Κάθε Σάββατο, έχουμε την τιμή να φιλοξενούμε ένα απόσπασμα από το βιβλίο του Θοδωρή Γεωργάκη “Λευκαδίτικα Λαϊκά Μουσικά Μονοπάτια“
ΤΑ AΠΟΚΡΙΑΤΙΚΑ KAI ΣΚΩΠΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΣΤΗ ΛΕΥΚΑΔΑ
Πρόκειται για μια θαυμάσια ευρυματικότητα στα χωριά του νησιού μας, με λεπτό χιούμορ και πνεύμα, χαρακτηριστικά που εμφανίζονται στα καθαρά και γνήσια, από κάθε άποψη, Λευκαδίτικα Σκωπτικά τραγούδια, τα οποία τραγουδούσαν και χόρευαν στα γλέντια, αλλά κυρίως τις Απόκριες! Παρακάτω θα δημοσιεύσομε τα σκωπτικά τραγούδια, πρώτον, όσα καταγράφει ο Πανταζής Κοντομίχης, με την παρατήρηση πως, σε όποια εξ αυτών έχομε περισσότερα ακούσματα σε στίχους, θα τους αναφέρομε, δεύτερον, τα προσωπικά μας ακούσματα, κυρίως, απ’ τα χωριά των Σφακιωτών.
Για να καταδείξομε ακριβώς αυτή την σπουδαιότητα και αξία αυτών των Σκωπτικών Λευκαδίτικων τραγουδιών, θα αναφερθούμε στην άποψη ενός ειδικού και μάλιστα με εμπειρία μουσική, αλλά και γνωστός στο πανελλήνιο. Eπί Δημαρχίας Πάνου Σκληρού είχε έρθει στο νησί ο εξαίρετος μουσικολόγος και παρουσιαστής της λαϊκής τραγουδιστικής και χορευτικής παράδοσης της χώρας ο Παναγιώτης Μυλωνάς, ο οποίος παρουσίασε στην τότε ΕΡΤ2 τους γνωστούς χορούς της Λευκάδος, τους οποίους χόρεψε ο ΟΡΦΕΑΣ στον περίβολο της Μονής της Φανερωμένης! Άριστα ενημερωμένος ο έγκριτος αυτός παρουσιαστής για τα μουσικά δεδομένα του νησιού, εξέφρασε την απορία γιατί δεν ακούγονται στα χωριά μας τα περίφημα σκωπτικά Λευκαδίτικα τραγούδια και ανέφερε χαρακτηριστικά, γιατί δεν ακούγεται και δεν χορεύεται το <<Στην Εγκλουβή πουλούν κρασί και στι Νιοχώρι ξύδι και στην καημένη Βαυκερή βάζουνε το φκιασίδι…>>. Μάλιστα ο Παναγιώτης Μυλωνάς προχώρησε ένα βήμα παραπέρα και αναφέρθηκε στο γεγονός ότι, σε αυτό το περίφημο σκωπτικό Λευκαδίτικο τραγούδι μπορούμε να δούμε και με ποια όργανα γλεντούσαν οι παλιοί Λευκαδίτες και συνέχισε την αφήγησή του απ’ τον τηλεοπτικό του δέκτη, <<Πλατύστομα κι Αλεξανδρος είναι χορευταράδες και στην Καρυά στον πλάτανο βαράνε οι ζουρνάδες…>>. Εμείς, και το τραγούδι αυτό, μαζί με δεκαοκτώ άλλα ντόπια Λευκαδίτικα, το 2010, δεν θα κουρασθούμε να το επαναλαμβάνομε, το αποθησαυρίσαμε στο CD, που δημιουργήσαμε με τίτλο ΜΟΥΣΙΚΟ ΣΕΡΓΙΑΝΙ ΣΤΗΝ ΛΕΥΚΑΔΑ! Το γιατί ακόμη δεν το υιοθέτησαν να χορεύεται στα σημερινά πανηγύρια των χωριών του νησιού, όντως είναι απορίας άξιον… Παρόμοια απορία με την δική μας εξέφρασε ο ανωτέρω ειδικός μουσκολόγος, γι αυτό το εκπληκτικό αυθεντικό Λευκαδίτικο σκωπτικό τραγούδι…
ΣΤΗΝ ΕΓΚΛΟΥΒΗ ΠΟΥΛΟΥΝ ΚΡΑΣΙ
Στην Εγκλουβή πουλούν κρασί και στο Νιοχώρι ξύδι
Και στην καημένη Βαυκερή βάζουνε το φτιασίδι
Πλατύστομα κι Αλέξανδρος είναι χορευταράδες
Και στην Καρυά στον Πλάτανο βαράνε οι ζουρνάδες
Σφακιώτες μέχρι τον Φρυά ξουρίζουν τους παπάδες
Απάνω Εξάνθεια δε φελάει κι κάτω δε φουμίζει
Το Καλαμίτσι το φτωχό ανθεί και λουλουδίζει
Χορτάτα μέχρι Αϊ Λιός είναι κοτοφαγάφες
Και στο Κομπλιό μες στο χωριό είν’ ούλοι τους φαγάδες
Στο Δράγανο ξεσκάλτσωτοι στ’ Αθάνι μπαλωμένοι
Στον Άγιο Πέτρο το χωριό είν΄ούλοι αγκαστρωμένοι
Κοντάραινα ασυναύλιαστοι και λασποκυλισμένοι
Μαραντοχώρι κι Εύγηρος κοκινοπηλιασμένοι
Στο Σύβρο μπακανιάρηδες, κολοκυθοφαγάδες
Κι ο Βουρνικάς καλό χωριό, μα είν’ ούλοι κερατάδες
Μεσ’ στην Κατούνα το χωριό είν’ ούλοι τους ψαράδες
και στους Καρυώτες το χωριό είν ούλοι μασκαράδες
Το Φρύνι κι η Απόλπαινα είν’ ούλοι καλαθάδες
Κι οι Τσουκαλάδες το χωριό είν΄ούλοι τομαράδες
Στο Κατωχώρι είναι στραβοί κι ο Πόρος είναι σκούπα
Κι όλοι γλεντούν και πίνουνε με αδειανή την κούπα
Και σ’ αμπολύσει η εκκλησιά το κάθε παλληκάρι
Στον Πόρο μπρος στου Κάπαλου θα ρίξει το λιθάρι
Οι Πορισάνοι είν’ μαραγκοί στα γράμματα ξεφτέρια
Έχουνε πάρει το ρεκόρ και στα καλά μαχαίρι
Σ’ όλα τα ρέστα τα χωριά είν΄ούλη η πανούκλα
Κι η Χώρα με τ’ αυλάκια της είναι στην πάστρα κούκλα…
ΙΔΟΥ ΠΕΔΙΟΝ ΔΟΞΗΣ ΛΑΜΠΡΟΝ ΜΕ ΜΠΡΟΣΤΑΡΗ ΤΟΝ ΟΡΦΕΑ!
