ΞΕΝΗΤΕΜΕΝΟΣ
Αφού η πατρίδα ειναι ” φτωχή “,
φτωχοί στο νου οι αφέντες της,
κι αλαργινά σοκάκια.
Κόμπος διπλός μέσ’ την καρδιά ο ξενητεμός,
κι οι απουσίες μαχαίρι.
Να ‘χεις μιλιά, να μην μπορείς
στον άλλο να μιλήσεις.
Να ακούς, να μην κατανοείς,
ο άλλος τι σου λέει.
Να σε κοιτούν σαν τον εχθρό,
που ήρθε το βιός να κλέψει.
Να σε απωθούν σαν τον λεπρό,
μην τάχα τους μολύνεις.
Ξένος, μιά λέξη μαχαιριά,
στάζει καημό και αίμα.
Κι ήβρες ψωμί, βρήκες νερό
και ρίζωσες στ’αλήθεια,
Κι είπες πατρίδα είναι κι αυτή,
που μου ‘δωκε τα πλούτη.
Κι ας μη θυμίζει το νησί,
ή το χωριό ή την πόλη.
Πως σε πληγώνει η Κυριακή
και η γιορτή, κι η σχόλη.
Λείπει της μάνας το ψωμί,
το γέλιο του πατέρα,
η βλαστημιά του γείτονα,
του λιτροβιού το κόρνο.
Λείπει του ήλιου η ζεστασιά,
το θυμαρίσιο αγέρι,
του φεγγαριού η αγκαλιά,
του γκιώνη το τραγούδι.
Λείπουν οι φίλοι κι οι γνωστοί,
κι οι βόλτες στο παζάρι,
και του χορού η συνοδιά,
σε γάμο ή πανηγύρι.
Κι ο έρωτας που θέριευε΄
στης νιότης την αλάνα,
τάχα που τώρα ξαγρυπνά,
που στρώνει που κοιμάται;
Από την πρώτη τη στιγμή
στο μερολόγιο ψάχνεις,
ποιά θα’ναι η μέρα κι η στιγμή,
που πίσω θα γυρίσεις.
Χρυσή και πλούσια η ξενητειά,
μα πιό γλυκιά η πατρίδα.
Κι απόψε μέσα στ΄όνειρο,
πως γύρισες, το είδα.
–Μίμης Κούρτης