Ομιλία στη Βουλή πραγματοποίησε ο Βουλευτής Ν. Λευκάδας, Θανάσης Καββαδάς, στο πλαίσιο συζήτησης νομοσχεδίου του Υπουργείου Οικονομικών, το οποίο αφορούσε μεταξύ άλλων την αύξηση του Κρατικού Προϋπολογισμού 2022 κατά 2,9 δισεκατομμύρια ευρώ για την εφαρμογή μέτρων ενίσχυσης νοικοκυριών και επιχειρήσεων, μεταρρυθμίσεις στην διοίκηση των δημόσιων επιχειρήσεων καθώς και άλλες σημαντικές διατάξεις.
Ο Βουλευτής στην αρχή της ομιλίας του ανέφερε ότι η Κυβέρνηση είναι συγκεντρωμένη σε ένα και μόνο στόχο, στη στήριξη δηλαδή της κοινωνίας σε αυτόν τον δύσκολο χειμώνα και στις επιπτώσεις που πυροδότησε η παγκόσμια ενεργειακή κρίση αλλά και ο πόλεμος στην Ουκρανία. Αντιθέτως, η Αξιωματική Αντιπολίτευση έχει άλλες προτεραιότητες καθώς, όπως ανέφερε, όταν δεν επενδύει στο λαϊκισμό και στην παροχολογία επενδύει στην οξύτητα, στην τοξικού χαρακτήρα αντιπαράθεση και στο διχαστικό λόγο.
Σχολίασε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ αρνείται τα αυτονόητα, υιοθετεί μια μηδενιστική προσέγγιση και πρακτική απέναντι σε κάθε μεταρρυθμιστική προσπάθεια, τόνισε όμως ότι υπέρτατος κριτής όλων είναι ο πολίτης και ότι η Αξιωματική Αντιπολίτευση θα έπρεπε να προβληματίζεται από τη χαμηλή απήχηση που έχουν οι πρακτικές αλλά και ο αντιπολιτευτικός της λόγος, και ότι θα διαπιστώσει στις εκλογές τη μεγάλη απόσταση που χωρίζει τις προτεραιότητες των πολιτών από τις δικές της.
Επεσήμανε ότι οι πολίτες, κάθε νοικοκυριό, κάθε επιχείρηση θέλουν ουσιαστική στήριξη και βοήθεια και όχι ανέφικτες υποσχέσεις, λέγοντας ότι έμαθαν να είναι επιφυλακτικοί απέναντι στην παροχολογία και στην υποσχεσιολογία και ότι θυμούνται πού οδήγησε το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης το 2014 – δηλαδή σε ένα νέο, αχρείαστο και περισσότερο επώδυνο μνημόνιο.
Τόνισε ότι γι’ αυτό δεν θα επιτρέψουν να συρθεί ξανά η χώρα σε περιπέτειες με το νέο πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης που εξήγγειλε ο κ. Τσίπρας, ο οποίος, όπως είπε, θυμήθηκε τη μεσαία τάξη που η κυβέρνησή του υπερφορολόγησε συνειδητά, κάτι που έχουν παραδεχθεί τόσο ο τότε Υπουργός Οικονομικών, κ. Τσακαλώτος, όσο και ο τότε Αναπληρωτής κ. Χουλιαράκης,– κατέθεσε μάλιστα σχετικά δημοσιεύματα στα πρακτικά.
Περνώντας στο νομοσχέδιο, αναφέρθηκε πρώτα στην αναμόρφωση του προϋπολογισμού με την αύξηση δαπανών της τάξης των 2,9 δισεκατομμυρίων ευρώ, και συγκεκριμένα την αύξηση των πιστώσεων του τακτικού προϋπολογισμού κατά 2,5 δισεκατομμύρια ευρώ και του προϋπολογισμού δημοσίων επενδύσεων κατά 400 εκατομμύρια ευρώ.
Τόνισε ότι το ζητούμενο είναι να κατευθυνθούν στοχευμένα αυτές οι δαπάνες, κάτι που ήδη έχει αποτυπωθεί στον πυρήνα των εξαγγελιών του Πρωθυπουργού στη Θεσσαλονίκη, με συγκεκριμένα μέτρα στήριξης νοικοκυριών και επιχειρήσεων για την αντιμετώπιση της κρίσης τα οποία θα χρηματοδοτηθούν από τον κρατικό προϋπολογισμό και δεν θα μείνουν λόγια, αλλά θα γίνουν πράξη, μέσω της αναμόρφωσης του προϋπολογισμού.
Αναφέρθηκε αναλυτικά στα μέτρα τα οποία περιλαμβάνουν:
- 1,7 δισεκατομμύρια ευρώ για τη στήριξη των πολιτών στο σκέλος της επιδότησης των λογαριασμών κατανάλωσης του ηλεκτρικού ρεύματος
- 500.000.000 ευρώ για το επίδομα Δεκεμβρίου για τους ευάλωτους πολίτες,
- 300.000.000 ευρώ για το επίδομα θέρμανσης
- 140.000.000 ευρώ για να καλυφθούν οι ανάγκες από την αύξηση των δικαιούχων του «Εξοικονομώ»
- 149.000.000 ευρώ για τη στήριξη αγροτών και κτηνοτρόφων.