Στο σημείο αυτό και πριν συνεχίσομε την παρουσίαση των υπόλοιπων Σκωπτικών Λευκαδίτικων τραγουδιών, θα μας επιτραπεί μια παρένθεση, την οποία θεωρούμε καινοτόμα και ρηξικέλευθη, η οποία συνέβη το καλοκαίρι του 2021, με πρωταγωνιστή την Ναυαρχίδα των μουσικών θεμάτων του νησιού, και λόγω ιστορίας και λόγω ονόματος, τον ΟΡΦΕΑ, και στην οποία αυτή καινοτομία φρονούμε πως ταπεινά εμπλεκόμαστε και εμείς με την πράξη μας να δημοσιεύσομε τα ΣΚΩΠΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΗΣ ΛΕΥΚΑΔΟΣ, σε άρθρο μας στον ηλεκτρονικό τύπο της Λευκάδος… Συγκεκριμένα. Στις 4 Μαρτίου του 2021 δημοσιεύσαμε το κεφάλαιο του παρόντος πονήματος με τα Λευκαδίτικα Σκωπτικά τραγούδια, αλλά και με το μεγάλο ερώτημα, που ανωτέρω παρουσιάσαμε, του Μουσικολόγου Παναγιώτη Μυλωνά, γιατί στην Λευκάδα δεν ακούγονται τα σκωπτικά της τραγούδια και ειδικότερα το αμέσως παραπάνω με τον τίτλο ΣΤΗΝ ΕΓΚΛΟΥΒΗ ΠΟΥΛΟΥΝ ΚΡΑΣΙ ΚΑΙ ΣΤΟ ΝΙΟΧΩΡΙ ΞΥΔΙ!!! Πρόκειται για ένα εκπληκτκό τραγούδι με νδιαφέρον που μπορεί αν υιοθετηθεί και απ’ τα μουσικά γκρουπ του νησιού και να ακούγεται στα Λαϊκά μας πανηγύρια, και όχι να υπάρχει μόνο σαν φολκλορική εκδήλωση…
Μετά από αυτή την δημοσίευσή μας, με μεγάλη μας και άφατη χαρά διαπιστώσαμε πως εφέτος, (καλοκαίρι 2021), στην ετήσια θερινή του παρουσίαση ο ΟΡΦΕΑΣ καινοτόμησε τολμηρά και μάλιστα σχεδόν εξήντα χρόνια μετά το πρώτο του τεράστιο βήμα με την προαναφερθείσα καταγραφή των δέκα μουσικοχορευτικών τραγουδιών του νησιού μας το 1965 απ’ τον δάσκαλό του Ξενοφώντα Αθανίτη. Μια καινοτομία που και ο ίδιος ο ΟΡΦΕΑΣ την αδίκησε και δεν την πρόβαλε όπως θα έπρεπε, αλλά και ο μέσος Λευκαδίτης δεν αντιλήφθηκε αρκούντως… Και είναι μια τραγουδιστική καινοτομία, η οποία μπορεί να σπάσει και τα φολκλορικά στερεότυπα και να περάσει στην καθημερινή δισκέδαση στα πανηγύρια του χωριού μας! Αναφερόμαστε, βεβαίως στο ανωτέρω σκωπτικό τραγούδι, που αναφέρεται στα χωριά της Λευκάδος και περιγελά τα κουσούρια του κάθε χωριού. Ο ΟΡΦΕΑΣ με τους επιτελείς του το έντυσε μουσικά και το παρουσίασε χορευτικά, μαζί με τα άλλα του τραγούδια, στο ΚΗΠΟΘΕΑΤΡΟ ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ! Σπουδαίο βήμα πάνω στα χνάρια της Λαϊκής Μουσικής μας παράδοσης!
Βέβαια, το εν λόγω σκωπτικό ντόπιο μας τραγούδι το έχει μελοποιήσει και ο Παναγιώτης Φίλιππας το 2010, στο τόσες φορές αναφερόμενο εδώ CD, που δημιουργήσαμε μαζί, με τίτλο ΜΟΥΣΙΚΟ ΣΕΡΓΙΑΝΙ ΣΤΗ ΛΕΥΚΑΔΑ. Το γιατί δεν εισχωρεί στα Λευκαδίτικα μουσικά πράγματα ολόκληρο αυτό το CD με τα δεκαοκτώ του τραγούδια, είναι ένα ερώτημα που μπορεί να απαντηθεί, όπως και πολλά άλλα μουσικά ζητήματα, όπως αίφνης το κορυφαίο ΦΟΛΚΛΟΡ ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΟΣΗ για την Λευκάδα, σε ένα ΠΑΝ – ΜΟΥΣΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΛΕΥΚΑΔΑ, με όλους τους εμπλεκομένους παράγοντες του νησιού, το οποίο μπορεί να διοργανώσει το Πνευματικό Κέντρο του νησιού, όπου εκεί θα συζητηθούν ακόμη και τα ταυτοτικά μουσικά μας ζητήματα, για τα οποία τόσες πλανεμένες απόψεις επικρατούν εκτός Λευκάδος και κάνομε τιτάνιο αγώνα με το παρόν πόνημά μας να αντιπαλέψομε…
