι αναγαλιάζει η καρδιά.
Να πάρω φως του πλάτανου, πράσινο απ’ τα κλαριά του
Να στεφανώσω τα παιδιά, των Σφακιωτών την αρχοντιά.
Λαγγάδα ο μαϊστρος σου δρόσισε τα χωριά μας
Ξανθά και ροδοκόκκινα σα μήλα τα παιδιά μας.
Ακόμη ένα λαϊκό Σφακισάνικο τραγούδι για τον Φρυά, το οποίο διέσωσε η φιλόλογος Ουρανία Λάζαρη σε λαογραφική της εργασία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, το 1976, και το ο ποίο της μετέφερε ο Φίλιππος Λάζαρης, ο γνωστός στους Σφακισάνους σαν Γραμματέας, ένα άνθρωπος λόγιος και με τεράστια συμβολή για τα πολιτιστικά και την ιστορία των Σφακιωτών. <<Ο Μπάρμπα Φλίππος ο Γραμματέας>>, όπως τον έλεγαν χαρακτηριστικά, μαζί με αυτό το λαϊκό τραγούδι για τον Φρυά, που χορεύονταν και αυτό σε ρυθμό μπάλου, έδωσε στην Ουρανία Λάζαρη, για την ίδια λαογραφική εργασία, και δεκαοχτώ μοναδικά Μοιρολόγια απ΄τα χωριά των Σφακιωτών, τα οποία επίσης δημοσιεύομε εδώ, αφού και τα μοιρολόγια είναι μορφή ελεγειακού τραγουδιού. Όλα τούτα τα περιλαμβάνω στο βιβλίο μου <<ΣΦΑΚΙΩΤΕΣ ΛΕΥΚΑΔΟΣ. ΛΙΚΝΟ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ ΜΑΣ>>. Το τραγούδι για τον Φρυά:
Έχ’ ο Φρυάς ένα δεντρί, των Σφακιωτών καμάρι
Πλάτανε, πλατοϊσκιωτε ποιος έχει τέτοια χάρη!
Πλάτανε τα κλωνάρια σου είδαν γαμπρούς και νύφες
ζευγάρωσαν, παντρεύτηκαν κι είχαν χρυσές τις τύχες!
Των Σφακισάνων τα παιδιά ας είν’ ευτυχισμένα
πίκρα και πόνο στην καρδιά να μη νοιώσει κανένα…
Γερά ωσάν τον πλάτανο να είναι τα κορμιά τους
και του Φρυά τους τη δροσιά ας έχουν στην καρδιά τους!
Τους Σφακισάνους σα θωρώ, πως ζω και ξανανιώνω
σα μάνα που τους γέννησε και γω τους καμαρώνω…
Επί πλέον ένα ακόμη Σφακισάνικο ντόπιο τραγούδι, όπως μας το μετέφερε ο Σπύρος Λάζαρης (Δημητράκης), στον οποίο το έμαθε η μάνα του Γιοβάνα, που γεννήθηκε το 1900.
Από τις Μπαράκες μέχρι το Φρυά
Μαντήλι έχω χάσει Παναγιά μου με χρυσά φλουριά
Μούπαν πως το βρήκε μια καλή κυρά
Όμορφη καλή κυρά μας κόρη του παπά
Όμορφη καλή κυρά μας Σφακισάνισσα
Δος μου το μαντήλι όμορφη κυρά
Δος μου το μαντήλι κράτα τα φλουριά
Όμορφη καλή κυρά μας κόρη του παπά
Όμορφη καλή κυρά μας Σφακισάνισσα
Δος μου το μαντήλι κράτα τα φλουριά
Όμορφη καλή κυρά μας Μπαρακιώτισσα
Όμορφη καλή κυρά μας καλέ Φρυώτισσα.
