OI ΠΑΝΑΡΧΑΙΟΙ ΣΥΡΤΟΣ ΚΑΙ ΜΠΑΛΛΟΣ Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΜΑΣ!
Η Αρχαιοελληνική μουσική πορεία στο νησί μας, έτσι όπως διεξοδικά την αναλύσαμε στην εισαγωγή, βρίσκει αποθεωτική εφαρμογή και στους χορούς μας, αφού οι πανάρχαοι χοροί Συρτός και Μπάλλος αποτελούν την ΧΟΡΕΥΤΙΚΗ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ και της Λευκάδος, όπως ακριβώς και στα υπόλοιπα Ιόνια νησιά, αλλά και στα Αιγαιοπελαγίτικα! Και οι δύο αυτοί χοροί, όπως προκύπτει από επιγραφή του 1ου π. Χ αιώνα, γνωρίζουν τεράστια, ανάπτυξη στην Λευκάδα και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό, ώστε να καθορίζουν επακριβώς την μουσικοχορευτική της παιδεία και διαδρομή απ’ τα βάθη των αιώνων! Μια επιγραφή, που βρέθηκε στο Ακραίφνιο της Βοιωτίας, κοντά στην Κωπαϊδα, εκεί που υπήρχε το ιερό του Πτώου Απόλλωνα, τον 1ο π. Χ αιώνα, και η οποία επιγραφή είναι αφιερωμένη σε κάποιον πλούσιο Βοιωτό χορηγό με το όνομα Επαμεινώνδας, αυτή η επιγραφή, λοιπόν, μας οδηγεί στα πανάρχαια βήματα του Συρτού!!!
<<… Tας δε πατρίους πομπάς μεγάλας και την των συρτών πάτριον όρχησιν θεοσεβώς επετέλεσεν, (ο Επαμεινώνδας)..>>
Των συρτών η όρχησης! Είναι γνωστόν πως οι αρχαίοι Έλληνες πρωτοαπεκάλεσαν όρχηση τον χορό! Έτσι βλέπομε πως ο συρτός χορός έρχεται από τόσο μακριά! Έρχεται μέσα απ’ την πνευματική υπόσταση που του έδωσαν οι πρόγονοί μας, γενικά του χορού, σαν σύμβολο της συνειδητής παρουσίας της ζωής, σαν έναν ολοκληρωμένο τρόπο ζωής, που ενεργοποπιεί τον μύθο, ο οποίος, σε τελική ανάλυση, είναι αυτός ο μύθος που διαμορφώνει και καθορίζει το παρόν, το μέλλον και την εξέλιξη του ανθρώπου. ‘Επειτα, παρόμοιος χορός με τον ερωτικό νησιώτικο Μπάλλο, φαίνεται πως χορεύονταν στην αυστηρή και Δωρική Σπάρτη, με την ονομασία Όρμος, όταν ζευγάρια τα νέα παιδιά χόρευαν ακριβώς με τον ίδιο ερωτοτροπικό τρόπο του σημερινού Μπάλλου, με τον άντρα μοπροστά να δίνει τον τόνο και τον ρυθμό, <<φλερτάροντας>>, με σημερινούς όρους, με την νεαρή κοπέλλα που ακολουθούσε, αφού, ουσιαστικά, σε αυτή την τόσο συντηρητική κοινωνία των Σπαρτιατών ο χορός ήταν ένας ιδανικός τόπος συνάντησης των δύο φύλων…
Η λέξη Μπάλλος, μπορεί να είναι Λατινική, Ballo, όμως είναι και αυτή ΑΝΤΙΔΑΝΕΙΟ, όπως εκατοντάδες άλλες λέξεις λατινικές, που επανελληνίσθηκαν, απ’ το αρχαιοελληνικό Βάλλω, που σημαίνει ρίχνω, ή βαλλίζω, που σημαίνει κινώ τα πόδια μου. Το 1911 ο Τσοκόπουλος γράφει στην εφημερίδα ΕΣΤΙΑ, για τον υπέροχο Μπάλλο, που χόρευαν οι Αθηναίες κορασίδες του Λυκείου των Ελληνίδων της εποχής εκείνης, σε ανάμνηση των αρχαίων Ανθεστηρίων, γιορτή που ξεκινούσε απ’ το Ζάππειο, χορεύοντας και μοιράζοντας δώρα στους Αθηναίους! Γράφει, λοιπόν, ο Τσοκόπουλος γι αυτή την γιορτή της νιότης, της χαράς, του ξεφαντώματος και του έρωτα, που ξεσήκωνε τους Αθηναίους:
