(Φώτης Κόντολγου. Προσαρμογή: Χρ. Γιάννης Φουρλάνος)
Κάθε χρόνο, παραμονή Πρωτοχρονιάς, ο Άγιος Βασίλης γυρίζει να δει ποιος θα τον δεχτεί με καθαρή καρδιά.
Μία χρονιά πήρε το ραβδί του και τράβηξε. Ήταν σαν ασκητής, με μπαλωμένα ράσα, με χοντροπάπουτσα στα ποδάρια του και μ᾿ ένα ταγάρι στον ώμο. Τον παίρνανε για διακονιάρη και δεν τ᾿ ανοίγανε την πόρτα. Ο Άγιος έφευγε λυπημένος από την απονιά των ανθρώπων.
Πέρασε από χώρες πολλές, χωριά και πολιτείες. Έφτασε στα ελληνικά μέρη και πήγε στα πιο φτωχά χωριά.
Αφού περπάτησε κάμποσο, είδε ένα μαντρί στα βράχια. Άνοιξε την αυλόπορτα και μπήκε. Τα σκυλιά γαβγίζανε. Όρμησαν να τον σκίσουνε. Σαν πήγανε κοντά του, ημέρωσαν.
Ο Άγιος σίμωσε στο καλύβι και φώναξε:
«Ελεήστε με, χριστιανοί!».
Η πόρτα άνοιξε και βγήκε ένας τσομπάνης, παλικάρι ως εικοσιπέντε χρονών. Δίχως να δει ποιος είναι, είπε στο γέροντα:
«Πέρασε μέσα να ζεσταθείς!».
Ο τσομπάνης ήτανε ὁ Γιάννης ο Μπάικας, που τον λέγανε Γιάννη Βλογημένο, άνθρωπος αθώος σαν τα πρόβατα που βόσκαγε.
Μέσα στην καλύβα έφεγγε με λιγοστό φως ένα λυχνάρι. Ὁ Γιάννης, σαν είδε πως ὁ μουσαφίρης ήτανε γέροντας καλόγερος, ασπάστηκε το χέρι του και το ’βαλε απάνω στο κεφάλι του. Ύστερα φώναξε τη γυναίκα του, είκοσι χρονών κοπελούδα, που κουνούσε το μωρό τους μέσα στην κούνια. Εκείνη πήγε ταπεινά, φίλησε το χέρι του γέροντα κι είπε: «Κόπιασε να ξεκουραστείς».
Ὁ Άγιος Βασίλης στάθηκε στην πόρτα, βλόγησε το καλύβι κι είπε:
«Βλογημένοι να είστε, τέκνα μου! Τα πρόβατά σας να πληθαίνουν! Ἡ ειρήνη του Κυρίου να είναι μαζί σας!».
Ὁ Γιάννης έβαλε ξύλα στο τζάκι. Ο Άγιος έκατσε κοντά στη φωτιά, κι ἡ γυναίκα του ’βαλε μία μαξιλάρα ν᾿ ακουμπήσει. Γύρισε κι είδε γύρω του και ξανάπε: «Βλογημένο να ῾ναι τούτο το καλύβι!».
Φεγγοβόλησε το καλύβι. Φάνηκε σαν παλάτι.
Ὁ Γιάννης ήτανε καλός άνθρωπος. Είχε και καλή γυναίκα. Όποιος τύχαινε να χτυπήσει την πόρτα τους, έβρισκε παρηγοριά.
Σαν βολέψανε τα πρόβατα, ὁ Γιάννης λέγει στο γέροντα:
«Γέροντα, έχω μεγάλη χαρά που ήρθες, ν᾿ ακούσουμε κανένα γράμμα, γιατί δεν έχουμε εκκλησία κοντά μας. Αγαπώ πολύ τα γράμματα της θρησκείας μας, κι ας μην τα καταλαβαίνω, γιατί είμαι ξύλο απελέκητο.
Μία φορά μας ήρθε ένας γέροντας Αγιονορίτης και μας άφησε τούτη τη φυλλάδα. Αν λάχει να περάσει κανένας γραμματιζούμενος, τον βάζω και τη διαβάζει.