Θεωρούμε επιβεβλημένο, σε αυτό το σημείο να αναφερθούμε και σε ένα λόγιο ποίημα, που αφορά τα χωριά των Σφακιωτών, γιατί, πλέον, συναθροίζεται στην ΜΟΥΣΙΚΗ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ των εφτά χωριών. Πρόκειται για ένα θαυμάσιο ποίημα το οποίο <<δένει>> άριστα με το φυσικό, κοινωνικό και ιστορικό περιβάλλον των εφτά χωριών, με την πλούσια ιστορία και τους περίφημους κοινωνικούς αγώνες, τα γνωστά αιματοβαμένα τρία συλλαλητήρια, (1895, 1905 και 1935), με αφορμή την τιμή των σταφυλιών και του κρασιού, το περίφημο ΟΙΝΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ του νησιού ολάκερου… Ο Δημήτριος Σταμπόγλης, λοιπόν, δημιούργησε αυτό το λόγιο ποίημα για τον Φρυά και τα πλατάνια του, το οποίο ποίημα, σε συνεργασία με τον μουσικό απ’ τον Δρυμώνα, Παναγιώτη Φίλιππα, το μελοποιήσαμε και αυτό το 2010 και περιλαμβάνεται στο CD που μαζί δημιουργήσαμε. Αυτό το CD των δεκαοκτώ τραγουδιών ανοίγει ακριβώς με το μελοποιημένο για τον Φρυά τραγούδι του Δημητρίου Σταμπόγλη, το οποίο, πλέον, καθιερώθηκε σαν σημείο αναφοράς για τα χωριά των Σφακιωτών, αφού με αυτό το τραγούδι πάντα ανοίγει το πρόγραμμά του ο Πολιτιστικός Σύλλογος των Σφακιωτών <<ΦΩΤΕΙΝΟΣ>>, χορεύοντας οι γυναίκες με τις βαρέλες στο κεφάλι! Παρά το γεγονός ότι είναι λόγιο και γνωρίζομε τον δημιουργό του, εμείς θα επαναλάβομε πως είναι μια <<οιωνεί παράδοση>>, που δέθηκε αρμονικά με το Σφακισάνικο στοιχείο και έχει γίνει κτήμα και μουσικό του στολίδι!
Φρυά μου αστείρευτη πηγή, πηγάδι ξακουσμένο
από θεούς κι’ από θεό θέ νάσαι ευλογημένο.
Ζυγώνει ο ήλιος στο Βουνό, τραβά για τη Λαγκάδα
τώρα θα δείτε ομορφιές, αθάνατη Λευκάδα.
Έρχοντ’ απ’ τα εφτά χωριά με σίσκλους και βαρέλες
να πάρουν του Φρυά νερό των Σφακιωτών κοπέλλες.
Ά, τι ωραίες ζωγραφιές από το Σπανοχώρι,
λεβέντικες περπατησιές απ’το Πινακοχώρι.
Κορίτσια αριοστάλαχτα απ’ του Πρεμεντινού μου
Καβαλισάνες λυγερές που παίρνουνε το νου μου.
Κορίτσια σαν κρύα νερά απ’ τ’ Ασπρογερακάτα
κορμοστασιές απ’ το Βουνί κι’ από τα Λαζαράτα.
Κοπέλλες περδικόστηθες νιόνυφες, παντρεμένες
όλες πεντάμορφες, γλυκές, καλές και προκομένες.
Πλημμύρισε με ομορφιά όλ’ η καινούργια στράτα
δώθε περνάει η λεβεντιά κείθε διαβαίνουν νιάτα.
ΤΟ ΠΑΝΗΓΥΡΙ ΤΟΥ ΑΪ ΣΠΥΡΙΔΩΝΟΥ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΚΑΤΑΧΕΙΜΩΝΟ!