<<… Τον είδετε τον νησιώτικον Μπάλλον; Αν δεν τον είδετε εχάσατε οριστικώς μίαν επιτυχίαν! Είναι ειδύλλιον χωρίς λόγια, όπως η Βενετσιάνικη βαρκαρόλα του Μένδελσον, είναι ιστορία έρωτος σιωπηλή, είναι ολόκληρος ραψωδία, εις την οποίαν η γλώσσα δεν φλυαρεί, αλλά ομιλούν η κίνησις, ο ρυθμός, η χάρις…>>
Ιστορία έρωτος σιωπηλή ο Μπάλλος! Αυτό ακριβώς είναι και βιώνει η Λευκάδα με τον Μπάλλο της απ’ τα βάθη των αιώνων! Ένας ύμνος στην ζωή, ένας έρωτας, μια αιώνια όμορφη πάλη αρσενικού και θηλυκού, ένα ξύπνημα της νιότης, μια πανδαισία συναισθημάτων ντροπαλών, μα και κυριαρχικών, ένας ορίζοντας νιας ζωής και ύπαρξης! Ω! Ειλικρινά αν γνωρίζαμε οι Λευκαδίτες τι θησαυρό κρατάμε στην αγκαλιά μας, ήδη θα τον είχαμε <<θεοποιήσει>>! Είναι ο Μπάλλος μας! Η ΧΟΡΕΥΤΙΚΗ ΚΑΙ ΜΟΥΣΙΚΗ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΜΗΣΙΟΥ ΜΑΣ! Ένας όλος ερωτικός χορός στον οποίο μιλάνε οι καρδιές και οι ψυχές με την κίνηση και την αρμονία! Μια ανθρώπινη κίνηση, που μετουσιώνεται σε έρωτικολυρική έκφραση του σώματος και της καρδιάς, που ενεργοποιεί όχι μόνο τις ψυχικές, αλλά και τις οπτικές αισθήσεις! Το χορευτικό ζευγάρι του άντρα και της γυναίκας εκδηλώνονται αβίαστα, αυθόρμητα, μπροστά στο αιώνιο ερωτικό παιγνίδι, μα με σεβασμό, αξιοπρέπεια και ευπρέπεια! Μια χορευτική λεπτότητα, μια ευγενική ραψωδία των σωμάτων, που, τελικά, σαν αρχαία τραγωδία, προσπορίζει την κάθαρση με την μορφή της συγκινησιακής και συναισθηματικής φόρτισης! Γι αυτό ο Μπάλλος, για να χορευτεί δεν είναι μια απλή υπόθεση, απαιτεί αυτοσυγκέντρωση, πνευματική και ψυχική προεργασία, προκειμένου η θεατρικότητα, που μέσα του θεσπέσια σωκλείνει, να μετουσιωθεί σε τέλεια εξαγνιστική παράσταση, πέραν από διασκεδαστική!
Είναι ο Λευκαδίτικος Μπάλλος μας, έτσι όπως έρχεται μέσα απ’ την αρχαιόρτητα και κάτω απ’ την <<αιγίδα>> της Χέλυς του Απόλλωνα και της Βάρβιτος της Σαπφώς, όπως αναπτύξαμε εισαγωγικά! Είναι, τελικά, ο Λευκαδίτικος Μπάλλος μας, το κορυφαίο συναίσθημα, αυτό που διατρανώνει ο ίδιος ο Πλάτωνας:
<<H ενστικτώδης επιθυμία να ερμηνευθεί ο λόγος, με του σώματος τις κινήσεις!>>
ΤΟ ΛΕΥΚΑΔΙΤΙΚΟ ΠΑΝΗΓΥΡΙ. ΤΟ ΠΕΡΙΦΗΜΟ ΝΤΑΡΑΒΕΡΙ!
