Το βιβλίο “Τα που θυμάμαι μολογώ”: Σεργιάνι στη Λευκάδα του χθες του Θοδωρή Γεωργάκη διατίθεται απ’ τις Εκδόσεις ΟΣΤΡΙΑ, Χέϋδεν και Μαυροματαίων στο Πεδίον του Άρεως, απ’ τα μεγάλα βιβλιοπωλεία. Μπορείτε να παραγγείλετε το βιβλίο απ’ τις εκδόσεις ηλεκτρονικά ΕΔΩ και ΕΔΩ, ή τηλεφωνικά στο Τηλ. 211 2136882. Διατίθεται επίσης στα περιφερειακά βιβλιοπωλεία.

ΑΠ’ ΤΙΣ ΑΧΥΡΟΚΑΛΥΒΕΣ ΣΤΑ ΠΕΤΡΙΝΑ ΣΠΙΤΙΑ
Το νησί της Λευκάδος, όπως προκύπτει από ιστορικές πηγές, κυρίως από το δίτομο έργο του Πάνου Ροντογιάννη: <<ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΝΗΣΟΥ ΛΕΥΚΑΔΟΣ>>, κατοικείται απ’την αρχαιότητα, αφού διάφορα πληθυσμιακά φύλα έχουν, στο πέρασμα των αιώνων, εγκατασταθεί, όπως: Λέλεγες, Δωριείς, Κεφαλλήνες, Ακαρνάνες, Κορίνθιοι, δεδομένου ότι η πρόσβαση στο νησί ήταν εύκολη, κυρίως από χερσαίους δρόμους, λόγω της στενής γειτνιάσεως με την απέναντι ακτή της Ακαρνανίας.
Ανατρέχοντας, σ΄αυτό το διάβα των αιώνων, για το νησί της Λευκάδος, θα διακρίνουμε δύο μακραίωνες περιόδους, σε ότι αφορά την δημιουργία μόνιμων οικισμών στο νησί. Κομβικό σημείο, σ’ αυτόν τον διαχωρισμό, θα θεωρήσομε την καταστροφή της Πολίχνης του Κούλμου, της αρχαίας Νηρίκου, κατά το τέλος του 12ου αιώνα, αφού εδώ, σ’ αυτό τον χώρο του Κούλμου, όπως και στην πεδιάδα του Ελλομένου, φαίνεται να αναπτύσσεται, κυρίως, η ζωή της Λευκάδος, κατά την αρχαιότητα και τα επακολουθήσαντα βυζαντινά χρόνια, χρονικό σημείο, που η διάλυση της ανωτέρω πολίχνης, μάλλον, οδηγεί τους κατοίκους σε διασπορά στην ενδοχώρα του νησιού, υπό μορφή μικρών οικισμών, αφού το Κάστρο, στο οποίο δημιουργήθηκε το νέο υποτυπώδες αστικό κέντρο, χτίστηκε έναν αιώνα αργότερα, από τους Ορσίνι το 1300. Οδηγούνται στην ενδοχώρα, πλέον, του νησιού, αφού, από αυτόν τον αιώνα, τον 12ο, γιγαντώνεται η τεράστια μάστιγα της πειρατείας, η οποία κράτησε σχεδόν μέχρι το πέρας του 17ου αιώνα. Ένα κράμα Αλγερίνων, Μουσουλμάνων και Τούρκων, από την μια πλευρά πειρατών και από την άλλη Φράγκων, Γενουατών και Σικελών, λυμαίνονταν ολόκληρο το Ιόνιο, με αποτέλεσμα την εκδίωξη των κατοίκων στην ενδοχώρα του νησιού, η οποία Λευκάδα, λόγω της γεωγραφικής της θέσης, αποτελούσε το ορμητήριο των πειρατικών στολίσκων, με αποτέλεσμα να χαρακτηρίζεται, από πολλούς ιστορικούς και περιηγητές της εποχής, σαν <<επαίσχυντη φωλεά πειρατών>>, σε αντίθεση, με την προ του 12ου αιώνα πρακτική, όταν άνθιζε η ζωή στα παράλια, με τα δύο προαναφερθέντα κέντρα, του Κούλμου και της πεδιάδος του Ελλομένου, να αποτελούν τον πυρήνα της Λευκαδίτικης ζωής.
