Το βιβλίο “Τα που θυμάμαι μολογώ”: Σεργιάνι στη Λευκάδα του χθες του Θοδωρή Γεωργάκη διατίθεται απ’ τις Εκδόσεις ΟΣΤΡΙΑ, Χέϋδεν και Μαυροματαίων στο Πεδίον του Άρεως, απ’ τα μεγάλα βιβλιοπωλεία. Μπορείτε να παραγγείλετε το βιβλίο απ’ τις εκδόσεις ηλεκτρονικά ΕΔΩ και ΕΔΩ, ή τηλεφωνικά στο Τηλ. 211 2136882. Διατίθεται επίσης στα περιφερειακά βιβλιοπωλεία.

ΣΤΟΥΣ ΒΟΛΤΟΥΣ
Στων Θεών τη στέγη πανδαισία ήλιου και πέτρας, τοπίο αμόλευτο σφραγίζεις τον χρόνο! Προστάτες τα νέφη ευλαβικά διαβατάρικα ερυθρωμένα στο φέγγος αγγίζουν θωπευτικά τα χορταριασμένα αλώνια! Στα χρόνια βιγλάτορες στέκεστε βόλτοι! Αλέγρες αντρίκιες ανάσες στη γη του Διόνυσου της Δήμητρας γόνοι! Θυμητάρια ζωής πονεμένης, αίμα ποτίσατε την άγονη γη σας…
Τ’ Αϊ Δονάτου πέτρινοι Βόλτοι!
Σηκώνετ’ ο ήλιος στις κορφές της Ελάτης και χόβολες σπέρνει στην άσπιλη γη σας ! Το δειλινό σας μυρώνει τ’ ασκηταριού η καμπάνα σ’αναπαμό σαν συνάζει τα περιστέρια του μόχθου, <<Κατευθυνθήτω η Προσευχή μου>> σταυροκόπημα, ανάσα… Του Ιόνιου ο μαϊστρος στο Λιθανώφλι σας φτάνει ζωήζει μεστώνει τα χρυσά σας αλώνια, το καρπολόϊ αδράζουν του ξωμάχου τα χέρια αρχίζουν το λίχνισμα υμνωδία στη γη μας, το τίμιο στάρι να σταθεί στηθοπλάστης…
Τ’ Αϊδονάτου αιμάτινοι Βόλτοι!
Δωρική η θωριά σας σπαθί κοφτερό στα ζωηφόρα μελτέμια! Αίμα ξεκίνησε ρέει, στις φλεβιές σας ζωή ρυακίζει! Ντυμένη η άνοιξη χλοήσματα μύρια σαν μεριάζει του χειμώνα την πάγρα, τις ομίχλες σηκώνει πανώριοι να σταθούνε οι σπλώνοι, φωλιές οι χρυσομάνες στις κορφές τους να πλέξουν! Το καλάμι του κούκου τα χωράφια μωβίζει ασφελαχτός και ασφάκα τις πλαγιές κιτρινίζουν μίγμα λαύρο στου Θεριστή τα πιστρόφια, τα γεννήματα λάμπουν κεχριμπαρένια χερόβολα στους βρυχηθμούς τ’ Αλωνάρη συφάμελα τις ψυχές σαν ματώνουν…
Τ’ Αϊ Δονάτου αιμάτινοι Βόλτοι!
Αιώνια σύμβολα της χοϊκή μας ουσίας Αρμαθιασμένοι στη γη μας λιονταρόθρεφτα εικονίσματα πέτρας… Αντιλαλείτε φωνές μυρώτρες αντρίκες, μελωδικά γυναικεία τραγούδια παιδιάστικα χωρατά και σκλιμήδια των προγιαστών τη θεία σοφία! Διαθήκη σ’ αυτούς που θα έρθουν! Ορτοί να σταθείτε στις ανέμες του χρόνου! Η μοίρα σας προίκισε της φύσης ξαφνιάσματα, στα χέρια κρατάτε ευαγγέλια θεία, αγιάστρες της λύτρωσης στις ψυχές τα σκορπάτε…
-Θ. ΓΕΩΡΓΑΚΗΣ



ΤΑ ΣΚΟΡΤΣΑ ΚΑΙ ΤΟ ΣΤΑΦΝΙΣΜΑ ΤΩΝ ΚΥΠΑΡΙΣΙΩΝ!