Στην πολύμοχθη και τραχιά ζωή του ο Λευκαδίτης ξωμάχος, στο διάβα των αιώνων, είχε σαν διάλειμμα πνευματικό τα Λαϊκά Γλέντια, στα οποία μπορούσε να <<ξεδώσει>>, κατά την δική μας ντοπιολαλιά, αφού ήταν ο μόνος τρόπος διασκέδασης και ψυχαγωγίας! Τα Λαϊκά αυτά γλέντια στήνονταν, κατά κανόνα, στο πανηγύρι του πολιούχου αγίου κάθε χωριού, σε όλα τα χωριά του νησιού. Ήταν το περίφημο <<Νταραβέρι>>, στο οποίο οι ζυγιές τα όργανα ή τα βιολιά, μάζευαν τον κόσμο και απ’ τα όμορα χωριά για διασκέδαση. Γλέντια, όμως, διασκεδαστικά στήνονταν και στους γάμους, αφού η εβδομαδιαία διάρκεια του Λευκαδίτικου χωριάτικου γάμου έδινε την δυνατότητα για μουσικοχορευτική παρουσία και <<επένδυση>> σε όλα τα στάδιά του, το πλύσιμο μαλλιών της νύφης, τα προζύμια του γαμπρού και της νύφης, τα καρφώματα των προικιών, τα στέφανα! Όμως, όπως έχει διασωθεί στην τοπική παράδοση, αλλά το καταγράφει και ο πανεπιστημιακός Σπύρος Βρεττός, στο έργο του ΟΙ ΛΑΪΚΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ ΣΤΗΝ ΛΕΥΚΑΔΑ 1900 – 1985 ΣΑΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ, στήνονταν και Κυριακάτικα γλέντια, τις Κυριακές απολείτουργα, όπως συνέβαινε στα χωριά του Αλέξανδρου και του Αγίου Πέτρου!!
Το πανηγύρι του πολιούχου κάθε χωριού, είναι θεσμός στη Λευκάδα, απ’ τα βάθη των αιώνων, ένα πανηγύρι, όμως, που γιγάντεψε κυρίως μετά το 1684, όταν η εκδίωξη των τούρκων απ’ το νησί, έδωσε την ευκαιρία στους Λευκαδίτες να αναστηλώσουν τις ερειπωμένες εκκλησούλες των χωριών, ή να κτίσουν νέους ναούς και να τιμούν τους Αγίους τους με λαμπρά πανηγύρια! Σε κάθε χωριό, ανάλογα με τον πληθυσμό του, υπήρχαν μία, δύο ή και τρεις ζυγιές όργανα, τα οποία σκορπούσαν το γλέντι. Έστηναν το πατάρι, των οργανοπαιχτών, το οποίο τους καλοκαιρινούς μήνες ήταν πάντα έξω στην ύπαιθρο, ένα αυτοσχέδιο υπερυψωμένο πατάρι, το οποίο έκλειναν στην πίσω πλευρά και πάνω στην σκέπη με πολύχρωμα ρούχα του αργαλειού, ώστε να υπάρχει και το ανάλογο χρώμα στη σκηνή, αλλά και με πρόχειρα παραπετάσματα, ενίοτε, κατασκευασμένα πάνω και πίσω με μυρτιά και φτέρες, γιατί το πανηγύρι δεν ξεκίναγε, όπως σήμερα νυχτερινές ώρες, αλλά απ’ το απόγευμα της κάθε γιορτής ή και πολλές φορές απολείτουργα, όπως το μεγάλο πανηγύρι στο αλώνι των Αγίων Πατέρων! Έπειτα φρόντιζαν για τα εδέσματα του πανηγυριού, κυρίως ψητά, τυριά, σαλάμια, κρασί, ούζο, και στα νεώτερα χρόνια μπύρες, τις οποίες, μάλιστα, για να <<ψύξουν>>, τις τοποθετούσαν σε σιδερένια καλάθια μέσα στα παρακείμενα πηγάδια! Τραπέζια ήταν τα γνωστά ξύλινα, ή στα μετέπειτα χρόνια στρογγυλά σιδερένια των καφενείων και καρέκλες οι ψάθινες, τις οποίες, παραμονές των πανηγυριών φρόντιζαν οι διερχόμενοι τσιγγάνοι να ντύσουν με νέο ψαθί!