Σε κάθε περίπτωση, εμείς φρονούμε, πάντως, πως, με την ευφυέστατη αυτή του κίνηση ο ΟΡΦΕΑΣ πιάνει το νήμα από εκεί που το άφησε το 1965 ο Ξενοφώντας Αθανίτης και προχωρεί τα μουσικά μας πράγματα, βάζοντας ακόμη ένα παραδοσιακό τραγούδι στην γνωστή Λευκαδίτικη δεκάδα! Γιατί αυτή είναι και η αποστολή της γενιάς μας, να αφήσει το δικό της στίγμα στο αέναο γίγνεσθαι της μουσικής μας παράδοσης και να μην αρκείται σε όσα δημιουργήθηκαν το 1965 και μάλιστα υπό μορφήν σήμερα φολκλόρ, για το οποίο φολκλόρ προσωπική μας εκπεφρασμένη και παραπάνω άποψη είναι πως αποτελεί σκηνοθετημένη, στυλιζαρισμένη παράδοση, ξεκομμένη απ’ το φυσκοκοινωνικό της περιβάλλον, και το οποίο φολκλόρ, τελικά, δημιουργεί ένα τεράστιο κενό, ένα ΓΚΑΠ, με την παράδοση, παρά την αυγαταίνει.. Έτσι, κατά την ταπεινή μας άποψη θεωρούμε πως ξανοίγεται <<πεδίον δόξης λαμπρόν>> να προχωρήσει και με άλλα τραγούδια Ο ΟΡΦΕΑΣ, και το σπουδαιότερο να μπορέσει να τα εντάξει στην καθημερινότητα της Λακής μας Μουσικής διαδρομής… Μπουχτήσαμε πια να ακούμε στα Λαϊκά πανηγύρια των χωριών μας, τα Καγκέλια, τον Κοκοτό και το Πανε κι έρχονται τα ραβασάκια κάτω απ’ τα τραπεζάκια… Ναι δημιουργούν κέφι και κρατάνε ολόληρο γλέντι… Όμως όλες αυτές οι Λευκαδίτικες σημερινές ζυγιές πρέπει να καταλάβουν πως δεν <<έσκασε η Άγια Μαύρα και τις γέννησε>>, αλλά σέρνουν πίσω τους μια τεράστια μουσική κληρονομιά, που πρέπει να την τιμούν. Είδατε παραπάνω ενενήντα επτά συνολικά Λευκαδίτες οργανοπαίχτες φέραμε στο προσκήνιο. Σαφέστατα και αυτοί έλεγαν τραγούδια που ακούγονταν και στην υπόλοιπη Ελλάδα… Έλεγαν όμως και τα ντόπια και τα στήριζαν με φανατισμό… Νομίζομε πως, με το ανωτέρω σκεπτικό, προβάλλει επιτακτικά η ανάληψη πρωτοβουλιών απ’ τον ΟΡΦΕΑ, ο οποίος είναι, επαναλαμβάνομε, η Ναυαρχίδα των μουσικών μας θεμάτων…
Αίφνης, έχομε τα τρία, κατ’ εμάς, ωραία ερωτικά Λευκαδίτικα τραγούδια, με τίτλο ΧΙΛΙΑ ΦΛΟΥΡΙΑ ΝΑ ΞΟΔΕΥΑ, ΑΣΠΡΑ ΜΟΥ ΠΟΥΛΙΑ και ΕΙΧΑ ΜΙΑΝ ΑΓΑΠΗ, για τα οποία αναφερθήκαμε στο σχετικό εδάφιο, τα οποία ηχογράφησε το 1966 στην Καρυά ο Σπύρος Περιστέρης και τα οποία του τραγούδησαν έμπειρα άτομα της εποχής! Υπάρχει, από πρώτη αυθεντική φωνή, ο σκοπό τους τραγουδισμένος α καπέλα το 1966. Αν αυτά <<ντυθούν>> με Λευκαδίτικη μουσική, όπως ακριβώς συνέβη και στο ανωτέρω σκωπτικό τραγούδι, θα είναι ακόμη τρία όπλα στην φαρέτρα των Λαϊκών μας πανηγυριών! Έπειτα η προσωπική μας ανάδειξη τόσων άλλων Λευκαδίτικων αυθεντικών τραγουδιών στο παρόν πόνημα μπορεί να αποτελέσει εν δυνάμει παρακαταθήκη, απ’ την οποία μπορεί να αντληθούν και νέα Λευκαδίτικα τραγούδια. Όπως, π.χ, τα δεκαοκτώ τραγούδια του ΓΑΜΟΥ, τα οποία δημοσιεύομε εδώ και τα οποία είναι προσωπικά μου ακούσματα στις εκδηλώσεις του Λευκαδίτικου Γάμου στο χωριό μου, αλλά και ακούσματα απ’ την αείμνηστη μάνα μου, η οποία ήταν ιδανική Καρφώστρα στα Καρφώματα του Γάμου και καλούνταν σε κάθε γάμο στο χωριό μου τραγουδόντας και τα σχετικά τραγούδια.
ΤΑ ΥΠΟΛΟΙΠΑ ΣΚΩΠΤΙΚΑ ΛΕΥΚΑΔΙΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ
Μετά την ανωτέρω παρένθση, ακολουθούν, σαν νέα ενότητα στο παρόν εδάφιο, άλλα πέντε σκωπτικά γνήσια Λευκαδίτικα τραγούδια του Πανταζή Κοντομίχη και τρία τραγούδια τα οποία είναι Λευκαδίτικη Παραλλαγή, με την ίδια θεματογραφία, αλλά με διαφορετικούς Λευκαδίτικης ντοπιολαλιάς στίχους. Σε όσα εξ αυτών, επαναλαμβάνομε, έχομε κάποια παραπάνω ακούσματα σε στίχους, από παλιούς Λευκαδίτες των χωριών μας, αφού τα τραγούδια του νησιού μας, κατά κανόνα, ήταν γνωστά σε όλα τα χωριά, με ελαφρές παραλλαγγές, αυτούς τους νέους στίχους τους προσθέτομε.
ΑΚΟΥΣΤΕ ΝΙΟΙ ΚΑΙ ΓΕΡΟΝΤΕΣ…
Ακούστε νιοί και γέροντες τι έπαθε μια χήρα…
Το φουστανάκι έχασε και λέει της το πήρα…
Εγώ δεν σου το πήρα χήρα μου κακομοίρα!