Ειδική αναφορά οφείλομε να κάνομε για <<Το Πανηγύρι τ’ Αϊ Σπ(υ)ριδώνου>> στα Λαζαράτα, στις 12 Δεκέμβρη, για δυο σημαντικούς λόγους, αν και τώρα βέβαια το <<γύρισαν>> και το χωριό γιορτάζει στις 11 Αυγούστου, όταν γιορτάζεται η ανάμνηση του θαύματος του Αγίου, με την καταστροφή του στόλου των Αγαρηνών στον κόλπο της Γαρίστας στην Κέρκυρα, στα 1716. Πρώτος λόγος αυτής της ιδιαιτερότητας, για το γεγονός ότι το πανηγύρι γίνονταν μέσα στο καταχείμωνο, αφού, κατά κανόνα, τα παλιά Λευκαδίτικα πανηγύρια γίνονταν τις άλλες τρεις εποχές του χρόνου και δεύτερον γιατί γίνονταν την εποχή της Μεγάλης Σαρακοστής και τότε έμπαινε το θέμα της νηστείας, την οποία, οι παλιοί Λευκαδίτες τηρούσαν με θρησκευτική ευλάβεια, ξεπερνώντας αυτό το εμπόδιο με την ψαροφαγία! Είναι, ίσως, το μοναδικό πανηγύρι, που συναντάμε στα χωριά μας, το οποίο, στο μεσημεριάτικο πανηγυριώτικο τραπέζι, δεν είχαν την γνωστή Λευκαδίτικη κόκκινη μανέστρα από τράγιο κρέας, αλλά ψάρια! Και τα δύο ανωτέρω <<εμπόδια>> ξεπερνιόνταν, λοιπόν, με τρόπο θαυμάσιο απ’ τους Λαζαριάτες, που γλεντούσαν κυρίως με τα σόγια και τους συγενείς στα σπίτια τους, αλλά και στο μεγάλο γλέντι που γίνονταν με βιολιά το βράδυ στο μαγαζί του Ντάθα, τα νεώτερα χρόνια! Όλη αυτή την πανηγυριώτικη Λαζαριάτικη ατμόσφαιρα, μας την περιγράφει ο Φίλιππος Λάζαρης ή Κατσαρός, ή Γραμματέας, στο βιβλίο του με τίτλο ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ, σε επιμέλεια έκδοσης του φιλολόγου Δημητρίου Τσερέ:
{…Παλιότερα, στις 12 Δεκέμβρη κάθε χρόνο, αν και καταχείμωνο, γινότανε μεγάλο πανηγύρι και το χωριό ξεφάντωνε κι ας ήτανε και Σαραντάημερο και Σαρακοστιανό, γιατί γινότανε όχι με σφαχτά, αλλά με ψάρια, μα τι ψάρια, λαυράκια και κότσες οκάρικες… Και σπάνια πιο φτωχά με μπακαλιάρο και κοφίσι! Για τραταμέντο είχανε, εκτός από το πιοτό και τα σπερνά, και γλυκά του κουταλιού, κυδωνάτο, σταφύλι, ή βύσσινο, κάποτε δε λουκούμι.
Το κέφι και το ξεφάντωμα τα δίνανε τα όργανα, δυο και τρεις ζυγιές, αλλά και τα χοροστάσια στα περισσότερα σπίτια. Πολλοί οι πανηγυριώτες, μεγάλη η διασκέδαση. Το χωριό ξεφάντωνε για τα καλά. Σήμερα δεν μπορούμε να πούμε πως το πανηγύρι βρίσκεται στις δόξες του. Υψώνεται και βράζονται τα σπερνά, που τα πανε στον εσπερινό στις 11 Δεκέμβρη, μα και τυπικά το πανηγύρι μετατέθηκε στις 11 Αυγούστου, που γίνεται η Λιτανεία του αγίου απ’ την εκκλησία στην πλατεία του Φωτεινού. Όμως κι η γιορτή αυτή, όπως και όλες οι παρόμοιες εκδηλώσεις, κακά τα ψέματα, μέρα με την ημέρα φθίνουν. Ωστόσο παρηγορούν κάποιες δυνατές αναλαμπές και προσπάθειες επιστροφής στα παλιά και στο θέαμά τους…
