Το βιβλίο “Τα που θυμάμαι μολογώ”: Σεργιάνι στη Λευκάδα του χθες του Θοδωρή Γεωργάκη διατίθεται απ’ τις Εκδόσεις ΟΣΤΡΙΑ, Χέϋδεν και Μαυροματαίων στο Πεδίον του Άρεως, απ’ τα μεγάλα βιβλιοπωλεία. Μπορείτε να παραγγείλετε το βιβλίο απ’ τις εκδόσεις ηλεκτρονικά ΕΔΩ και ΕΔΩ, ή τηλεφωνικά στο Τηλ. 211 2136882. Διατίθεται επίσης στα περιφερειακά βιβλιοπωλεία.

ΤΟ ΤΡΕΜΕΤΖΟ, ΟΙ ΚΟΛΙΤΡΙΝΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΦΡΕΜΕΝΕΛΕΣ
Μετά την ολοκλήρωση της σκεπής και του πατώματος, αφού το ταβάνι ήταν σπάνια πολυτέλεια και προνόμιο μόνο ελάχιστων ευπόρων, προχωρούσαν στην διαρύθμιση του εσωτερικού του σπιτιού. Το κατώγι, το οποίο επικοινωνούσε με το απάνω σπίτι με ξύλινη εσωτερική σκάλα, την οποία ονόμαζαν καταρράχτη, ήταν ένας πολυχώρος, ο οποίος στέγαζε πολλές δραστηριότητες και υπηρεσίες. Η κύρια είσοδος του κατωγιού, η κατωγόπορτα, είχε το πάνω μέρος κυκλικό, ένα ιδιαίτερο αρχιτεκτονικό χαρακτηριστικό των παλιών πέτρινων Λευκαδίτικων σπιτιών, μάλλον ηπειρώτικης προέλευσης, από τον τεράστιο αριθμό των πετράδων Ηπειρωτών στο νησί και έφερε δίφυλλη βαριά ξύλινη πόρτα, η οποία στηρίζονταν και περιφέρονταν στο σταθερό σημείο του τοίχου με τις περίφημες φρεμενέλες, δηλαδή σιδερένια μακρόστενα ελάσματα, τα οποία την έκαναν λειτουργική στο ανοιγοκλείσιμο.
Το κατώγι μπορεί να ήταν αβέρτο, δηλαδή να είχε ενιαία χρήση ο χώρος, ή χωρισμένο στην μέση με το τρεμέτζο. Χωρίζονταν, όταν, το μισό χρησιμοποιούνταν σαν αποθήκη και το άλλο μισό σαν σταύλος των ζώων, αν δεν διέθετε το σπίτι παρακείμενο αχούρι. Το τρεμέτζο. Πρόκειται για μια μορφή τοίχου διαχωρισμού των διαφόρων μερών του σπιτιού, ένας τοίχος που κατασκευάζονταν ως εξής: Χρησιμοποιούσαν μικρά κατεργασμένα επιμήκη ξύλα, τους ορτούς, επειδή τοποθετούνταν κάθετα στο δάπεδο, κάτι σαν τα σημερινά καδρόνια. Πάνω στους ορτούς και σε θέση οριζόντια, κάρφωναν, κυρίως, καλάμια, σε μικρά διαστήματα και στις δύο όψεις, στο κενό, που δημιουργούνταν, περνούσαν μέσα σπάρτα κα ακολούθως σοβάτιζαν και τις δύο όψεις, με ψιλό άμμο και ασβέστη, με αποτέλεσμα να δημιουργείται αυτός ο ιδιόμορφος τοίχος, τον οποίο άσπριζαν, τοίχος, που, με την παρουσία του σπάρτου, στο εσωτερικό του, παρείχε άριστη μόνωση. Επί πλέον, με το σοβάτισμα, απέτρεπαν την δημιουργία φωλιών σφελαγκιών και τσατσαμάρων, αφού ο χώρος των σπάρτων ευνοούσε την ανάπτυξη τέτοιων ζωϋφιών. Με τέτοια τρεμέτζα χωρίζονταν και τα υπνοδωμάτια του απάνω σπιτιού. Στο κατώγι έφτιαχναν ένα τέτοιο μεγάλο τρεμέτζο το οποίο το χώριζε στην μέση. Στο ένα μέρος, το αποθηκευτικό, τοποθετούνταν όλα τα ρεκούμπερα του σπιτιού, τα βαγένια με το κρασί, οι πύλες ή τα δεπόζιτα με το λάδι, τα σακιά με τα δημητριακά, στάρι, βρώμη, κριθάρι, καλαμπόκι και αγριοκόκι για τα ζώα, τα διάφορα οικιακά σκεύη, όπως: η μαλάθα με το ψωμί, το σκαφίδι, η πινακωτή και το πλαστήρι του ζυμώματος του ψωμιού, ο τάλαρος με το τυρί, η λάτα με τις αρμυροσαρδέλες, η καπάσα με τις κολυμπάδες ελιές, τα τσουβάλια με το αλεύρι, οι πλεξούδες με τα σκόρδα και τα κρεμμύδια, το τρόκολο για το περαιτέρω στίψιμο των φλυών των σταφυλιών, που απομένουν μετά το πάτημα, η κάδη και η πατήρα, που χρησίμευαν για το πάτημα των σταφυλιών, το αλέτρι και τα εξαρτήματά του για το όργωμα, γενικά όλα εκείνα τα σκεύη και αντικείμενα που χρησιμοποιούσε το κάθε νοικοκυριό.