Μ’ αν σου το πήρα ο καψερός να κακοθανατίσω
Σε τούρκων χέρια να πιαστώ και ν’ αλλαξοπιστήσω…
Μετά να με κρεμάσουνε με δυο τσεπέλες σύκα…
Κιαπέ να με τυλίξουνε μέσα σε μαύρη τσίπα…
Και να μ’ αλυσσοδέσουνε στου βαρελιού τον πείρο…
Σα μπάκακας να φουσκωθώ απ’ το κρασί που πίνω…
Χήρα μου κακομοίρα εγώ δεν σου το πήρα…
(Καλαμίτσι)
ΚΥΡΑ Μ’ Ο ΚΜΠΑΡΟΣ Σ’ ΑΓΑΠΕΙ…
Σύρντα σύρντα στο Βαθύ και βρίσκω έναν κουμπάρο
Κ’ εφαγα δα στο σπίτι του με όλο μου το θάρρος
Κουμπάρε Κεγιανίτ Ακρίτ κάθισε κι ακουρμάσου
Το λόγο που θε να σου πω βάλτονε στην καρδιά σου
Το λόγο που θε να σου πω να μην τον πετάξεις
Μια χήρα πούναι εδευτού να δεις και να ξετάξεις…
Αν έχει ομορφιές καλές και έξυπνο χαμπέρι
Η κμπάρα που΄ναι εδευτού πρέπει να τήνε ξέρει
Σύρε κουμπάρα πες της το με τόση φρονιμάδα
Σύρε κ’ εξέτασέ τηνε αν έχει ομορφάδα
Κυρά μ’ ο κμπάρος σ’αγαπεί και ντρέπεται να σου το πει
Κι αν ντρέπεται, ξεντρέπεται στο σπίτι μου να έρχεται…
(Μεγανήσι)
ΣΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ ΤΟ ΠΑΝΗΓΥΡΙ
Στου χωριού το πανηγύρι τον χορό ποιος θα τον σύρει;
Θα τον σύρουν τα παιδιά σαν κατσίκια, σαν αρνιά
Θα τον σύρουν τα κορίτσια σαν αρνιά και σαν κατσίκια
Θα τον σύρουν κι οι γριές σαν ξεφούσκωτες προβιές
Θα τον σύρουν κι οι γερόντοι μ’ ένα μάτι μ’ ένα δόντι
Θα τον σύρουν κι οι γαμπροί σαν τα γίδια στο μαντρί
Θα τον σύρουν κι οι νυφάδες σαν ξεγίγκλωτες φοράδες…
(Πινακοχώρι)
ΚΑ’ ΣΤΟ ΣΚΟΙΝΟ ΣΤΟ ΛΑΓΚΑΔΙ
Κα’ στο σκοίνο στο λαγκάδι βρίσκω δυο θρουμπιά λινάρι
Και τα πάω τση γυναικός μου πουν’ τα μάτια και το φως μου!
Πέντε μήνες τα χτενίζει δεκατρείς τα μαγγανίζει
Και στους πέντε από κοντά τότενες τα λωναρίζει
Μα ήτανε νοικοκυρά και αφέντρα και κυρά!
Και στους δεκοχτώ το βράδυ μούφτιαξε ένα μπγιενάρι
Βγάζει κάτι απ’ την κασέλα και μ’ απόσωσε τη σέλα…
Να με στρώνει να με δέρνει κι απ’ τη μύτη να με σέρνει
Μα ήτανε νοικοκυρά και αφέντρα και κυρά…
ΣΤΗ ΛΕΥΚΑΔΑ ΛΕΥΚΑΔΙΤΗ…
Στη Λευκάδα Λευκαδίτη και ποτέ μην έχεις σπίτι
Φτιάξε μια σπαρτοκαλύβα και στου θείου την ελπίδα
Φτιάξε την μ’ ένα ματέρι, μ’ ένα σπάρτο και μια φτέρη
Σπίτι είναι τα παιδιά σου και η φτοχωφαμελιά σου
Που γυρνάνε και γελάνε και στα σύννεφα σε πάνε
Στη Λευκάδα Λευκαδίτη και ποτέ μην έχεις σπίτι
Φτιάξε ένα καλυβάκι με αγάπη με μεράκι
Βάλε γύρω γύρω αλτάνες, λεμονιές και ματζουράνες
Νάχουν άνθη χίλια μύρια και της Πόλης τα στολίδια
Σπίτι είν’ η φαμελιά σου, κυπαρίσσια τα παιδιά σου
Γύρω γύρω στο τραπέζι κ’ η καρδούλα σου να παίζει.
Ακολουθούν, όπως σας προϊδεάσαμε, τρία σκωπτικά τραγούδια πάνω σε Λευκαδίτικη Παραλλαγή, μεταφερμένα απ’ την άλλη Ελλάδα, αλλά εμπλουτισμένα με την Λευκαδίτικη ντοπιολαλιά, μα και πολλούς διαφορετικούς στίχους.
ΜΗΝ ΠΕΡΠΑΤΑΣ ΤΑΡΝΑΝΙΣΤΑ
Μην περπατάς ταρνανιστά και σειέσαι και λυγιέσαι
Και μας μαραίνεις τα παιδιά και δεν τα συλλογιέσαι
Εμάρανες κι έναν παπά κι έναν καημένο διάκο
Και ξωπετάει τα ράσα του και ξωπετάει το ράσο
Σύρτε σταυροί στους ουρανούς στα μοναστήρια ούλα
Κ’ εγώ θα πάω να παντρευτώ να πάρω τη Γιαννούλα
Πούχει τα χείλη κόκκινα και ρούσα τα μαλλάκια
Κ’ εγώ γλυκά σας χαιρετώ, αντίο σας ρασάκια…
Το παραπάνω τραγούδι με τον τίλτο ΜΗΝ ΠΕΡΠΑΤΑΣ ΤΑΡΝΑΝΙΣΤΑ το συναντάμε στο μυθιστόρημα του Ιωάννη Κονδυλάκη με τίτλο ΟΙ ΑΘΛΙΟΙ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ, περί το 1895, όπου αναφέρεται στους Κουτσαβάκηδες του Ψυρρή και στα γλέντια τους με τον ίδιο ακριβώς τίτλο, το οποίο και παραθέτομε για τις συγκρίσεις του αναγνώστη.