Όταν ολοκληρώνονταν ο βάζος του σπιτιού, δηλαδή οι τέσσερεις τοίχοι, τότε σειρά είχε η σκεπή και ακολούθως το ξύλινο πάτωμα, το οποίο χώριζε πάνω και κάτω σπίτι.. Η σκεπή ήταν και πάλι αντικείμενο ειδικών μαστόρων-μαραγκών, αφού έπρεπε να τοποθετηθούν συμμετρικά και τριγωνικά τα ματέρια, με τον <<παπά>> της οικοδομής, δηλαδή το κεντρικό κάθετο ματέρι, να δίνει την τριγωνόσχημη μορφή στην σκεπή, με τα υπόλοιπα ματέρια και τα σκόρτσα, δηλαδή οι σανίδες με τις οποίες πέτσωναν την σκεπή, πάνω στην οποία θα στερεώνονταν τα κεραμίδια. Τα ημιοριζόντια μεγάλα ματέρια της σκεπής πατούσαν πάνω στην καταρήχωση, τουτέστιν στην περιμετρική κορυφογραμμή των τεσσάρων τοίχων, στα ειδικά κενά που άφηναν οι κτίστες, προκειμένου να στερεωθεί η σκεπή και να μην απειλείται από την δύναμη του αέρα.
Κάθε Φθινόπωρο, οι Λευκαδίτες χωρικοί, έσερναν, αλλά σέρνουν και σήμερα, τα κεραμίδια της σκεπής, δηλαδή τοποθετούσαν, εκ νέου, τα κεραμίδια σε σωστή διάταξη, τα οποία είχε φέρει σβουρδάλα ο αέρας και η βροχή του χειμώνα, που είχε περάσει, ώστε να είναι έτοιμα για τον χειμώνα, που θα ακολουθούσε, προκειμένου, να μην υπάρχουν σταλαγματιές στο εσωτερικό του σπιτιού. Το πάτωμα στηρίζονταν με ποντελάρισμα, δηλαδή, αρχικά πάνω στην καρίνα, ένα τεράστιο τετραγωνισμένο μαδέρι, που συνέδεε τους δύο απέναντι τοίχους, και της οποίας καρίνας τα άκρα πατούσαν πάνω σε ειδικά κενά, τις θυρίδες, τις οποίες άφηνε ο κτίστης στο μέσον των τοίχων, κατά το κτίσιμο της πέτρας, αλλά πατούσε η καρίνα και πάνω σε χοντρή κολώνα στο κέντρο του κατωγιού. Το πάτωμα στηρίζονταν, πέραν της καρίνας, και στα τέσσερα ματέρια περιμετρικά και εσωτερκά των τεσσάρων τοίχων, ματέρια που πατούσαν πάνω σε ξύλινες κολώνες σχήματος Τάφ, στηριγμένες στο δάπεδο, τις οποίες κολώνες ανακούφιζαν ξύλινες ειδικές τριγωνόσχημες γωνίες. Πάνω στην καρίνα και στα περιμετρικά τέσσερα ματέρια πατούσαν και καρφώνονταν τα πατωψάλιδα, μικρότερα σε πάχος τετραγωνισμένα ματέρια, και πάνω στα πατωψάλιδα καρφώνονταν οι τάβλες του πατώματος.
Η σκεπή, δεν σταματούσε ακριβώς πάνω στην όψη του τοίχου, <<πρόσωπο με τον τοίχο>>, όπως έλεγαν, αλλά εξείχε με τα βροντάλια, τουλάχιστον κατά μισό μέτρο, κομμάτι που ονομάζονταν σουάντσα, προκειμένου η ροή των νερών της βροχής, οι περίφημες ρονιές, να μην καναλίζουν πάνω στον τοίχο, αλλά να χύνονται μακριά απ’ τον τοίχο, στο έδαφος. Κατά τα νεώτερα χρόνια, όπως και σήμερα, τοποθετούσαν, περιμετρικά των ακροκεράμιδων, σωλήνες τσίγκινες, τις ονομαζόμενες κάναλες, προκειμένου να πιάνουν, συγκεντρωτικά, τα νερά της βροχής και, με ειδικό σωλήνα, να τα οδηγούν, κατ’ ευθείαν, στην στέρνα του σπιτιού, για να γεμίσει νερό. Για την κατασκευή της σκέπης και του πατώματος απαιτούνταν μεγάλες ποσότητες ξυλείας, την οποία οι τεχνίτες έπαιρναν, κυρίως, από τα κυπαρίσσια, τα οποία, στην ευλογημένη Λευκαδίτικη γη, φύονταν και φύονται κατά χιλιάδες, στους κυπαρισσόλογγους. Τεράστιες ήταν οι θυσίες και οι κόποι για την κοπή και την επεξεργασία των κυπαρισσιών. Έπρεπε, αρχικά, να κοπούν με φεγγάρι, όπως έλεγαν οι παλιοί, για να μην τα πειράξει το φοινίκι, δηλαδή το σαράκι, που κατατρώει το εσωτερικό των ξύλων και τα αλευροποιεί. Το κόψιμο, το ξεφλούδισμα, το μετέπειτα σχίσιμο και η μετατροπή του κυπαρισσιού, σε ματέρια, καρίνες, ψαλίδια, σκόρτσα και τάβλες γίνονταν, επί τόπου, με την μεγάλη πλάνια, ή με τριών ειδών πριόνια, την χέρα, ένα σχετικά μεγάλο πριόνι το οποίο χειρίζονταν μόνο ένα άτομο, τον ζαγανά ένα επίσης μικρότερο χειροκίνητο πριόνι με έναν χειριστή και τον καταρράχτη, ένα τεράστιο πριόνι, που απαιτούσε δύο χειριστές και το οποίο, μπορεί να ήταν σκέτο, ή τοποθετημένο, στέρεα, στην μέση ενός παραλληλόγραμμου ξύλινου πλαίσιου και το οποίο πλαίσιο τραβούσαν με παλινδρομική κίνηση δύο άνδρες, ως εξής: Τοποθετούσαν το κυπαρίσσι σε μια μεγάλη λιθιά, ώστε να υπάρχει υψομετρική διαφορά, με το μισό να εξέχει στο κενό, οπότε ο ένας εργάτης πάνω και ο άλλος από κάτω τραβούσαν εναλλάξ, πάνω-κάτω, τον καταρράχτη και το κυπαρίσσι κόβονταν. Εξυπακούεται ότι, όταν το κόψιμο, η τομή, έφτανε στο ύψος της λιθιάς, τότε γυρνούσαν στο κενό το άκοπο μέρος, βαδίζοντας πάνω στην ίδια ευθεία, που θα αναφέρουμε ευθύς παρακάτω, με πιο τρόπο χαράσσονταν πάνω στο ξύλο, με αποτέλεσμα οι δύο κοπές-τομές να συναντώνται και να τεμαχίζεται το κυπαρίσσι.
