«ΣΤΑ ΑΔΙΚΟΣΚΟΤΩΜΕΝΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΩΝ ΤΕΜΠΩΝ»
Είκοσι-οκτώ φλεβάρη , μια μέρα αποφράδα,
θρήνος μεγάλος έγινε στων Tεμπών τη κοιλάδα,
Ανάμεσα σε Μακρυχώρι και Πλαταμώνα,
εκτύπησε ο άτιμος ο Αρμαγεδώνας.
Πολύ μεγάλη τραγωδία,
που θα γραφτεί στην ιστορία.
Κλαίνε θρηνούνε οι πατεράδες,
οδύρονται λιποθυμάνε οι μανάδες.
Χαθήκανε, πια οι ζωές τόσων παιδιών,
στη καταραμένη κοιλάδα των Τεμπών.
Έγιναν τόσα θύματα της ζωής,
που είναι πολύ μεγάλα για να τα καταπιείς.
Είναι πάρα πολύ και τραγικό,
αυτό το συμβάν που βρήκε το λαό.
Η είδηση έσκασε σαν κεραυνός,
μεγάλος πόνος, θλίψη και οδυρμός.
Μέσα στη κόλαση πίσα το σκοτάδι,
πολλούς ο χάροντας έβαλε σημάδι.
Ο τραγικός επίλογος έγινε εφιάλτης.
Ο χάρος άρπαξε τις ψυχές σαν γδάρτης.
Εσείς πουλάκια των τεμπών,
πένθυμα να τα λέτε,
στο διάβα τούτων των ψυχών,
να κλαίτε Αχ! Να κλαίτε…
Κι εσείς αστέρια τ΄ουρανού,
φωτίζεται στην άβυσσο,
στα παιδιά που προχωρούν
να πάνε όλα στο παράδεισο.
Ήλιε μου σε παρακαλώ,
κλάψε το μεσημέρι ,
και στείλε σ΄όλο το λαό,
τ΄ανείπωτο χαμπέρι.
Κι εσύ δροσάτο αεράκι,
φύσα να διώξεις το φαρμάκι,
από τη ψυχή κάθε γονιού,
κι από το πόνο του λαού.
Θεέ μας πλάστη του ντουνιά,
μια χάρη θέλω μόνο,
προστάτευε αυτά τα παιδιά,
και διώχνε τους τον πόνο.
Τις δε καλές τους τις ψυχές,
με βάλσαμο να ράνεις,
κι εκεί στις νέες τους ζωές,
ότι επιθυμούν να τους κάνεις.
Σας αποχαιρετάνε όλοι οι γονείς
θείοι-θείες-φίλοι-συγγενείς.
Σας αποχαιρετάμε όλος ο λαός
κι οι κάθε αδελφή και αδελφός.
ΑΘΑΝΑΤΟΙ-ΑΘΑΝΑΤΕΣ