Δε στο’ πα μια, δε στο’ πα δυο, δε στο’ πα τρεις και πέντε
Μην περπατάς, άντε κυρά Γιαννούλ» μ’
Μην περπατάς ταρνανιστά και τρέμουν τα βυζά σου
Ετρέλανες όλους τους νιους κι όλα τα παλλικάρια
Ετρέλανες κι έναν παπά, δέκα χρονώνε διάκο
Κλωτσοπετάει το ράσο του, πετάει το καλυμαύχι…
ΜΠΕΣΤΕ ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΣΤΟ ΧΟΡΟ
Μπέστε κορίτσια στο χορό τώρα που έχετε καιρό
Γιατί ταχιά παντρεύεστε σπιτονοικοκυρεύεστε
Και σας μποδούν οι άντρες σας να πάτε στις μανάδες σας
Δεν σας αφήνουν τα παιδιά να πάτε όπ’ είν’ η χαρά…
Δεν σας αφήνει ο πεθερός να πάτε όπ’ είν’ ο χορός…
Τους άντρες του μεθύζουμε και τους αποκοιμίζουμε
Και τα παιδιά τα δέρνουμε και στο σχολειό τα στέλνουμε
Και τον κακό τον πεθερό τον κάνω όπως θέλω ‘γω
Του στρώνω εδώ του στρώνω εκεί, του στρώνω κι όξ’ απ’ την αυλή…
(Κάβαλλος)
Και αυτό το ανωτέρω σκωπτικό τραγούδι, με τον ίδιο τίτλο, ακούγεται και σε άλλα μέρη της Ελλάδος. Κατά πρώτον το έχει παρουσιάσει η Δώρα Στράτου σαν ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ και συγκεκριμένα των Κυθήρων. Δεύτερον, έχει ηχογραφηθεί στα 1906 στην Πόλη απ’ τον Γιάγκο Ψαμαθιανό, με τον ίδιο μεν τίτλο, αλλά με παντελώς διαφορετικό περιεχόμενο. Τρίτον, υπάρχει και σαν Σαρακατσάνικο τραγούδι, που μοιάζει περισσότερο στους στίχους με την Λευκαδίτικη παραλλαγή, η οποία, τελικά, Λευκαδίτικη Παραλλαγή έχει την δική της ταυτότητα και ντοπιολαλιά!
ΤΡΕΙΣ ΣΠΑΝΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΛΗ
Τρεις σπανοί από την πόλη πέντε τρίχες είχαν όλοι
Τις ξαγκλίζουν, τις ισιώνουν και πολύ τις καμαρώνουν
Είχε κ’ ένας φαλακρός πέντε τρίχες μοναχός!
Γειά χαρά σου πολυγένη κι από πούθε κατεβαίνεις;
Απ’ την πόλη κατεβαίνω και στη Βενετιά πηγαίνω
Πάω ν’ αγοράσω χτένια, γιατί μ’ έφαγαν τα γένια…
Γιατί μ’ έφαγαν κι οι ψείρες και με διώχνουνε οι χήρες…
Που εγώ τις κανακεύω, κι ότι θέλουν τις φιλεύω…
Επίσης το ανωτέρω εύθυμο, σκωπτικό τραγούδι με τίτλο ΤΡΕΙΣ ΣΠΑΝΟΙ ΑΠΌ ΤΗΝ ΠΟΛΗ ακούγεται και σε άλλα μέρη της Ελλάδος τις Απόκριες. Στο χωριό μου, το Πινακοχώρι, τραγουδιόνταν σε παραλλαγή, με τρεις στίχους παραπάνω. Μου το διέσωσε η Κατίνα Γεωργάκη, όπως και πολλά άλλα τραγούδια στο παρόν πόνημα, που έφτασε 104 ετών!
Στην συνέχεια ακόμη έξι σκωπτικά τραγούδια, τα οποία πρωτάκουσα στο χωριό μου, όπως μου τα είπαν η μητέρα μου Πολυξένη, ο παπούλης μου ο Κωσταντής, η Καρσάνα η βαβά μου η Βασίλω και η ανωτέρω Κατίνα Γεωργάκη, ή Καλιόσα, καταγόμενη απ’ τους Πηγαδισάνους, που όταν παντρεύτηκε, το 1910 με τον μπάρμπα Θοδωρή τον Καλέ, όπως τον γνώριζαν στο Πινακοχώρι, ο Τασώνης, ο λαϊκός ποιητής απ’ τα Λαζαράτα, έβγαλε και τραγούδι, το οποίο θα αναφέρομε ευθύς αμέσως… Η θειά Κατίνα και ο άντρας της ο μπάρμπα Θοδωρής Γεωργάκης (Καλές), ήταν δυο καλόκαρδοι γείτονές μου γέροντες, που μου έμαθαν πάρα πολλά, εκεί στην δεκαετία του 1960, σχετικά με παλιές ιστορίες και τραγούδια του χωριού μας! Ήταν τόσο αγνοί άνθρωποι, που τους θυμάμαι να ταϊζουν τα σπουργίτια στα χέρια τους, κρατώντας ψίχουλα ψωμί ή στάρι! Με φώναζαν, μάλιστα, και τους έγραφα τα γράμματα που έστελναν στην κόρη τους τη Νικολέτα, που ήταν παντρεμένη στην Πάτρα!! Ο μπάρμπα Θοδωρής ήταν εξαίρετος θεατρίνος! Στα 1911, αναφέρει το θεατρικό δρώμενο και ο Σπύρος Βρεττός στο έργο του ΟΙ ΛΕΥΚΑΔΙΤΕΣ ΛΑΪΚΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ, 1900 – 1985, ΩΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ, είχε υποδυθεί τον στρατηγό Ζορμπά του Κινήματος στο Γουδί! Έφιππος, με φύλλα από καρυδιά για γαλόνια στο πέτο και με την συνοδεία του γυρνούσε όλα τα χωριά των Σφακιωτών αναπαριστόντας το Κίνημα, γεγονός που έκανε τραγούδι ο ανωτέρω Τασώνης, συνδυάζοντάς το και με τον Ελευθέριο Βενιζέλο, τον οποίο ανέβασαν απ’ την Κρήτη οι Κινηματίες στο Γουδί, αναθέτοντάς του την διακυβέρνηση της χώρας. Για να κορυφωθεί η περιοδεία του <<θίασου>> του Καλέ στα πλατάνια του Φρυά, στην περίφημη <<Μπαράκα του Αργελάκια>>, που ήταν κάτι σαν καφενείο και συγκέντρωνε τους Σφακισάνους!
ΓΕΙΑ ΣΟΥ ΜΠΑΡΜΠΑ ΘΟΔΩΡΗ!
Τώρα το ενιακόσια δέκα πήρε κι ο Καλές γυναίκα
Και γυρνάει στολισμένος μέσα στα χακιά ντυμένος
Σα Ζορμπάς με τους στρατιώτες γύρα σ’ όλους τους Σφακιώτες!
Γειά στο μάρμπα Θοδωρή στα γαλόνια που φορεί
Φέρανε το Λευτεράκη κι ανασάναμε λιγάκι
Τώρα κάτ’ απ’ τη δροσιά στα πλατάνια του Φρυά
Στη Μπαράκα τ’ Αργελάκια νερό κρύο και ουζάκια!