Στον χορό υπήρχε τάξη και ευπρέπεια. Κάθε τραπέζι έδινε με χαρτάκι το όνομα του στον αρμόδιο οργανοπαίχτη, ο οποίος με αυστηρή σειρά προτεραιότητας καλούσε τα τραπέζια σε χορό, κατά κανόνα σε κάθε τραπέζι ήταν μία οικογένεια με τον ευρύτερο κύκλο των καλεσμένων της συγγενών απ’ τα άλλα χωριά! Η παραβίαση της σειράς προτεραιότητας γεννούσε <<λόγους τιμής>> και πολλές φορές μπορούσε και να αποτελέσει λόγο διάλυσης του πανηγυριού ο καβγάς, που γίνονταν για την παραβίασή της, γι αυτό ο αρμόδιος οργανοπαίχτης ήταν πολύ σχολαστικός στην τήρησή της… Χόρευε, όπως προείπαμε κάθε οικογένεια με τον κύκλο της χωριστά και όχι όπως σήμερα ένας κύκλος ολόκληρο το πανηγύρι… Ο αρχηγός της κάθε οικογένειας είχε μάτια και αυτιά ολάνοιχτα, κυρίως όταν πήγαιναν μπροστά στον χορό οι γυναίκες, ώστε να αντιληφθεί τυχόν… σχόλια, τα οποία μπορούσαν να είναι νέα αφορμή καβγά… Βέβαια υπήρχε και η θετική πλευρά σε όλη αυτή τη μορφή νυφοπάζαρου που μπορούσε να εσωκλείει το πανηγύρι… <<Την είδε στον χορό και τηνε ζήλεψε, ή την ρεμπεύτηκε..>>, ήταν η γνωστή έκφραση των συγχωριανών, όταν κάποιο συνοικέσιο στήνονταν με αφορμή το πανηγύρι!
Ο χορός των γυναικών διακρίνονταν όχι απλά από σεμνότητα, αλλά από ιεροπρέπεια! Τα βήματά τους ήταν στρωτά και μικρά, χωρίς πηδήματα, φιγούρες και καθίσματα. Το λίκνισμα του σώματος ήταν μέσα στα καθιερωμένα πλαίσια της μικρής και κλειστής κοινωίας, ποτέ προκλητικό… Το κεφάλι της ελαφρά σκυμμένο για τις παντρεμένες και τις ανύπαντρες, ενώ όταν πήγαινε μπροστά στον χορό το δεξί χέρι ήταν πάντα κεκλιμένο και κρτούσε την μέση, σε αντίθεση με τον άντρα πρωτοχορευτή, ο οποίος μπορεί να ανεμίζει το χέρι σε ένδειξη λεβεντοσύνης, να χτυπά σκαστά τα δύο δάχτυλα, ή να κουνά τα χέρια δίνοντας τον ρυμό στον κυκλικό χορό! Η μεγάλη, όμως, ένοια της Λευκαδίτισσας χορεύτριας ήταν το μαντηλάκι! Λεπτότητα, ευγένεια, νοικοκυροσύνη, ανεξαρτησία, όλα τούτα τα συναισθήματα έμοιαζε να τα συγκεντρώνει η Λευκαδίτισσα χορεύτρια αναζητώντας στην τσεπούλα της ποδιάς της το μαντηλάκι! Μια θεσπέσια εικόνα, που στροβιλίζει στο μυαλό μου, σαν έβλεπα την μάνα μου, ακόμη και στα οικογενειακά μας γλέντια, να ψάχνει την μπροστοποδιά της για να βρει το μαντηλοκράτημα! Ειδικότερα όταν χόρυαν τον ερωτικό Μπάλλο οι Λευκαδίτισσες, όπου η τάξη από αυτή ακριβώς την ερωτική φύση του χορού απαιτεί την ύπαρξη ζευγαριών, το μαντηλάκι ήταν υπεραπαραίτητο…
Η πληρωμή των οργανοπαιχτών δεν γίνονταν απ’ το μαγαζί, αλλά απ’ τις οικογένειες που χόρευαν, άφηναν η κάθε μία, πάντα σε χάρτινο νόμισμα, ήταν βλέπετε και θέμα εγωισμού, την πληρωμή της στο καλαθάκι που είχαν επί τούτου οι ζυγιές στα πόδια τους! Κάθε νέος χορός και ένα χαρτονόμισμα, που φρόντιζαν να έχουν στην πάντα από καιρό για το πανηγύρι του χωριού!!! Είναι πάμπολλες οι φορές, που σε χορευτικό οίστρο και έξαψη τα χαρτονομίσματα τα κολλούσαν στο μέτωπο, κατά κανόνα του κλαριτζή, ο οποίος με το βιρτουόζικο παίξιμό του οδηγούσε τον χορό στην έξαρση!
