ΔΗΜΗΤΡΑ ΚΑΙ ΠΕΡΣΕΦΟΝΗ
(Η «Λευκαδίτικη» εκδοχή)
Πολλά πράγματα στο διάβα του χρόνου αλλάζουν και χάνονται. Μεταξύ αυτών και η λευκαδίτικη διάλεκτός μας. Περνώντας ο χρόνος λέξεις και ήχοι που νόμιζα ότι έχουν σβηστεί, επανέρχονται. Έτσι αποφάσισα να καταθέσω τη μαρτυρία μου γράφοντας έτσι το μύθο αυτό. Παρακίνηση για μένα ήταν η όμορφη παράσταση που έδωσε η θεατρική ομάδα των σκάρων, την οποία απόλαυσα επανειλημμένως.
Ο μύθος που θα διαβάστε τώρα δελέγκου ξηγάει πώς γίνονται στον απάνω το ντουνιά οι αλλαγές των εποχών. Ο κύκλος της φύσης.
Η Περσεφόνη ήτανε τσούπρα τσι Δημήτρως, θεάς της γεωργίας και του Δία.
Ο Δίας ήτανε γνωστό ότι ούλο μες στς αντηγούς εγύρναε κι εσταύρωνε τσι κοπέλες τ’ κοσμάκη. Δε χάρζε ούτε τ’ μάνα τ’.

Έτσ’ άρχισε να σταυρών’ τη Δημήτρω που δεν έπαιρνε και πολύ χαμπέρ’ από δαύτα τα σκέρτσα.
Ο Δίας μασκαρεύτ’κε σε μοσκαρκό, ξελόγιασε τ’ Δμήτρω και την αγγάστρωσε.
Άμα ήρτ’ η ώρα τς’ έκαμε κοπέλα και την έβγαλε Περσεφόνη. Η κοπέλα μεγάλωνε και ομόρφαινε σα μποκιές.

Μια μέρα την απόλαψε ο Πλούτωνας, θεός του Άδη και του ‘ρτε αλμπαζία. Το λοιπόν: «Τη κλέβω δελέγκου», είπε.
Μια μπονοριά η κοπέλα εμάζευε φιόρα και μοσκαρδίνια στο Νύσιο πεδίο. Μαζί ήτανε η Αθηνά, η Άρτεμη και οι Ωκεανίδες νύμφες. Η Περσεφόνη έκαμε παρέκει να βρει μια φστούνα.
Κάνει να κόψ’ τ’ φστούνα κι ανοίγει η γης. Μέσαθε απ’ τ’ Γη ξεπρόβαλε ένα άρμα. Ο Πλούτωνας π’ εκουμαντάρζε το άρμα ξαμώνει και βουτάει την Περσεφόνη.

Αρχνάει το σκούξο η κοπέλα: «Διάολε ‘μπα μέσα σου άφε με» και δώστου να ρεκάζει η Περσεφόνη.
Επειδή ήτανε ανάμερα δεν ακουρμάστηκε κανένας τσι φωνές της. Έτσι ο Πλούτωνας την πήρε στον Κάτω Κόσμο.
Η Δμήτρω την εχάλευε ολούθε. Όμως στ’ αλήθεια άνοιξ’ η γης και την κατάπιε.
Την έπιασε κουμάνικο παράτησε τη γη και τα σπαρτά άρχισαν να μαραίνονται.
Παραπέρα ο Ήλιος που έβλεπε το χάλι αουπάνθενες απ’ τον ουρανό, λυπήθηκε τη Δμήτρω και τσ’ είπε τα καθέκαστα για την τσούπρα της.

Η Δμήτρω αμέτι μοχαμέτι απαιτεί απ’ τον αφέντη το Δία να γυρίσει πίσω η Περσεφόνη, αλλιώς θα δώκει δέκα σφάκελα και θα τα παρατήσ’ ούλα.
Οι αντρώποι επέσανε ήμαρτον στον αφέντη το Δία γιατί δεν είχανε να φάνε ούτε κλωνί. Ο Δίας είπε του Πλούτωνα να αφήκει την κοπέλα να πάει στ’ μάνα τα, γιατ’ έχει πέσει μύρια λύσσα στον κόσμο και δε γένεται αλλιώς.
Αυτός ο κερατότζορος ο Πλούτωνας επιέντισε στα λόγια του Δία, αλλά πρώτα έδωκε στην Περσεφόνη να φάει ένα ρόιδο. Ήξερε ο ασύφταγος ότι αν η κοπέλα έτρωγε φαΐ απ’ τον απ’ κάτου Κόσμο θα κάνανε κονάκι κανονικό και δε θα μπορούσε να λακίσει.

Η κοπέλα έφαγε έξι κλωνιά απ’ το ρόιδο. Έτσι ήταν το γραμμένο της. Όταν το έμαθε αυτό η Δμήτρω την έπιασε το κουμάνικο. Φωνές σκούξο κακό. «Τι με βρήκε την αγλύκαντη!», έσκουζε.
Ο Δίας πούχε αρχινημένη ρόκα πίσω από έναν άλλο αντηγό βρήκε τη λύση δελέγκου.
Για κάθε κλωνί που είχε φάει η Περσεφόνη θα έμενε κι ένα μήνα με τον κόνσολα τον Πλούτωνα στον Άδη. Έτσι μισό χρόνο θα ήταν με τη μάνα της και μισό με τον Πλούτωνα.

Η Δμήτρω έκαμε την ανάγκη φλότιμο και δέχτηκε το χαμπέρι. Όταν όμως η τσούπρα της είναι με τον Πλούτωνα, τσι Δμήτρως κάπως τς’ κάζει. Έχουμε χειμώνα, η γη δε βγάνει κλωνί και στη θάλασσα έχουμε αψαριά.
Άμα γυρνάει η Περσεφόνη στη μάνα τς έχουμε άνοιξη. Φιόρα και μποκέδες ολούθε, τραγούδια, χάχανα και φαρομανητά.

Μιας λοιπόν και μπήκαμε στην άνοιξη τις θερμότερες ευχές μου να έχετε υγεία, να περνάτε καλά και ασκαντάλιστα.
Χρ. Γιάννης Φουρλάνος
Δάσκαλος – Θεολόγος.
