Γράφει ο Κώστας Σκλαβενίτης
Τα παιδικά μου χρόνια συνδυάστηκαν με το λιμάνι της Λυγιάς Λευκάδας και τους ψαράδες του, την δεκαετία του ’70.
Η πλειοψηφία των ανδρών του χωριού Κατούνα που ζούσαν τότε, μέχρι να κατοικήσουν αργότερα οι περισσότεροι μόνιμα στο επίνειο της τη Λυγιά, είχε ως κύρια απασχόληση τις τράτες κατά την περίοδο του Χειμώνα και από την Άνοιξη τα καΐκια γρι γρι.
Στις τράτες δούλευαν κυρίως όσοι είχαν δικές τους αλλά και άλλο προσωπικό κυρίως από συγχωριανούς. Οι υπόλοιποι ασχολιόντουσαν με τις ελιές ως τιναχτάδες(ραβδιστές) με τη λεγόμενη αγκλιδέρα(λούρο) από κυπαρίσσια.
Την Άνοιξη προς τις αρχές Μαρτίου μετά τη Πανσέληνο γινόταν πραγματική “επιστράτευση” και οι περισσότεροι έφευγαν από το χωριό και πήγαιναν στα γρι γρι διότι ήταν ένα επάγγελμα που το γνώριζαν καλά, αλλά τους πρόσφερε και το μετρητό χρήμα για τις ανάγκες των οικογενειών τους κι ακόμη την ασφάλιση στο ΙΚΑ το οποίο την περίοδο που αναφέρομαι ήταν υποχρεωτικό για να ασφαλίζουν οι εργοδότες τους εργάτες.
Από τη δεκαετία του ’60 στη Κατούνα που έζησα τα πρώτα παιδικά μου χρόνια θυμάμαι μετά το Μάρτιο τους άνδρες που είχαν τελειώσει και τις ελιές τους να φεύγουν για τα γρι γρι της Λυγιάς αλλά και της Πάτρας της Κυλλήνης, του Κατάκολου, του Αιγίου και αλλού.
Όσοι έμεναν για δουλειά στα καΐκια της Λυγιάς δούλευαν το βράδυ στο γρι γρι και το πρωί επέστρεφαν με τα πόδια στη Κατούνα μέχρι το μεσημέρι που θα έπαιρναν τη μπόλια ή το μπακράτσι με το φαγητό τους που θα έτρωγαν το βράδυ και κατηφόριζαν μια απόσταση δυόμισι χιλιομέτρων για το λιμάνι, πλην των καλοκαιρινών μηνών που κατοικούσαν σε παράγκες στη Λυγιά.
Όσοι έφευγαν για ξένα γρι γρι έλειπαν από τις οικογένειες τους για εικοσιπέντε ημέρες που διαρκούσε το κάθε “σκοτάδι” όπως λέγεται η περίοδος που ψάρευε το γρι γρι μέχρι το “μπαϊντούζι” την παύση δηλαδή των πέντε ημερών στη γέμιση του φεγγαριού.
Ο δικός μου πατέρας ψαράς από δέκα χρόνων μια και του έλαχε να είναι το πρώτο παιδί της οικογένειας ξεκίνησε και δούλεψε σε μονόξυλα, ψαρόβαρκες, τράτες και αργότερα πήγε στα γρι γρι.
Συνήθως έφευγε για την Πάτρα όπου τα χρήματα ήταν περισσότερα σαν μηνιαία αμοιβή αλλά έπαιρναν και το “πορκάδο” ποσό που αντιστοιχούσε σε ένα ποσοστό αξίας της καθημερινής ψαριάς το οποίο έπαιρναν σε χρήμα από τον εργοδότη.
Έτσι οι περισσότεροι απ ότι θυμάμαι βλέπαμε τον πατέρα μας μετά από εικοσιπέντε ημέρες… κι εδώ θα σταθώ να πω δυο λόγια για τις ηρωΐδες μάνες Κατουνιώτισσες οι οποίες είχαν επιφορτισθεί με το μεγάλωμα των παιδιών, όλες τις δουλειές του νοικοκυριού, των ζώων που υπήρχαν τότε σε όλα τα σπίτια αλλά και δουλειές στα χωράφια.
Στα καφενεία του χωριού της Κατούνας όταν δούλευαν τα γρι γρι συναντούσες ηλικιωμένους άνδρες και μόνο στα παραδοσιακά καφενεία στο λιμάνι της Λυγιάς έβλεπες τους ψαράδες όπου πήγαιναν για ένα καφέ το απόγευμα πριν ξεκινήσουν για τη βραδινή δουλειά αλλά και τα πρωινά που έφερναν τη ψαριά της νύχτας αν κάποιο καΐκι ψάρευε σε κοντινά μέρη.
Οι συνθήκες εργασίας στην περίοδο που αναφέρομαι ήταν πάρα πολύ δύσκολες διότι δεν υπήρχαν τα μέσα που παρέχει η σημερινή τεχνολογία ακόμη και το καιρό τον γνώριζαν από σημάδια στον ουρανό.