Στις ώρες της περισυλλογής θα βουίζει στο νου και στην ψυχή η μεγάλη καμπάνα του αγίου, να σημαίνει χαρούμενη, όπως εκείνα τα χρόνια, τότε, που στην παραμονή της γιορτής του, από τα βαθιά χαράματα μέχρι τον Εσπερινό ηχούσε φέρνοντας το μήνυμα του μεγάλου πανηγυριού…}
O TAΣΟΣ Ο ΚΑΛΑΤΖΗΣ ΧΟΡΕΥΕΙ ΤΟN <<ΚΑΛΑΤΖΗ>>…
Μα, τις εντυπώσεις σε όλο αυτό το πανηγύρι της Ανάληψης με τις πέντε ζυγιές τα όργανα και τις εκατοντάδες κόσμου που διασκέδαζαν και γλεντούσαν τις <<έκλεβε>> ο αδερφός του πατέρα μου, ο Τάσος ο Καλατζής (Γεωργάκης), απ’ το Πινακοχώρι, ο οποίος εξασκούσε το επάγγελμα του καλατζή, (γανωματή), γνωστός σε όλα τα Μπροστινά χωριά του νησιού, το οποίο επάγγελμα είχε μάθει από έναν Ηπειρώτη απ’ τα Καλατζοχώρια, όταν έρχονταν περιοδικά στην Λευκάδα και καλάγλιζαν τα χαλκώματα στους Σφακιώτες… Αυτό το σκωπτικό τραγούδι, προαναφέραμε, ότι το πρωτοηχογράφησε το 1930 ο Πρεβεζάνος εκπληκτικός κλαριτζής Νίκος Τζάρας, σε συνεργασία με την Δέσπω Μερλιέ και το οποίο έφερε στην Λευκάδα, όταν τον καλούσαν, προπολεμικά, στο πανηγύρι στην Ανάληψη! Έκτοτε έμεινε το ταγούδι στα χωριά των Σφακιωτών, το έπαιζε ο διάδοχος και μαθητής του Τζάρα, ο Βασίλης Μπεσίρης ή Τουρκοβασίλης, και το χόρευε, μεταπολεμικά πια, ο ανωτέρω Τάσος ο καλατζής! Όταν, μάλιστα, το χόρευε στην Ανάληψη, τότε άδειαζαν τα τραπέζια απ’τις πέντε ζυγιές και μαζεύονταν στο <<νταραβέρι>> που ακούγονταν ο καλατζής, όπου με αποθεωτικά χειροκροτήματα και φωνές συνόδευαν τον αείμνηστο μπάρμπα Τάσο, σε έναν εκπληκτικό συνδυασμό ενός παράξενου χορού και παντομίμας!!!
Ο ΚΑΛΑΤΖΗΣ
Καλατζής… Καλατζής… Καλατζήηηηηηηηηηηης…
Χαλκώματα γανώνωωωωωωωωω…
(Αρχίζει ο τραγουδιστής, ενώ ακούγονται τα ανάλογα κλαρινίστικα σφυρίγματα, ο δε χορευτής του Καλατζή σε έναν δικό του περισσότερο εμβατηριακό ρυθμό κοιτάζει δεξιά και αριστερά με το χέρι σαν φλογέρα να διαλαλεί στις νοικοκυρές τον ερχομό του…)
Καλατζής περνά διαβαίνει την καρδούλα μου μαραίνει…
Όϊμε καλατζής…
( Ο οποίος καλατζής συνεχίζει τους αλαχτούς δρασκελισμούς στην πίστα, με την σακιέρα του στην πλάτη, μέσα στην οποία έχει τα σύνεργά του και κυρίως την <<βούτα>> για τα κουταλοπύρουνα, ντυμένος με φαρδιά παντελόνια και τραγιάσκα…)
Καλατζή ανέβα πάνω
Βάϊ βάϊ βάϊ
Καλατζή κατέβα κάτω
Μπιζ μπιζ μπιζ…
Έχομε δουλειά νας μας γανώσεις τ’ αγγειά
(Και ο σαλταριστός χορός του με ακανόνιστες στροφές και βλέμματα συνεχίζεται, ενώ ο κόσμος ξεσπά σε επευφημίες και χειροκροτήματα…)
Καλατζή με τόνα μάτι, πόσο πάει το κομμάτι
Όϊμε καλατζής
(Με κλεισμένο το ένα μάτι παριστάνει τον μονόφθαλμο και ενώ συνεχίζει στον σφυριχτικό ουσιαστικά ρυθμό του κλαρίνου και του τραγουδιστή δείχνει με τα δάχτυλά του το ποσόν…)
Χαλκώματα Γανώνωωωωωωωω…
Βάϊ βάϊ βάϊ
Χορεύω και τα στρώνω
Μπιζ μπιζ μπιζ
Καζάνια και ταψιά τα κάνω αστραφτερά
Όϊμε καλατζής