Στα πανηγύρια τα βιολιά έπαιζαν δυο μέρες, και την παραμονή και ανήμερα της γιορτής του Αγίου. Οι ζυγιές τα όργανα ήταν οι ντόπιες Λευκαδίτικες, στα μεταπολεμικά νεώτερα χρόνια του Καρανάσου, του Βρυώνη, του Μίλαρη, του Τσιρούφλη, αλλά, πολλές φορές έκλειναν συμφωνία και με Πρεβεζάνικες ζυγιές, κυρίως με τον περίφημο Τουρκοβασίλη, η έλευση του οποίου ήταν πόλος έλξης για πολλούς γλετζέδες από όλο το νησί, ενώ απ’ την δεκαετία του 1970, όπως ενθυμούμαι, άνοιξαν και την οργανοπαιχτική αγορά του Ξηρομέρου και καλούσαν απ’ την Καντήλα, τον περίφημο Τάκη Καρναβά, ο οποίος ήδη είχε αρχίσει να γίνεται αυτό που στο τραγούδι λέμε φίρμα! Σχεδόν όλα τα χωριά του νησιού διοργάνωναν πανηγύρια, για να τιμήσουν τον πολιούχο άγιό τους, αλλά για να διασκεδάσουν συγχρόνως, σε ένα ψυχαγωγικό διάλειμμα στην σκληρή ξωμάχικη ζωή τους.
ΤΑ ΧΩΡΙΑ ΤΟΥ ΝΗΣΙΟΥ ΚΑΙ ΤΑ ΠΑΝΗΓΥΡΙΑ ΤΟΥΣ!
Της Αναλήψεως στον Φρυά των Σφακιωτών.
Της Φανερωμένης στον χώρο απέναντι του Μοναστηριού.
Των Αγίων Πατέρων στο μοναστήρι και στα νεώτερα χρόνια στη Νικιάνα.
Της Σωτήρος 6 Αυγούστου στη Νικιάνα.
Του Αγίου Σπυριδώνου στην Καρυά και στα Λαζαράτα, 11 Αυγούστου
Των Αγίων Αποστόλων στον Άγιο Πέτρο, 30 Ιουνίου
Του Αγίου Γεωργίου στο Μαραντοχώρι, στο Πινακοχώρι και στο Νιοχώρι
Της Παναγίας το Ενιάημερο στα Χορτάτα, 23 Αυγούστου
Της Αγίας Μαρίνας στην Βαυκερή και στο Κομηλιό, 17 Ιουλίου
Της Αγίας Παρασκευής στα 26 Ιουλίου στα Πλατύστομα, στον Αϊ Ηλιό, στο Φτερνό, στο Αθάνι και στην Απόλπαινα.
Του Αγίου Παντελεήμονα στου Καρυώτη, 26 Ιουλίου
Του Αγίου Θανασού στην Κατούνα στις 2 του Μάη.
Του Προφήτη Ηλία στην Εγκλουβή, στο Φτερνό και στο Σπανοχώρι, 20 Ιουλίου
Της Παναγίας το Γενέσιον 7 Σεπτέμβρη στον Σύβρο,
Της Παναγίας, 15 Αυγούστου, στον Αλέξανδρο, στο Kαλαμίτσι, στην Εύγηρο.
Του Αγίου Δημητρίου 26 Οκτώβρη στο Κατωχώρι.
Στην Κοντάραινα της Παναγίας, την Τρίτη του Πάσχα.
Στον Δρυμώνα, 6 Σεπτέμβρη, του Ταξιάρχη.
Του Αγίου Γερασίμου 20 Οκτώβρη στα Χαραδιάτικα.
Της Αγίας Κυριακής στο Βλυχό 7 Ιουλίου
Του Αγίου Στεφάνου στην Εξάνθεια, 27 Δεκεμβρίου
Του Αγίου Σώστη 7 Σεπτέμβρη στα Σύβοτα.