Το άλλο μισό του κατωγιού χρησίμευε για στάβλος, όπως προαναφέρθηκε, στην περίπτωση που το σπίτι δεν είχε το βοηθητικό αχούρι για τα ζώα. Δημιουργούσαν σε μια γωνιά τον μπλοκό, για το άλογο. Επρόκειτο για θέση στην οποία τοποθετούσαν τον σανό και το άχυρο, από το αλώνισμα των δημητριακών και στο οποίο άχυρο είχε πρόσβαση, για να τρώει, το άλογο του σπιτιού, το οποίο χρησίμευε για πάρα πολλές δουλειές. Κοντά εκεί και οι δυο τρείς κατσίκες, ή προβατίνες του κάθε σπιτιού, τα λεγόμενα μαρτίνια, τα οποία έδεναν με σάγλες. Μπορεί όλα τούτα και κυρίως η ύπαρξη των ζώων ουσιαστικά μέσα στο σπίτι, να ανήκουν, σήμερα, στην σφαίρα της φαντασίας, όμως αναφερόμαστε σε μια εποχή που, τα χρήματα, ήταν σπανιότατο είδος και ο Λευκαδίτης ξωμάχος ταλανίζονταν μέσα στην φτώχεια και στην ένδεια, όταν παδίριζε για μια φέτα ψωμί, που δεν του επέτρεπαν ούτε την … πολυτέλεια δημιουργίας ενός αχουριού!
Στο απάνω σπίτι, εκτός από την εσωτερική σύνδεση με το κατώγι, με τον καταρράχτη, η είσοδος γίνονταν με εξωτερική πέτρινη σκάλα, η οποία μπορούσε να συνδέεται απ’ ευθείας με την κεντρική είσοδο, ή να περνά πάνω από την πόρτα του κατωγιού, ώστε να δημιουργείται θολωτή καμάρα. Υπήρχαν παράθυρα ξύλινα και στους τέσσερεις τοίχους, τα οποία στολίζονταν, εσωτερικά, με τις κολτρίνες, δηλαδή, μικρές, θα λέγαμε σήμερα, κουρτίνες, οι οποίες ήταν πλεγμένες στο χέρι με το αγκερίδι, μια μικρή βελόνα πλεξίματος, με άγκιστρο στην άκρη. Ο εξοπλισμός και ο διάκοσμος του απάνω σπιτιού αφορούσε το υποτυπώδες σαλόνι με το βαρύ χειροποίητο ξύλινο τραπέζι και τις ψάθινες καρέκλες, το οποίο σαλόνι στόλιζαν οι ασπρόμαυρες φωτογραφίες των μελών της οικογένειας. Στην μία πλευρά του τραπεζιού, αυτή που ήταν προς την πλευρά του τοίχου, αντί καρεκλών, υπήρχε ο σοφάς, κάτι σαν τα σημερινά ντιβάνια, ο οποίος στηρίζονταν σε ξύλινα καβαλέτα, πάνω στα οποία υπήρχαν τάβλες πλατιές και το στρώμα-παγερίτσο, το οποίο είχε μέσα βρωμίστρα, ή ροκόφυλλο, για γέμισμα. Αυτός, ο σοφάς, υποκαθιστούσε όχι μόνο τις καρέκλες του τραπεζιού, αλλά χρησίμευε, στις πολυμελείς οικογένειες, σαν κρεβάτι, κάποιου παιδιού. Χωρισμένες με το τρεμέτζο, που προαναφέρθηκε, και σε διάταξη Γάμα ήταν οι τρείς, κατά κανόνα, κρεβατοκάμαρες του σπιτιού, μία για τους παππούδες, οι οποίοι έμεναν πάντα μαζί με την οικογένεια, μία για τους γονείς και μία για τα παιδιά, που αν τύχαινε να είναι αρκετά, τότε επιστρατεύονταν και η στρωματσάδα, στον χώρο του σαλονιού! Συνέχεια της τρίτης κρεβατοκάμαρας ήταν η κουζίνα με την γωνιά και το μπουχαρί. Στα σπίτια, όπου υπήρχε ο βοηθητικός χώρος του αχουριού για τα ζώα, η κουζίνα μπορεί να ήταν στο κατώγι, στο ισόγειο διάζωμα, που προαναφέραμε για χρήση των οικόσιτων ζώων, ενώ ο προβλεπόμενος χώρος για την κουζίνα απάνω, μετατρέπονταν και αυτός σε υπνοδωμάτιο.