(Εδώ συμβαίνει η κορύφωση της χορευτικής παντομίμας και η ανάλογη αποθέωση του φιλοθεάμονος κοινού!!! Όποιος έχει δει καλατζή σε ώρα εργασίας, όταν τρίβει τα χαλκώματα μπαίνοντας μέσα σ’ αυτά και τρίβοντάς τα με σκληρό στουρναρωτό ποταμίσιο άμμο, με ένα λαγοτόμαρο πάνω απ’ την άμμο, για λόγους προφανείς, να μην αγγελώνει τα πόδια του αυτός ο άγριος άμμος, τότε θα καταλάβει αυτό το μέρος του χορού… Αρχίζει και κουνά λικνιστά την λεκάνη του υποδυόμενος ότι τρίβει τα χαλκώματα…)
Καλατζής περνά διαβαίνει την καρδούλα μου μαραίνει
Όϊμε καλατζής
( Η επωδός του σατυρικού χορού… Μία δύο, τρεις και περισσότερες φορές ο τραγουδιστής και το κλαρίνο το λένε, εξαντλώντας το χειροκρότημα και τις επευφημίες του κοινού…)
ΤΑ ΚΑΛΑΝΤΑ ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΤΑ ΠΑΘΗ
Τα Κάλαντα του Λάζαρου, όπως και το Μοιρολόγι της Παναγίας την Μεγάλη Παρασκευή, είναι δύο εκπληκτικά μουσικά ακούσματα στα χωριά της Λευκάδος, τα οποία ανήκουν στην παραδοσιακή μας μουσική. Μάλιστα, τολμούμε να πούμε, πως είναι μια αυθεντική παραδοσιακή μουσική και τραγούδι, αφού έχουν μέσα τους το αδιάσπαστο της διαδρομής, μιας που ακούγονται ακόμη σε πολλά χωριά του νησιού, πάνω σε διαφορετικές παραλλαγές! Ναι αυτή είναι η πραγματικά βιούμενη παράδοσή μας, που αποτελεί πολιτιστική κληρονομιά και που δεν εννοεί να φολκλοροποιηθεί, αλλά, γνήσια, ατόφια, αμόλευτη, τραβά τον δρόμο της αείρροης πορείας στο διηνεκές!
Η προσωπική μας βιωματική γνώση των Κάλαντων του Λάζαρου, αλλά και των Παθών του Χριστού το πρωί της Μεγάλης Παρασκευής, μας επιτρέπει με έναν αυθεντικό τρόπο να παρουσιάσομε αυτή την χρυσή μας μουσική πτυχή! Απ’ το βράδυ της παραμονής του Λάζαρου ετοιμάζαμε το καλαθάκι μας, το στολίζαμε με δενδρολίβανο, μπλε κρίνους και βιολέτες της εποχής, τοποθετούσαμε στον πάτο του καλαθιού άχυρα, ώστε να μην σπάζουν τα αυγά, το κύριο φιλοδώρημα, που μας έδιναν οι νοικοκυρές! Και το πρωί το Σάββατο του Λαζάρου ξεκινούσαμε σε όλα τα σπίτια του χωριού, ενώ πηγαίναμε και στα γειτονικά χωριά. Στους Σφακιώτες λέμε έναν διαφορετικό Λάζαρο, απ’ τον συνηθισμένο στα άλλα χωριά του νησιού, που καταγράφομε στον παρόν πόνημά μας, γιατί αυτή η μουσική ιδιαιτερότητα, φρονούμε ότι πρέπει να μείνει σαν πατρογονική κληρονομιά. Παλιότερα στους Σφακιώτες τα Κάλαντα του Λάζαρου τα έλεγαν άνδρες το απόγευμα και προς το σούρουπο του Λαζάρου, γυρνώντας με μια μεγάλη στολισμένη κόφα, στην οποία τοποθετούσαν τα αυγά, ενώ η κύρια ευχή τους ήταν ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΆ Τ’ ΛΑΖΑΡΟΥ Τ’ ΑΥΓΑ! Στο Κατωχώρι υπήρχε ειδική ομάδα ανδρών, οι Λαζαριστές, οι οποίοι γυρνούσαν ενώ ακόμη δεν είχε χαράξει, την νύχτα, στο χωριό και έλεγαν τον Λάζαρο!