Tης Αγίας Αικατερίνης 25 Νοεμβρίου στον Κάβαλλο.
Του Αγίου Νικολάου στις 10 Μάη στον Πόρο
Στους Τσουκαλάδες της Φανερωμένης
Tου Αϊ Γιάννη του Ροδάκι 8 Μαϊου στον Βουρνικά.
Tου Αγίου Νικολάου στους Πηγαδισάνους 6 Δεκεμβρίου.
Της Υπαπαντής στις 2 Φεβρουαρίου στο Δράγανο.
Στο Μεγανήσι τ’ Αϊ Γιωργιού, των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης 21 Μαϊου, το Γεννέσιο του Προδρόμου στις 24 Ιουνίου, του προφήτη Ηλία στις 20 Ιουλίου και της Παναγίας τον Δεκαπενταύγουστο!
Το πανηγύρι κάθε χωριού είχε την μορφή κοινωνικής σύναξης, με όλο το συγγένειο απ’ τα υπόλοιπα χωριά να παραβρίσκονται στο πανηγυρικό μεσημεριανό τραπέζι! Ήταν <<τα δανεικά>>, δηλαδή ανταπέδιδαν τις επισκέψεις με έναν τρόπο άρηκτα συνδεδεμένο, αφού έφτανε ακόμη και μέχρι τρίτα ξαδέρφια να κρατάνε δεσμούς και να κράζονται μεταξύ τους συγγενείς! Aλλά δεν ήταν μόνο οι συγγενείς απ’ τα άλλα χωριά που έρχονταν και <<Πολυχρόνιζαν>> στο πανηγυριώτικο τραπέζι, το απόγευμα ανήμερα έρχονταν και οι γνωστοί ή φίλοι απ’ τα άλλα χωριά για να πούνε τα χρόνια πολλά και μάλιστα απρόσκλητοι, γιατί υπήρχε το δανεικό της ανταπόδοσης… Και όχι μόνο απρόσκλητοι, αλλά χωρίς δώρα και τα τοιαύτα, όπως σήμερα… Η πόρτα σε κάθε σπίτι του χωριού που γιόρταζε, ήταν, ως εκ τούτου ΑΝΟΙΧΤΗ για κάθε επισκέπτη! Τα παλιά καλά χωριά μας! Μάλιστα ήταν θέμα συζήτησης ενδοοικογενειακό, αν κάποιοι απ’ τα διπλανά χωριά δεν έρχονταν για τον πολυχρονισμό, αναζητώντας τις αιτίες…
Μετά το φαγητό στο τραπέζι, σειρά είχαν τα τραγούδια! Παρένθεση. Τραγουδούσε τότε ο κόσμος! Τραγουδούσε στα σπίτια του, στις γιορτές, στα πανηγύρια, στους γάμους, στις παρέες, ακόμη και στα καφενεία, όταν έρχονταν κυρίως οι ξενητεμένου και έσμιγαν με κρασί και σφήνα τυρί! Θυμάμαι, χαρακτηριστικά στο χωριό μου, στο μαγαζί του Τάκη του Σκαιδαρέση (Τσαμπαρής), τα γλέντια και το τραγούδι που έκαναν οι παρέες, όταν, όπως είπαμε, κυρίως τα καλοκαίρι, έσμιγαν οι ντόπιοι με τους ξενητεμένους και τα έλεγαν όλα, μα όλα, μέσα απ’ το τραγούδι και το άδολο, όσο και αυθόρμητο κέφι! Επανερχόμενοι στο τραπέζι των πανηγυριών θα πούμε πως ξεκινούσαν στο τραπέζι με <<τα τραγούδια της τάβλας>>, όπως τα έλεγαν στα χωριά μας, αφού ακούγονταν γύρω στο παλιό ξύλινο τραπέζι του κάθε σπιτιού, που ήταν φτιαγμένο από κυπαρισσένιες τάβλες! Πρώτο το <<Σε τούτη την τάβλα πούμαστε, σε τούτο το τραπέζι>> και συνέχιζαν με το <<Χαριτωμένη συντροφιά>>. Αυτά τα δύο τραγούδια τα παραθέτω αυτούσια παρακάτω, όπες τόσες φορές τα άκουσα μικρό παιδί απ’ τον πατέρα μου και τους συγγενείς μας τον Ντίνο τον Ζαβιτσάνο, (Γαλανό), απ’ του Καρυώτη και απ’ την Εγκλουβή τον Νώντα τον Κανέλο, να τα λένε μετά το φαγητό στο πανηγύρι του Αϊ Γιωργιού, ή του Αϊ Θωμά στο χωριό μου το Πινακοχώρι! Και τα δύο τραγούδια ακούγονται και στην υπόλοιπη Ελλάδα. Στο τέλος, μάλιστα, υπήρχε αυτοσχεδιασμός και στα δύο… Εκεί που κλείνουν τα τραγούδια με το <<Αγέρας τα φυσάει τα πλατανόφυλλα, θεός να τα φυλάει τα Ελληνόπουλα>> το παράλλαζαν πρώτα σε <<Θεός να τα φυλάει τα Γεωργακόπουλα>>, <<Θεός να τα φυλάει τα Καρυωτόπουλα>> και <<Θεός να τα φυλάει τα Κανελόπουλα>>!