(Λαζαράτα)
AΠΟΚΡΙΕΣ
Ήρταν οι Αποκριές παλαβώσαν κι οι γριές
Μ’ ένα δόντι μ’ ένα μάτι παριστάνουν το κομμάτι
Και στις ρούγες περπατάνε χορατεύουνε, γελάνε
Σγούμπα – σγούμπα τριγυρνάνε πίνουνε φαρομανάνε
Κι απ’ το γέλιο κι απ’ το κιόνι λύθηκε το βρακοζόνι…
Βρε βαβάδες λίγο κράτει θα σας βγει και τ’ άλλο μάτι
Βρε βαβάδες τόσο ξόδι θα σας βγει και τόνα δόντι…
Κι απ’ το γέλιο κι απ’ το κιόνι λύθηκε το βρακοζόνι…
(Πινακοχώρι)
H ΚΟΥΡΒΑ Η ΓΡΙΑ…
Μια γριά στη γειτονιά μου, ωχ τι έπαθε παιδιά μου
Ερεμπέλεψε η κούρβα και λοξοκοιτάει στη ρούγα
Μι’ από’ δω και μι’ από’ κει για να δει κάνα βρακί…
Και ο γέροντας ρουχνίζει τίποτα δεν χαμπαρίζει
Στην καρπέτα τυλιγμένος ονειρεύετ’ ο καημένος…
Μα σαν η γριά γυρνάει γαλουρίσματα ζητάει…
Άκου να σου πω γριά σταματήσαν τα βιολιά…
Σαν περάσουν τα χρονάκια δεν βαράνε τα βιολάκια…
(Πινακοχώρι)
ΤΟ ΚΡΑΣΙ ΚΙ Η ΧΗΡΑ
Απ’ του βαγενιού τον πίρο το κρασάκι μου το πίνω
Και με πίνει και το πίνω το κρασάκι μου το φίνο
Μα στιγμή δεν το αφήνω γιατί μ’ έμαθε εκείνο
να σαλτάω το βραδί μες στης χήρας την αυλή…
Άκου χήρα μου καλή ξαναμμένο μου δαυλί…
Μια σου φταίνε τα αρνιά, μια η κότα δε γεννά
χήρα μου νταυραντωμένη και πολύ σκουτουριασμένη…
Τώρα π’ όπια το κρασί τα ξεχνάς όλα κ’ εσύ…
Χήρα μου νταυραντωμένη και πολύ σκουτουριασμένη…
(Πινακοχώρι)
Ακολουθεί ένα ακόμη σκωπτικό τραγούδι με τον τίτλο ΤΣΑΤΣΑΜΑΡΑ! Πρόκειται για είδος αράχνης που φτιάχνει τη φωλιά της μέσα στη γη και την πωματίζει μπροστά με χώμα. Μάλιστα μικρά παιδιά τις είχαμε εντάξει στα παιγνίδια μας και τις κυνηγούσαμε με ένα ξύλο που βάζαμε στην κρύπτη τους, γατζώνονταν πάνω στο ξύλο και τις πετούσαμε έξω απ’ τις φωλιές… Μεταφορικά η γυναίκα, λοιπόν, που χώνεται παντού, η πορτογύρο, που λένε και στα χωριά μας, που πάει τα νέα από σπίτι σε σπίτι…
Η ΤΣΑΤΣΑΜΑΡΑ
Σούρτα φέρτα η Τσατσαμάρα το χωριό κάνει αντάρα
Απ’ αυλή σ’ αυλή γυρίζει και τα νέα ξεψαχνίζει
Πάει ως τη θειά Μαριώ, σκύψε κούρβα να σου πω…
Εσαλτάρησε τα βράδυ ο Αντρέας στο σκοτάδι
Και κρυφά κρυφά στο μπότζο έδεσε τη Μόρφω κόμπο…
Τώρα καρτεράνε ούλοι αν φουσκώσει το σακούλι…
Τότ’ Αντρέα ετοιμάσου, σα κοντά τα στεφανά σου…
Το σκωπτικό τραγούδι που ακολουθεί παρακάτω μου διέσωσε η μάνα μου Πολυξένη, η οποία με την σειρά της το είχε ακούσει από γυναίκα Αλεξαντρίτισσα που ήταν παντρεμένη στο χωριό μας το Πινακοχώρι, την Στέλλα Παπαδοπούλου, γυναίκα του Χρήστου Παπαδόπουλου και το οποίο περιλαμβάνεται στο CD του 2010 με τίτλο ΜΟΥΣΙΚΟ ΣΕΡΓΙΑΝΙ ΣΤΗ ΛΕΥΚΑΔΑ! Μάλιστα μου ανέφερε πως θυμάται να το χορεύουν στον γάμο της <<Δημήτρως της Μπαλάσως>>, που παντρεύτηκε την δεκαετία του 1960 τον Τάσο τον Μπάλτσα απ’ την Κατούνα!
ΠΑΝΤΡΕΥΤΗΚΑ Η ΑΜΟΙΡΗ
Παντρεύτηκα η άμοιρη και πήρα άντρα γέρο
Άκουσα τους γονέους μου και τώρα υποφέρω
Ολημερίς με φόρτωνε με δυο σακιά σιτάρι
Για να τα πάω στον μυλωνά, του κάνω παξιμάδι
Του στρώνω τρία στρώματα πεντέξι παγερίτσα
Σήκω μαράζι πλάγιασε σήκω μαράζι πέσε
Πέφτω αγκαλιάζω κούτσουρο, θεέ μην ξημερώσει…
Πέφτω αγκαλιάζω μάρμαρο θεέ μου παταγούδι…
(Πινακοχώρι)
ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΠΕΡΓΙΑΝΙΩΣ!