Ο ΛΑΖΑΡΟΣ ΤΩΝ ΣΦΑΚΙΩΤΩΝ
Αν είναι με το θέλημα και με τον ορισμό σας,
ας πούμε και τον Λάζαρο εδώ στ’ αρχοντικό σας.
Αγαπητοί χριστιανοί κι’ αδέρφια του Λαζάρου
ακούστε θάμα πούδανε οι κάτοικοι του Άδου.
Τέταρτη μέρα ήτανε η ώρα η πρωία
που ο Λάζαρος επέθανε πέρα στην Βιθανία
Ήρθαν οι αδερφάδες του η Μάρθα κι’ Μαρία
τον έκλαψαν, τον θρήνησαν καθώς είχε και χρεία
Και μήνυσαν και του Χριστού να πάει να τον σηκώσει.
Κι ο Κύριος εκάθισε ακόμη δυό ημέρες
Να δεί τις αδερφάδες του αν είχαν τέτοιο σέβας.
Και το Σάββατο το πρωί φθάνει στην Βιθανία.
Όπου τον υποδέχθηκαν η Μάρθα κι’ η Μαρία.
Κι ο κύριος εζήτησε που ήτανε θαμένος.
Και κείνες τον οδήγησαν πάνω από το μνήμα.
Κι ο Κύριος εφώναξε με μια φωνή μεγάλη:
Σήκω επάνω Λάζαρε για να σε δούν κι άλλοι”.
Κι ο Λάζαρος σηκώθηκε με χέρια σταυρωμένα.
Δεν ήταν τετραήμερος. Δεν ήταν βρωμισμένος.
Μον’ ήταν άγιος άνθρωπος και φίλος του Δεσπότη,
όπου τον ακολούθαγε για πάντα στο πλευρό του.
Σε τούτο σπίτι πού ‘ρταμε ροδιά ‘ναι φυτεμένη
να ζήσει η κοπελούλα σας η μοσχαναθρεμένη!
Σε τούτο σπίτι πού ‘ρταμε κλημά ‘ναι φυτεμένο
να ζήσει το παιδάκι σας το μοσχαναθρεμένο!
Δός μας Κυρά ότι αγαπάς να πάμε παραπέρα
γιατί ο ήλιος ψήλωσε ήρτε Βαγιών η μέρα!
Με τον ίδιο τρόπο στολισμένο το καλάθι μας ξεκινούσαμε το πρωί της Μεγάλης Παρασκευής να πούμε ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΤΑ ΠΑΘΗ, ή ΤΟ ΜΟΙΡΟΛΟΓΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ , όπως το λένε στην υπόλοιπη Ελλάδα! Τούτα τα υπέροχα Κάλαντα των Παθών, που το ίδιο συγκινούν και ενθουσιάζουν, συνάμα, σαν κορυφαία μουσική μας παράδοση, είναι το απαύγασμα, θα λέγαμε, της αείρροης πορείας, της βιούμενης παράδοσής μας, αφού, όσοι θέλγονται στα μοναδικά τερετίσματα αυτής της μουσικής παράδοσης, εξακολουθούν και σήμερα να τα ψάλλουν στα χωριά μας! Η περιρρέουσα λυπητερή ατμόσφαιρα της ημέρας, μας έκανε όλους εμάς τους μικρολύς Καλαντιστές, δασκαλεμένη απ’ την μάνα μας, πως πρέπι να είμαστε σοβαροί και να μην <<χασκομπρίζομε>>, στις γειτονιές, κατά την ντοπιολαλιά μας, με αποτέλεσμα να υπάρχει και το στοιχείο της κατάνυξης όταν τραγουδούσαμε ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΤΑ ΠΑΘΗ… Το φιλοδώρημά μας, τώρα, δεν ήταν αυγά, αφού το αυστηρό Λευκαδίτικό μας έθιμο, δεν επιτρέπει να πιάσεις αυγά την Μεγάλη Παρασκευή, ούτε να βάχεις, αλλάήταν λαδοκούλουρα, αμύγδαλα και πολλές φορές κανένα πενηνηταράκι,,,
ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΤΑ ΠΑΘΗ
Κάτω στα Ιεροσόλυμα και στου Χριστού τον τάφο
εκεί δένδρο δεν ήτανε και δένδρο εφανερώθη
Η ρίζα ήταν ο Χριστός οι κλώνοι η Παναγία
τα φύλλα που επέφτανε ήταν η μαρτυρία
Που μαρτυρούσαν κι’ έλεγαν για του Χριστού τα πάθη.