ΣΕ ΤΟΥΤΗ ΤΗΝ ΤΑΒΛΑ ΠΟΥΜΑΣΤΕ
Σε τούτη την τάβλα πούμαστε σε τούτο το τραπέζι
Τον άγγελο φιλεύουμε και τον Χριστό βλογάμε
Και την Παρθένο Δέσποινα διπλά την προσκυνάμε
Να μας χαρίσει τα κλειδιά, κλειδιά του Παραδείσου
Ν’ ανοίξω τον παράδεισο να μπω να σεργιανίσω
Να ιδώ τους πλούσιους πως περνούν και τους φτωχούς τι κάνουν
Να ιδώ τους νιούς πως χαίρονται, τις νιες πως καμαρώνουν.
Για βάλε μας να πιούμε να δεις πως θα το πούμε
Κέρνα πεθερά τα λεβεντόπαιδα
Αγέρας τα φυσάει τα πλατανόφυλλα,
Θεός να τα φυλάει τα Ελληνόπουλα!
(Πινακοχώρι)
ΧΑΡΙΤΩΜΕΝΗ ΣΥΝΤΡΟΦΙΑ
Χαριτωμένη συντροφιά μου λέει να τραγουδήσω
Κι εγώ της λέω δεν μπορώ κι αυτή μου λέει τραγούδα
Για πιάστε με να σηκωθώ και βάλτε με να κάτσω
Και δώστε μου παλιό κρασί να πιω και να μεθύσω
Να πω τραγούδι θλιβερό και παραπονεμένο
Ξεζύγιασα την ξενητιά, ξεζύγιασα το χάρο
Ο χάρος παίρνει μια φορά παίρνει και λησμονιέται
Κι αυτή η έρμη ξενητιά ποτέ δεν λησμονιέται
Για βάλε μας να πιούμε να δεις πως θα το πούμε
Κέρνα πεθερά τα λεβεντόπαιδα
Αγέρας τα φυσάει τα πλατανόφυλλα,
Θεός να τα φυλάει τα Ελληνόπουλα
(Πινακοχώρι)
Συμπερασματικά. Τα Λαϊκά Λευκαδίτικα πανηγύρια και γλέντια είναι η κύρια μουσική έκφραση στο νησί σε βάθος αιώνων! Σε κάθε χωριό υπήρχε και κατά κανόνα υπάρχει ακόμη ο πολιούχος άγιος στη μνήμη του οποίου γιορτάζει το χωριό, με την αρτοκλασία στον εσπερινό να έχει υποκαταστήσει σε μεγάλο βαθμό το έθιμο με τα σπερνά, αν και υπάρχουν νοκοκυρές που εννοούν να κρατούν σταθερά τα σπερνά, αλλά μέχρι πότε; Οι γιορταστικές εκδηλώσεις περιέχουν ακόμη και σήμερα τις ζυγιές με τα όργανα, με την μορφή, βέβαια, της σημερινής μουσικής κομπανίας. Αξίζει, όμως λαογραγικά, να παρουσιάσομε αυτές τις εκδηλώσεις στα χωριά, πριν πάνε στην κορύφωση της γιορτής, που ήταν <<Τα βιολιά>> στο πανηγύρι, γιατί ήταν και αυτές οι εκδηλώσεις να αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της όλης πανηγυρικής ατμόσφαιρας. Στον εσπερινό του πολιούχου αγίου, που μετείχε όλο το χωριό, οι νοικοκυρές έφτιαχναν τα γνωστά σε όλου μας εξαίσια <<Σπερνά>>, βρασμένο σιτάρι, εμπλουτισμένο με σουσάμι, κανέλλα, γαρύφαλα, ζάχαρη, ρόδι, ξεραμένη μουσταλευριά, σταφίδα μαύρη, και κάτι στρογγυλά πολύχρωμα ζαχαράτα! Η κατασκευή