Κατά την Επανάσταση της Βουκέντρας, το 1357, όταν οι Λευκαδίτες, με επίκεντρο τους Σφακιώτες, εξεγέρθηκαν κατά του Φράγκου δυνάστη Ζώρζη Γρατιανού, η Λευκάδα είχε συνολικά, περίπου, πέντε χιλιάδες κατοίκους, όπως υποστηρίζει ο ιστορικός Πάνος Ροντογιάννης, (ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΝΗΣΟΥ ΛΕΥΚΑΔΟΣ. ΤΟΜΟΣ Ά), ο οποίος, έκανε σχετικές αναγωγές και υπολογισμούς πάνω στον αριθμό των πεντακοσίων μαχίμων, που έλαβαν μέρος στην εξέγερση. Ο μικρός αυτός αριθμός των κατοίκων του νησιού, έχει σχέση και με την φονική δραστηριότητα των πειρατών, αλλά, κυρίως, με την δεσποτική και σκληρή συμπεριφορά των ηγεμόνων Ορσίνι και Ανδηγαυών, οι οποίοι κατείχαν το νησί στο χρονικό διάστημα 1295-1362, με αποτέλεσμα, πολλοί Λευκαδίτες, να περνούν απέναντι στην Ακαρνανία, για καλύτερους και ασφαλέστερους όρους ζωής. Αυτή την πληθυσμιακή αιμορραγία ανέκοψε, αμέσως μετά, η Δυναστεία των Τόκκων, που κατείχε το νησί, για το διάστημα 1362-1479, πάνω από έναν αιώνα. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρουν, ο Λευκαδίτης ιστορικός Πάνος Ροντογιάννης, στο προαναφερθέν μνημειώδες, για το νησί, έργο του, και ο Κερκυραίος Σπυρίδων Ασωνίτης, (ΤΟ ΝΟΤΙΟ ΙΟΝΙΟ ΣΤΟ ΟΨΙΜΟ ΜΕΣΑΙΩΝΑ), κατά την εποχή των Τόκκων, συνέβη στο νησί της Λευκάδος ευρύτατη πληθυσμιακή διαστρωμάτωση, μέσα από τον εμπλουτισμό του νησιού με νέους κατοίκους, Έλληνες, Φράγκους και Αλβανούς. Οι τελευταίοι ήταν χριστιανοί, κατ’ αυτούς τους αιώνες, αφού βίαια εξισλαμίσθηκαν επιγενέστερα, κατά τον 17ο αιώνα. Αποτέλεσμα αυτής της δημογραφικής πολιτικής των Τόκκων, ήταν να υπερδιπλασιασθεί ο πληθυσμός του νησιού και να αγγίξει τις δώδεκα χιλιάδες. Εδώ ακριβώς, κατ’ αυτούς τους χρόνους των Τόκκων, 14ο και 15ο αιώνα, δημιουργούνται τα περισσότερα χωριά της Λευκάδος, με την σημερινή τους μορφή και ονομασία.