Κατέληξε λέγοντας ότι είναι δεδομένο ότι η Κυβέρνηση θα συνεχίσει να εξαντλεί τα δημοσιονομικά περιθώρια, για να στηρίξει την κοινωνία και ιδιαίτερα τους οικονομικά ασθενέστερους.
Στις λοιπές ρυθμίσεις του νομοσχεδίου, ανέφερε ότι έχει ισχυρό μεταρρυθμιστικό αποτύπωμα, καθώς αλλάζει, επικαιροποιεί και εκσυγχρονίζει το θεσμικό πλαίσιο για την οργάνωση, λειτουργία και διοίκηση των ανωνύμων εταιρειών του δημοσίου και των λοιπών θυγατρικών της Ελληνικής Εταιρείας Συμμετοχών και Περιουσίας Α.Ε.
Σχολίασε ότι όσοι αντιδρούν σε αυτήν την αλλαγή δεν θέλουν να αλλάξει τίποτα. Θέλουν να συνεχίσουν να λειτουργούν οι ΔΕΚΟ και οι εταιρείες του δημοσίου με βάση ένα ξεπερασμένο αλλά και αποτυχημένο μοντέλο του παρελθόντος, ενώ αντιθέτως, οι αλλαγές που επέρχονται στηρίζονται στις προτάσεις του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης, διαμορφώνοντας ένα πλαίσιο που δίνει τη δυνατότητα στις δημόσιες επιχειρήσεις κοινής ωφελείας, αλλά και στις ανώνυμες εταιρείες του δημοσίου, να προσαρμοστούν στις σύγχρονες συνθήκες και ανάγκες της αγοράς.
Τόνισε ότι για πρώτη φορά θεσμοθετούνται ελάχιστα τυπικά προσόντα και για τον πρόεδρο και για τα άλλα μέλη του διοικητικού συμβουλίου αυτών των εταιρειών, ενώ προβλέπεται ρητά η υποχρέωση να καταρτίζουν επιχειρησιακά και στρατηγικά σχέδια που θέτουν συγκεκριμένους, δεσμευτικούς στόχους για τις εταιρείες και τις επιχειρήσεις του δημοσίου και δημιουργείται ψηφιακό μητρώο συμμετοχών του δημοσίου, στο οποίο θα ενταχθούν όλες οι εταιρείες στις οποίες το δημόσιο είναι μέτοχος.
Επιπλέον, ανέφερε, ενισχύεται η διαφάνεια με τη δημιουργία μονάδας εσωτερικού ελέγχου που θα αποτελεί ανεξάρτητη οργανωτική μονάδα εντός της εταιρείας ή της επιχείρησης, με σκοπό την παρακολούθηση και βελτίωση των λειτουργιών και των πολιτικών της εταιρείας, αναφορικά με το σύστημα εσωτερικού ελέγχου της.
Στις λοιπές καινοτομίες του νομοσχεδίου ανέφερε:
Α) Την ίδρυση της Ανεξάρτητης Αρχής Πιστοληπτικής Αξιολόγησης για τη συλλογή και αξιολόγηση πρωτογενών πληροφοριών του δημοσίου και για τον υπολογισμό της πιθανότητας αθέτησης πληρωμής, ώστε ανά πάσα στιγμή φυσικά πρόσωπα και νομικά πρόσωπα να μπορούν να λαμβάνουν βεβαίωση πιστοληπτικής ικανότητας, η οποία δημιουργεί τις προϋποθέσεις χρηματοδότησης.
Β) Την ίδρυση του Κεντρικού Μητρώου Πιστώσεων, στην Τράπεζα της Ελλάδας όπου θα καταγράφεται αναλυτικά το ιστορικό πληρωμών, τα είδη των παρεχόμενων εξασφαλίσεων και κάθε άλλη πληροφορία που σχετίζεται με κάθε μορφή πίστωσης προς φυσικά ή νομικά πρόσωπα από πιστωτικά και χρηματοδοτικά ιδρύματα. Δημιουργούνται έτσι προϋποθέσεις για τη δανειοδότηση ιδιωτών και επιχειρήσεων με ευνοϊκότερους όρους για την επιτάχυνση επενδυτικών έργων και τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Κλείνοντας την ομιλία του ο Βουλευτής ανέφερε:
«Όπως τόνισα και στην αρχή της ομιλίας μου, η Κυβέρνηση παραμένει προσηλωμένη στην ανάγκη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής, στη στήριξη των πολιτών και της κοινωνίας. Παραμένει προσηλωμένη στην ανάγκη προώθησης των αλλαγών και των μεταρρυθμίσεων, όπως αποδεικνύει και το περιεχόμενο αυτού του νομοσχεδίου, το οποίο βεβαίως και υπερψηφίζουμε.»