των σπερνών ήταν ολόκληρη ιεροτελεστία, συνοδεύονταν ακόμη και από τραγούδια, σε μια συνειδητή επιλογή της Λευκαδίτισσας νοικοκυράς, να τα αντιδιαστείλει με την χρήση του βρασμένου σταριού για κόλυβα… Κάθε οικογένεια είχε το δικό της πιάτο, στην εκκλησία, στολισμένο όμορφα με τα υλικά που προαναφέραμε, τα οποία στο τέλος της ακολουθίας διάβαζε ο παπάς. Τα σπερνά, μάλιστα, ήταν και το κύριο κέρασμα την άλλη μέρα στους καλεσμένους συγενείς που έρχονταν απ’ τα άλλα χωριά στο πανηγύρι!
Το πρωί στην λειτουργία <<Ύψωναν τον άγιο>>! Έφτιαχναν το γιορταστικό πρόσφορο, με την σφραγίδα της οικογένειας πάνω, την οποία κάθε νοικοκυριό φύλαγε επιμελώς κρεμασμένη στον τοίχο, να μην την μαγαρίσουν τα κουφά, έτσι δημιουργούσαν το περίφημο Λευκαδίτικο <<Ύψωμο>>, το οποίο τοποθετούσαν μέσα σε μια άσπρη υφαντή μπόλια, που έδεναν σταυροειδώς και το απόθεταν στον σολέα της Ωραίας Πύλης, όπου μετά το <<Τα σα εκ των Σων>>, την ιερότερη στιγμή της Θείας Λειτουργίας, όπου μυστηριακά επιτελείται η μετατροπή του άρτου και του οίνου σε σώμα και αίμα Χριστού, αντίστοιχα, ένα απ’ τα παιδιά που διακονούν στο ίερό έπαιρνε με το μαχαίρι απ’ την σφραγίδα του Υψώματος ένα τριγωνικό κομμάτι, πιστή εφαρμογή του συμβολισμού της Αγίας Τριάδος και έριχνε μέσα κρασί! Το ΄Υψωμα πήρε την ονομασία αυτή απ’ το ρήμα υψώνω, αφού ο παπάς στο διάβασμα που κάνει στα πρόσφορα, στο τέλος της λειτουργίας, με την ειδική ευχή <<…Ο εν τη ερήμω πεντακισχιλίους άνδρας χορτάσας… Ευλόγησον τον σίτον, τον οίνον και το έλαιον… Και πλήθυνον αυτά εις τους οίκους των εορταζόντων και εις τον κόσμον σου άπαντα…>>, σηκώνει ψηλά σταυροειδώς το πρόσφορο, το οποίο ήταν το κύριο ψωμί στην μεσημεριανή τάβλα του πανηγυριού! Στο πανηγυριώτικο τραπέζι κυρίαρχη θέση είχε η μανέστρα από κρέας τράγιο, κυρίως αυγολέμονο, ενώ, αν έπεφτε το πανηγύρι σε περίοδο νηστείας, τότε το μεσημεριάτικο πανηγυρικό τραπέζι ήταν με ψάρια, ή με τον πεντανόστιμο Λευκαδίτικο μπακαλιάρο με πατάτες! Ο νοικοκύρης φύλαγε το καλύτερο κρασί για το πανηγύρι, ανοίγοντας εκείνη την ημέρα το νέο βαρέλι και η οινοποσία έφτανε σε ρυθμούς ευθυμίας και κεφιού, για να ακολουθήσουν μετά τα ανωτέρω τραγούδια της τάβλας και εν συνεχεία τα εύθυμα του χορού!