Το μπουχαρί, είτε στο απάνω σπίτι, είτε στο κατώγι, ήταν μια περίτεχνη κατασκευή, από ειδικούς μαστόρους. Άριστος τέτοιος τεχνίτης ήταν ο Μπάρμπα Αποστόλης ο Περβολάρης, από την Καρυά, τον οποίο καλούσαν πολλά χωριά και κατασκευάζονταν κυρίως με γύψο, ο οποίος είναι πυρίμαχος και σχισμένα στην μέση κεραμίδια, τα οποία τοποθετούνταν κάθετα. Όταν γκαινιάζανε το καινούργιο μπουχαρί, τότε ήταν φοβερό κατόρθωμα, για την οικογένεια, αφού, δεν ήταν λίγες οι φορές, που άναβαν φωτιά, χωρίς μπουχαρί, σε μια γωνία του σπιτιού, οπότε, ο καπνός, τύφλωνε τους πάντες, τα βράδυα, που, η ανάγκη του μαγειρέματος και του κρύου, έκανε απαραίτητο το κόλημα της φωτιάς. Κάτω από το μπουχαρί ήταν η εστία, η γωνιά, στην οποία άναβαν την φωτιά, όχι μόνο για να ζεσταθούν, μα για να μαγειρέψουν, να την έχουν συντροφιά, όπως έλεγαν χαρακτηριστικά, να πλέκει η μάνα φανέλες και κάλτσες μάλλινες, να γνέθει η γιαγιά με την ρόκα, να πήζουν το τυρί δίπλα στην ζεστασιά της γωνιάς, να κάθεται όλη η οικογένεια στο βραδινό φαγητό, να διηγείται απίθανα παραμύθια ο παππούς στα εγγόνια του, να φτιάχνουν τις προμάδες του χειμώνα, να ψένουν τα φακόλια, που ήταν καλαμπόκι, ή ρεβίθια, πάνω στα οποία τοποθετούσαν κάρβουνα, να βάζουν τα κρεμμύδια στην χόβολη, να συναποφασίζουν για τις δουλειές της επόμενης μέρας, να ζεστάνουν το νερό για να πλυθούν τα μέλη του σπιτιού, μέσα στο… σκαφίδι στο κατώγι, όσο και αν ακούγεται περίεργο!
Απλός και απέριττος ήταν ο εξοπλισμός και ο διάκοσμος του απάνω σπιτιού. Αρκούσε ένας καθρέφτης, η γνωστή <<Καλημέρα>>, σε έναν από τους τοίχους των δωματίων, στην όψη με θέα προς το σαλόνι, ένα μικρό ξύλινο αρμάρι εντοιχισμένο σε περίοπτη θέση, για τα γυαλικά του σπιτιού, ένα ξύλινο μπαούλο, η περίφημη καναβέτα, άλλο πιο μικρό ξύλινο κιβώτιο, το φορτσέρι, μέσα στο οποίο φύλαγαν τα διάφορα έγραφα του σπιτιού, συμβόλαια, προικοσύμφωνα, φωτογραφίες και τα τοιαύτα, σε άλλη γωνία του σαλονιού, κατά τα νεώτερα χρόνια η σερβάντα, ή ο γνωστός Λευκαδίτικος κομμός, παλαιότερα, με τα παράκλια, δηλαδή τα συρτάρια. Ο κομμός, ο οποίος διατηρείται, σαν διακοσμητικό στοιχείο και σήμερα, στα σύγχρονα Λευκαδίτικα σπίτια, ήταν ένα έπιπλο, που έπαιρνε προίκα κάθε γυναίκα, αλλά και η κασέλα, επίσης προίκα, ένα μακρόστενο ξύλινο έπιπλο, μέσα στο οποίο τοποθετούσαν τα χοντροσκούτια, όσα δεν έμπαιναν στους γήκους. Ο γήκος ήταν η στίβα με τα χοντροσκούτια του σπιτιού, η οποία στίβα με τα διπλωμένα χοντροσκούτια, στηρίζονταν πάνω σε σανίδες, που, με την σειρά τους, ήταν απλωμένες πάνω σε δύο ξύλινα καβαλέτα, η δε ολόκληρη στίβα σκεπάζονταν με λινό σεντόν, ενώ στην κορυφή τοποθετούσαν μια εικόνα.


Ο συγγραφέας
Θοδωρής Γεωργάκης
Λευκάδα 2018
Μπορείτε να βρείτε όλα τα αποσπάσματα του βιβλίου που έχουμε δημοσιεύσει εδώ