Σήμερα μαύρος ουρανός σήμερα μαύρη μέρα.
Σήμερα όλοι θλίβονται και τα βουνά λυπούνται.
Σήμερα έκαναν βουλή οι άνομοι Εβραίοι.
Οι άνομοι και τα σκυλιά κι’ τρισκαταραμένοι.
Για να σταυρώσουν τον Χριστό των πάντων βασιλέα.
Κι ο κύριος εθέλησε να μπει σε περιβόλι
να κάνει δείπνο μυστικό να τον συλλάβουν όλοι.
Κι η Παναγιά η Δέσποινα καθόταν μοναχή της
τας προσευχάς της έκανε για τον μονογενή της.
Φωνή της ήρθε απ’ ουρανού κι’ απαρχαγγέλου στόμα.
Πάψε κυρά τας προσευχάς, πάψε και τας μετάνοιας.
Τον γιό σου τον επιάσανε και στον Χαλκιά τον πάνε
και στου Πιλάτου τας αυλάς εκεί τον τυρανάνε.
Χαλκιά, Χαλκιά φτιάξε καρφιά φτιάξε τρία περόνια
και κείνος ο βαρύγνωμος βαρά και φτιάχνει πέντε.
Τα δυό μπήξτε στας χείρας του και τα’ άλλα δυό στους πόδας,
το πέμπτο το φαρμακερό μπήξτε το στην καρδιά του.
Να βγάλει αίμα και νερό. Να πληγωθεί η μαμά του.
Κι η Παναγιά σαν τάκουσε βαρειά λιγοθυμάει.
Σταμνιά νερό της ρίξανε τρία κανάτια μόσχο
και τρία νερατζόσταμνα για να της έλθει ο νους της
Μα σαν της ήλθε ο λογισμός μα σαν της ήλθε ο νους της
ζητάει μαχαίρι να κοπεί ζητάει γκρεμό να πέσει,
ζητάει φωτιά για να καεί για τον μονογενή της.
Κινάει και πάει μοναχή βρίσκει τον Αϊ Γιάννη.
Αϊ Γιάννη Πρόδρομε και βαπτιστά του γιού μου.
Μην είδες τον υγιόκα μου και συ τον δάσκαλο σου;
Ποιος έχει στόμα να σου πεί , γλώσα να σου μιλήσει,
ποιος έχει χειροκάλαμο για να σου τονε δείξει;
Βλέπεις εκείνο το γυμνό το παραπονομένο,
όπου φοράει πουκάμισο στο αίμα βουτηγμένο;
Όπου φοράει στην κεφαλή ακάνθινο στεφάνι;
Εκείνος είναι ο γιόκας σου και με διδάσκαλος μου.
Κι η Παναγιά πλησίασε και κει κοντά του λέει.
Δεν μου μιλάς παιδάκι μου δεν μου μιλάς παιδί μου;
Τι να σου πω μανούλα μου τι να σου μολογήσω;
Το Μέγα Σάββα θα σου πω και θα σου μολογήσω.
Που θα σημαίνουν οι εκκλησιές, θα ψάλλουν οι παππάδες.
Τότε και συ μαννούλα μου θάχεις χαρές μεγάλες.