Μικρό παιδάκι μου έκανε μεγάλη εντύπωση ένα ακόμη σκωπτικό παλιό τραγούδι που άκουγα στις γιορτές στο σπίτι μου, στα << μερακλώματα>> εκεί στο γιορταστικό τραπέζι, που έλεγαν και χόρευαν τα τραγούδια με το στόμα, αλλά το άκουγα και απ’ τον μπάρμπα Γιαννάκη τον Τζόνα, απ’ το χωριό μου, εκεί στο χωράφι του στην περιοχή Αμμουδαρές του Πινακοχωρίου, όταν έφτανε στο κέφι του φυλάγοντας τα ζωντανά του να βοσκήσουν. Είναι το περίφημο τραγούδι της ΠΕΡΓΙΑΝΙΩΣ! Τότε μου άρεσε και σαν εύθυμο τραγούδι, αλλά και σαν γρήγορος συρτός χορός. Αργότερα όταν προβληματίστηκα πάνω σ’ αυτό το τραγούδι, μπόρεσα ετυμολογικά να καταλήξω στο συμπέρασμα πως ο κανονικός του τίτλος πρέπει να είναι ΥΠΕΡ – ΝΙΑ, δηλαδή πολύ νεαρή γυναίκα και ωραία, για να καταλήξει, κατά παράφραση, σε ΠΕΡΓΙΑΝΙΑ ή ΠΕΡΓΙΑΝΙΩ. Αναφέρεται πονηρά και σκωπτικά σε κάποια ζωηρή γυναίκα του χορού και του χωριού, της οποίας τα παπούτσια αγόρασαν οι φίλοι της και καλεί τον άνδρα της να μην σεκλετίζεται…
Προχωρώντας στην παρούσα έρευνά μου με τις αποκαλύψεις, διαπίστωσα πως, το ίδιο τραγούδι, το τραγουδούσαν και στον Άγιο Πέτρο, όπως κυκλοφορεί και σήμερα στο YOU TUBE σε ένα Αγιοπετρίτικο γλέντι, με τραγουδιστή τον επίσης Αγιοπετρίτη Γιάννη Σίδερη, ο οποίος ανοίγει το γλέντι τονίζοντας στους συνδαιτημόνες του: <<Aπόψε θα σας πω μοναχά παλιά τραγούδια…>>. Αυτή η μαρτυρία σημαίνει ότι, το εν λόγω όμορφο τραγουδάκι, σε συρτό ρυθμό, ήταν γνωστό σε όλο το νησί! Όμως το συνάντησα και στον Πύργο της Ηλείας! Να υποθέσομε, λοιπόν, πως πρόκειται για ένα τραγούδι διαδεδομένο στην Νοτιοδυτική Ελλάδα, το οποίο πέρασε και στα Λευκαδίτικα γλέντια πάνω σε εμπλουτισμένη παραλλαγή. Εδώ θα καταγράψω το τραγούδι της Περγιανιώς όπως το άκουσα στο χωριό μου το Πινακοχώρι των Σφακιωτών.
ΠΕΡΓΙΑΝΙΕΣ ΧΟΡΕΥΑΝΕ
Περγιανιές χορεύανε κι άλλες αγναντεύανε
Και στη μέση στο χορό χόρευε μια Περγιανιώ
Όλο νάζι κι όλο κούνια και ο άντρας της μπουκούνια…
Άντρα μου καλάντρα μου φεύγω από τη μάντρα μου
Και στ’ αλόγου την ουρά δε με ξαναδένεις πια
Άντρα μου καλέ μου, άντρα δε με κλείνεις πια στη μάντρα…
Τα παπούτσια που φορώ δε μου τάφερες προικιό
Μου τα’ φέραν φίλοι μου που φιλούν τα χείλη μου…
ΔΥΟ ΣΚΩΠΤΙΚΑ ΚΑΡΣΑΝΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ
Ακολουθεί, πρώτα, ένα εκπληκτικό Καρσάνικο σκωπτικό τραγούδι, που σατιρίζει τον νεοπλουτισμό κάποιου Καρσάνου και τις φανέστρες του στην πλατεία! Το καταγράφει και ο Πανταζής Κοντομίχης με τίτλο Ο ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΑΠ’ ΤΗΝ ΚΑΡΥΑ και με τέσσερεις μόνο στίχους, όμως, εδώ θα το παρουσιάσω όπως ακριβώς το άκουσα απ’ την Καρσάνα βαβά μου την Βασίλω, με τίτλο Ο ΝΙΚΟΛΗΣ ΑΠ’ ΤΗΝ ΚΑΡΥΑ, η οποία ήταν Μπέλτσαινα απ’ το Φεγγαράκι της Καρυάς, καταγωγή που έφερε με μεγάλη περηφάνεια! <<Εγώ είμαι απ’ το Φεγγαράκι>> την άκουγα πολλές φορές να λέει! Το Φεγγαράκι όντως είναι η καλύτερη συνοικία της Καρυάς με προσανατολισμό ανατολικό και μάλλον συνοικία παλιών νοικοκυραίων Καρσάνων. Προφανώς κυκλοφορούσε στο χωριό σε παραλλαγές, ανάλογα με την περίπτωση… Το ίδιο ακριβώς τραγούδι το άκουσα και απ’ τον Καρσάνο αδερφό της βαβάς μου, τον Στέφανο Βλάχο ή Μπέλτσο, ο οποίος, τις δεκαετίες του 1960 – 70, γύριζε στα χωριά των Σφακιωτών, με μια ψαριά φοράδα, και μάζευε τα χοντροσκούτια του αργαλειού, μαντανίες, καρπέτες, σαγιάσματα και τα πήγαινε στην νεροτροβιά στο Μοναστηράκι, προκειμένου να χτυπηθούν στο νερό και να αποκτήσουν περισσότερο όγκο, ένας εκπληκτικός άνθρωπος με φοβερό χιούμορ, που αντιλαλούσε η γειτονιά απ’ τις φωνές του, σαν έφτανε στο χωριό και λόγω συγγένειας κάθονταν για καφέ στο σπίτι μας!
Ο ΝΙΚΟΛΗΣ ΑΠ’ ΤΗΝ ΚΑΡΥΑ!
Ο Νικολής απ’ την Καρυά σαν περπατεί και σκίζει
Τα έχει και τα πλούτη του σε όλους τα λιμπίζει
Έχει βαρέλια δώδεκα έχει καπάσες δέκα
Και περπατεί καμαρωτός ώσπου να βρει γυναίκα
Κι άμα ν’ έβρει τη κυρούλα, βάρα του με μια βεργούλα
Θε να ζει στο Φεγγαράκι όλο γούστο και μεράκι
Θ’ ανεβαίνει στην πλατεία κι όλο βόλτες σολενδία
Με πουκάμισο ασπράδα και καινούργια μπουραζάνα
Τον τηράν οι Νικαρυώτες και θιαμαίνονται τις βόλτες
Τον θιαμαίνεται μια χήρα… Αχ η κούρβα δεν τον πήρα…
Ο Νικολής απ’ την Καρυά καμαρωτός γυρίζει
Τα έχει και τα πλούτη του πέντε σακιά γιομίζει.