Ήτανε μεσάνυχτα. Ο αγέρας βογκούσε. Ο Άγιος Βασίλης σηκώθηκε και γυρισμένος κατά την ανατολή έκανε το σταυρό του τρείς φορές. Ύστερα πήρε από το ταγάρι του μία φυλλάδα κι είπε:
«Εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν πάντοτε, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων!».
Ο Γιάννης σταύρωσε τα χέρια του. Η γυναίκα του πήγε κι εκείνη κοντά στον άντρα της.
Ο γέροντας είπε το απολυτίκιο τῆς Περιτομής «Μορφὴν ἀναλλοιώτως ἀνθρωπίνην προσέλαβες», χωρίς να πει και τὸ δικό του τ᾿ απολυτίκιο: «Εἰς πᾶσαν τὴν γῆν ἐξῆλθεν ὁ φθόγγος σου».
Κατόπιν καθίσανε στο τραπέζι και φάγανε. Όταν αποφάγανε, έφερε ἡ γυναίκα τη βασιλόπιτα και την έβαλε επάνω στο σοφρά. Ο Άγιος Βασίλης πήρε το μαχαίρι, τη σταύρωσε κι είπε:
«Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος!».
Έκοψε το πρώτο κομμάτι: «του Χριστού», έκοψε το δεύτερο: «της Παναγίας», ύστερα έκοψε το τρίτο. Δεν είπε: «του Αγίου Βασιλείου», αλλά είπε: «του νοικοκύρη του Γιάννη του Βλογημένου!».
Πετάγεται ὁ Γιάννης και λέγει: «Γέροντα, ξέχασες τον Άι – Βασίλη!».
Του λέγει ὁ Άγιος: «Αλήθεια, τον ξέχασα!».
Έκοψε ένα κομμάτι κι είπε: «Του δούλου του Θεού Βασιλείου!».
Ύστερα έκοψε πολλά κομμάτια. Σε κάθε ένα που έκοβε έλεγε: «της νοικοκυράς», «του μωρού», «του δούλου του Θεού Μάρκου», «του σπιτιού», «των ζωντανών», «των φτωχών».
Λέει πάλι ο Γιάννης στον Άγιο:
«Γέροντα, γιατί δεν έκοψες για την αγιοσύνη σου;».
Του λέγει ο Άγιος: «Έκοψα, ευλογημένε!».
Μα ὁ Γιάννης δεν κατάλαβε τίποτα, ο καλότυχος!
Έστρωσε ἡ γυναίκα, να κοιμηθούνε. Σηκωθήκανε να κάνουνε την προσευχή τους. Ο Άγιος Βασίλης άνοιξε τις απαλάμες του κι είπε τη δική του ευχή, που τη λέγει ο παπάς στη λειτουργία:
«Κύριος ὁ Θεός μου, οἶδα ὅτι οὔκ εἰμι ἄξιος, οὐδὲ ἱκανός, ἴνα ὑπὸ τὴν στέγην εἰσέλθῃς τοῦ οἴκου τῆς ψυχῆς μου…».
Σαν τελείωσε κι ετοιμαζόντανε να πλαγιάσουνε, του λέγει ο Γιάννης :
«Εσύ, γέροντα, που ξέρεις γράμματα, πες μας σε ποια παλάτια άραγε πήγε απόψε ὁ Άι -Βασίλης; Οι αρχόντοι τι αμαρτίες έχουνε; Εμείς οι φτωχοί είμαστε αμαρτωλοί. Η φτώχεια μας κάνει να κολαζόμαστε!».
Ο Άγιος Βασίλης δάκρυσε. Σηκώθηκε πάλι επάνω, άπλωσε τις απαλάμες του και ξαναείπε την ευχή αλλιώτικα:
«Κύριε ὁ Θεός μου, οἶδας ὅτι ὁ δοῦλος Ἰωάννης ὁ ἁπλοῦς, ἄξιός ἐστιν καὶ ἱκανός, ἵνα ὑπὸ τὴν στέγην αὐτοῦ εἰσέλθῃς…».
Και πάλι δεν κατάλαβε τίποτα ο Γιάννης ο καλότυχος, ο Γιάννης ο Βλογημένος.