Τα δίχτυα τα σήκωναν με τα χέρια τα οποία ήταν βαμβακερά και βαριά, ο πάγος υπήρχε σε μορφή κολώνας η οποία κατόπιν κοβόταν στο παγοθραύστη που είχε το κάθε καΐκι.
Τα ξύλινα τελάρα που εβαζαν τα ψάρια ήταν σαράντα κιλών.
Μαθητής δεκατετράχρονος μετά τη Δευτέρα Γυμνασίου πήγα να δουλέψω κι εγώ στα γρι γρι την καλοκαιρινή περίοδο.
Παρ ότι ήταν ο καιρός καλός και δεν έκανε κρύο είδα πόσο δύσκολο ήταν αυτό το επάγγελμα και κυρίως σε όσους δούλεψαν στις μικρές βάρκες τις λεγόμενες “λαμπόβαρκες” διότι είχαν πάνω ένα ζευγάρι λάμπες που τραβούσαν κοντά τους τη νύχτα τα ψάρια.
Λάμπες με αμίαντο και πρεσαρισμένο με μπεκ το πετρέλαιο, έπρεπε δε όλη τη νύχτα να προσέχεις ώστε να μη χαθεί το φως της λάμπας τρομπάροντας αέρα στη φιάλη που είχε μέσα με το πετρέλαιο.
Ο λαμπαδόρος όπως λεγόταν μόνος σε μία βάρκα όλη τη νύχτα μέσα στα μποφόρ του πελάγους και να “διαβάζει” από το μπούρμπλο(φυσαλίδες) που ανέβαιναν στον αφρό τι ψάρια υπήρχαν και σε τι ποσότητα χωρίς να τα διακρίνει.
Ένας καλός λαμπαδόρος ποτέ δεν έπεφτε έξω στην ποσότητα.
Επίσης έπρεπε να σηκώνει και την άγκυρα από πολλές δεκάδες οργιές νερό.
Για αυτό άλλωστε έπαιρναν και περισσότερα χρήματα απ όσους άλλους εργάτες δούλευαν στα καΐκια(μεγάλο και μικρό τα λεγόμενα μπροστινό και πισινό).
Την εποχή εκείνη το κάθε γρι γρι είχε πέντε λαμπόβαρκες και σχεδόν κάθε βράδυ γινόντουσαν πέντε διαφορετικές καλάδες.
Θα αναφέρω μερικούς λαμπαδόρους που εγώ έζησα τη δεκαετία του 70 και σήμερα δεν βρίσκονται ανάμεσά μας ως φόρο τιμής στη μνήμη τους, αλλά και ως σκληρά εργαζόμενοι σ ένα επάγγελμα που έχει εκλείψει:
Χρήστος Γουρζής(Κουτρουμπής) ο οποίος άφησε την τελευταία του πνοή από ανακοπή μέσα σε λαμπόβαρκα σε ηλικία 60 ετών, Σπύρος Μπάλτσας(Καλογεράκης), Αργύρης Σκλαβενίτης(Μπρίνιας), Ιάκωβος Φλώκος, Χρήστος Διγενής(Μπέκος), Ζώης Γουρζής(Τζότζολας), Δημήτρης Διγενής(Πατσούρας), Ζώης Γεωργάκης(Τζανόλης), Διονύσιος Λάζαρης (Μουρτζούνας) και άλλοι που δεν έτυχε να γνωρίσω στο λίγο χρονικό διάστημα που εργάστηκα στα γρι γρι.
Η γενιά μου στο χωριό μας μεγάλωσε και έμαθε γράμματα από όλους αυτούς τους ανθρώπους που από μικροί δούλεψαν στη θάλασσα.
Στη μνήμη μου έχουν μείνει ως σκληροί άνθρωποι που δεν λογάριαζαν τη θάλασσα αλλά και τις δύσκολες συνθήκες εργασίας τους. Πάντα τους θαύμαζα για τις αντοχές τους και τις επιδεξιότητες τους πάνω στη συγκεκριμένη σκληρή και επίπονη δουλειά…ήταν επιτρέψτε μου πραγματικοί “θαλασσάνθρωποι”.
Σήμερα λίγοι άνθρωποι εκείνης της εποχής που δούλεψαν στα καΐκια απόμαχοι πλέον βρίσκονται στη ζωή. Οι λιγοστοί αυτοί άνθρωποι της δεκαετίας που προανάφερα είναι ένα κομμάτι της ζωής μου διότι δούλεψαν σκληρά μαζί με το πατέρα μου.
Κάθε φορά που “φεύγει” κάποιος από αυτούς τους ανθρώπους αισθάνομαι πως κάτι χάνεται από μέσα μου, πως χάνονται οι ρίζες του χωριού μου, πως χάνονται οι ήρωες των παιδικών μου χρόνων.
ΥΓ. Σήμερα οι νέοι του χωριού μας έχουν εγκαταλείψει αυτό το επάγγελμα παρ ότι η τεχνολογία το έχει κάνει πολύ πιο εύκολο και στα καΐκια δουλεύουν αλλοδαποί και κυρίως Αιγύπτιοι από συγκεκριμένες περιοχές της χώρας τους που δουλεύουν γρι γρι.