Για να δούμε κάποιες λέξεις, ή φράσεις απ’ το τραγούδι, που έχουν ενδιαφέρον για την ντοπιολαλιά. Πρώτα η φράση <<βάρα του με μια βεργούλα>>, μια εξαίσια επινόηση των Λευκαδίων χωρικών, προκειμένου να δείξουν πως κάποιος, μετά από μια σωστή του επιλογή, ή ενέργεια, ήταν τόσο επωφελής, που του έφερε προκοπή, ώστε τον κατέστησε αξιομνημόνευτο στο χωριό… Έπειτα η λέξη <<Νικαρυώτες>>, είναι ποιητική μορφή της λέξης Καρυώτες, αφού έτσι αποκαλούνταν αρχικά οι κάτοικοι της Καρυάς και έπειτα επεκράτησε ο όρος Καρσάνοι, κάτι αντίστοιχο συνέβη με τους Σφακιώτες, που από κάποιο χρονικό σημείο και μετά επεκράτησε ο όρος Σφακισάνοι. Έτσι προκύπτει πως απ’ την Καρυά κατάγονταν ο ιδρυτής του χωριού Καρυώτη, γι αυτό και πάντα αυτό το χωριό δεν το αποκαλούσαν σε πτώση ονομαστική, αλλά σε γενική, <<Στου Καρυώτη>>! Τον όρο <<Νικαρυώτες, ή Καρυώτες >> για τους σημερινούς Καρσάνους τον αναφέρει και ο Πανταζής Κοντομίχης, ΔΗΜΟΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΗΣ ΛΕΥΚΑΔΑΣ, σε ένα άλλο σκωπτικό τραγούδι απ’ την Καρυά, με τίτλο ΠΩΣ ΤΑ ΣΠΕΡΝΟΥΝ ΤΑ ΚΟΥΚΙΑ! Η λέξη <<Σολενδία>> είναι μια ωραία έκφραση, που σημαίνει βολτάρω μόνος μου με έπαρση και με καμάρι!
ΠΩΣ ΤΑ ΣΠΕΡΝΟΥΝ ΤΑ ΚΟΥΚΙΑ
Πέρασα μωρές παιδιά πέρασ’ απ’ τη Νικαρυά
Κ΄είδα πόσπερναν κουκιά
Έτσι δα τα σπέρνουνε Νικαρυώτες τα κουκιά
Πέρα κει στην Περατιά
Κ’ είδα πως μαζεύουνε Νικαρυώτες τα κουκιά
Κ’ είδα πως τ’ αλώνιζαν, έτσι δα τ’ αλώνιζαν
Κ’ είδα πως τα τρώγανε, έτσι δα τα τρώγανε
Νικαρυώτες τα κουκιά…
Το ανωτέρω σκωπτικό τραγούδι, που φαίνεται πως συνοδεύεται με παντομίμα, έχει ιδιαίτερη αξία, θαρρούμε, για δύο κυρίως ιστορικοκοινωνικούς λόγους. Πρώτον, μας αποκαλύπτει τον ανωτέρω όρο Νικαρυώτες ή Καρυώτες και ακολούθως μας επιβεβαιώνει αυτό το οποίο γνωρίζομε όλοι, πως, απ’ τα βάθη των αιώνων, κυρίως τα Μπροστινά χωριά του νησιού μας, με τον γλίσχρο και κακοτράχαλο κλήρο, αναγκάζονταν να περάσουν απέναντι στο Ξηρόμερο, για να καλλιεργήσουν όσπρια και σιτηρά, για την επιβίωσή τους, ή να σκαλίσουν τα μπαμπάκια, που καλλιεργούνταν παλιά! <<Πάμε στη Στεριά>>, ήταν η Λευκαδίτκη έκφραση, εννοώντας σαν Στεριά την απέναντι περιοχή του Ξηρόμερου, <<πέρα απ’ τ’ αυλάκι>>… Σε ότι αφορά δε τον όρο <<Νικαρυώτες>> μεταφέρομε αυτούσια την Παρατήρηση του Πανταζή Κοντομίχη:
<<Το όνομα Νικαρυά και Νικαρυώτες του τραγουδιού, είναι, προφανώς, παραφθορά της λέξεως Καρυά, στην Καρυά, άρα στη (ν)Καρυά, στη Νικαριά. Στη συλλογή Δημ. Τραγουδιών του Δημ. Πετρόπουλου, τόμος Β, σελίδα 210, δημοσιεύεται παραλλαγή του τραγουδιού που αρχίζει: Πέρασα, ξεπέρασα στων Καρυώτων τα χωριά, έτσι δα τα σπέρνουνε οι Καρυώτες τα κουκιά>>.
ΑΝ ΕΦΑΓΑ ΤΟ ΓΑΛΟ…
Στο τέλος αυτής της ενότητας των Λευκαδίτικων Σκωπτκών τραγουδιών καταγράφομε ένα απ’ την Κατούνα, με τον τίτλο ΑΝ ΕΦΑΓΑ ΤΟ ΓΑΛΟ, όπως μου το μετέφερε ο φίλτατος Φίλιππος Γουρζής! Αναφέρεται σε κάποιον Κατουνιώτη που αυτοσαρκάζεται, αφού έφαγε την γαλοπούλα κάποιας γριάς συγχωριανής του… Την ωραία τούτη παροχή του φίλτατου Φίλιππου Γουρζή εμπλούτισα με δύο τρεις – επί πλέον στίχους που άκουσα για τα ίδιο τραγούδι στα Λαζαράτα των Σφακιωτών.
Αν σου’ φαγα εγώ γριά τον ένα σου το γάλο
Δοντάκια να μην έβρω πια να φάω και τον άλλο…
Να δέσουν τα χεράκια μου με δυο τσεπέλες σύκα
Νάναι γλυκά και μελωτά να πάει κάτω η πίκρα…
Κιαπέ να με κρεμάσουνε στου βαγενιού το πύρο
Να πιω κρασάκι μπόλικο γιατί πολύ παδείρω…
Να με πετροβολήσουνε μ’ αυγά ξεφλουδισμένα
Όλα απά στη χόβολη νάναι καλά ψημένα…
Κι ύστερα να με στήσουνε στα δυο χιλιάδες μέτρα!
Χορτάτος και κρασομπεκρής να στίβω και την πέτρα…
Κι οι σφαίρες νάναι από φελό… Κ’ εγώ ξωπίσω στο βουνό…