Σε άλλες περιπτώσεις, όταν υπήρχε αρκετό προσωπικό, τότε τοποθετούσαν το κυπαρίσσι πάνω σε δύο υπερυψωμένα καβαλέτα, οπότε ο ένας κόφτης ανέβαινε πάνω στο οριζόντια τοποθετημένο κυπαρίσσι και ο άλλος από κάτω, προκειμένου να χειρισθούν τον καταρράχτη. Η ευθεία γραμμή, για την οποία κάναμε λόγο, δημιουργούνταν με το στάφνισμα πάνω στον επεξεργαζόμενο κορμό. Το στάφνισμα γίνονταν με σπάγκο, τον οποίο βουτούσαν σε κόκκινο χρώμα, ακολούθως τον τέντωναν πάνω στον κορμό σε ευθεία γραμμή, σε εφαρμογή της γεωμετρικής αρχής, σύμφωνα με την οποία, από δύο σταθερά σημεία διέρχεται μόνο μια ευθεία, σήκωναν τον σπάγκο, όπως ήταν τεντωμένος, και τον άφηναν με δύναμη πάνω στο ξύλο, όπου το χρώμα αποτύπωνε την ευθεία γραμμή, πάνω στην οποία θα βάδιζαν οι χειριστές του καταρράχτη. Ας φανταστούμε τον κόπο, τις δυνάμεις και το κουράγιο αυτών των ανθρώπων, που επεξεργάζονταν το ξύλο, προκειμένου να κατασκευάσουν όλα αυτά τα εξαρτήματα, που προαναφέραμε και απαιτούσαν η σκεπή και το πάτωμα κάθε σπιτιού, και τα οποία κουβαλούσαν στους ώμους, πολλοί άνδρες, με αποτέλεσμα, πολλές φορές, να γλομανίζονται οι ώμοι, μέσα από λόγγους και δύσβατα μονοπάτια.Κατά τα νεώτερα χρόνια, όταν δημιουργήθηκαν οι πριονοκορδέλες, τα κυπαρίσσια, μεταφέρονταν σ’ αυτές, είτε και πάλι ακατέργαστα στους ώμους, είτε τα τραβούσαν με άλογα. Ονομαστοί, στο τράβηγμα των κυπαρισσιών με άλογα, ήταν οι Αλεξανδρείτες και οι Απολπαινιώτες, οι οποίοι είχαν τα καλύτερα και πιο μεγαλόσωμα άλογα στο νησί, άλογα που δεν πιεντάγανε από βάρη, τους οποίους καλούσαν πάρα πολλοί, προκειμένου να τραβήξουν τα κυπαρίσσια στις πριονοκορδέλες. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις, <<πού έβγαζαν τα ξύλα>>, όπως έλεγαν, η περιοχή γέμιζε από τις φωνές των κατόχων των αλόγων, που με τα χαρακτηριστικά: <<Έλα Ντορή, άντε Ψαρρή, τράβα Καρά>>, προέτρεπαν τα άλογα να τραβήξουν δυνατότερα τα ξύλα, για να βγουν στην δημοσιά, μέσα από τα κακοτράχαλα μονοπάτια και να ξεντρεγάρουν, μια ώρα γρηγορότερα, απ’ αυτή την τρομερή δοκιμασία, άνθρωποι και ζώα.


Ο συγγραφέας
Θοδωρής Γεωργάκης
Λευκάδα 2018
Μπορείτε να βρείτε όλα τα αποσπάσματα του βιβλίου που έχουμε δημοσιεύσει εδώ