Σε ότι αφορά, την στοχευμένη προσπάθειά μας, για την περιγραφή και δημιουργία της Λευκαδίτικης κύριας κατοικίας και των παρακολουθημάτων της, η αφετηρία μας θα εστιασθεί περί το τέλος του 14ου αιώνα και εφεξής, αφού, τότε, οι διάσπαρτοι μικροοικισμοί-αχυροκαλύβες, φαίνεται, να συνενώνονται με τους πληθυσμούς, που οργανωμένα και μεθοδικά μετέφεραν στην Λευκάδα οι Τόκκοι, και να δημιουργούνται τα χωριά του νησιού, με την σημερινή τους μορφή. Έγινε λόγος, ανωτέρω, για οικισμούς-αχυροκαλύβες, διότι, χρονολογικά, πέραν, βέβαια των αρχαίων κτισμάτων και ευρυμάτων στον Κούλμο, στον Ελλομένο, στον Πόρο, στα Φραξούλια του Αλέξανδρου, στον Βουρνικά, στα Χορτάτα και στο οροπέδιο της Εγκλουβής, χρονολογικά, λοιπόν, αυτή είναι μια πρώτη περιγραφή, που μας δίνει ο Γερμανός Κάρολος Χόπφ, για τα σπίτια των χωρικών της Λευκάδος το 1357, χρονιά που συνέβη η εξέγερση των χωρικών του νησιού κατά του Ζώρζη Γρατιανού. Στην <<Πραγματεία>> του, η οποία μεταφράστηκε στο τέλος του 19ου αιώνα, από τον Κερκυραίο γυμνασιάρχη Ιωάννη Ρωμανό, όπου παρουσιάζει τα πολεμικά γεγονότα αυτής της εξέγερσης, η οποία πέρασε στην Λευκαδίτικη ιστορία σαν <<Επανάσταση της Βουκέντρας>>, περιγράφει, ο Κάρολος Χόπφ, τον οικισμό , που ήταν πέριξ της Μονής της Επισκοπής στο σημερινό Σπανοχώρι των Σφακιωτών, να αποτελείται από αχυροκαλύβες. H περιοχή ονομάζονταν Επισκοπία, έτσι την αποκαλεί ο Κάρολος Χόπφ, και όχι Σπανοχώρι, ή Σφακιώτες, από την ύπαρξη της έδρας του επισκόπου Λευκάδος στο εκεί νεόκτιστο μοναστήρι της Παναγίας. Η γενικευμένη ονομασία Σφακιώτες προέκυψε, πιθανότατα, έναν αιώνα αργότερα, τον 15ο, επί δυναστείας Τόκκων στο νησί, (1362-1479), όταν δημιουργήθηκαν, τα σημερινά εφτά χωριά των Σφακιωτών, μαχαλάδες τα αποκαλούσαν, μετέπειτα, οι τούρκοι, με εποικισμό κατοίκων από αρκετά μέρη της Ελλάδος, μα κυρίως απ’ τα Σφακιά της Κρήτης, οι οποίοι αναμείχθηκαν με τους ντόπιους κατοίκους των αχυροκαλύβων και έδωσαν πατριδωνυμκά το όνομα Σφακιώτες. Η έδρα του επισκόπου μεταφέρθηκε, περί το μέσον του 14ου αιώνα, σύμφωνα με τον Κωνσταντίνο Μαχαιρά, αλλά και τον Κάρολο Χόπφ, ο οποίος αποκαλεί την μονή νεόκτιστη, το 1357, που έλαβε χώρα η εξέγερση της Βουκέντρας.
Έχουμε, ως εκ τούτου, μια πρώτη μαρτυρία, για την μορφή των κατοικιών περί το μέσον του 14ου αιώνα. Λογικά, αυτή η τεχνογνωσία της κατασκευής αχυροκαλύβας, φτάνει και μέχρι των ημερών μας και κυρίως μέχρι την δεκαετία του 1980, που εκτείνεται η έρευνά μας, όπου εχρησιμοποιείτο, η αχυροκαλύβα, τα νεώτερα χρόνια, όχι σαν κύρια κατοικία, πλέον, αλλά σαν κατασκευή στο ξεμόνιο, δηλαδή στα μακρινά κτήματα και στα χειμαδιά, όπου έμεναν προσωρινά οι χωρικοί, για το μάζεμα των ελιών, τις σπορές τους, ή για το ξεχείμασμα των προβάτων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, οι αχυροκαλύβες, που είχαν δημιουργήσει εκατοντάδες Λευκαδίτες χωρικοί στο Άκτιο, στην περιοχή της Πούντας, που είχαν κτήματα, από τον αναδασμό του 1928, όπου έκαναν σπορές, τον Οκτώβρη, ή θέριζαν και αλώνιζαν το καλοκαίρι. Επίσης, οι αχυροκαλύβες, δημιουργούνταν και σαν παραθεριστική κατοικία, όπως συνέβαινε, κατά κόρον, στην Λυγιά, πριν πάρει την σημερινή της μορφή, όπου, οι κάτοικοι της Κατούνας, έμεναν σε αχυροκαλύβες τους καλοκαιρινούς μήνες, τις οποίες αποκαλούσαν μπαράκες. Αυτές οι αχυροκαλύβες, ενίοτε με νομαδικά χαρακτηριστικά, αλλά και πρόδρομοι των μετέπειτα μόνιμων πέτρινων κατασκευών, φτιάχνονταν με δύο τρόπους. Ο πρώτος τρόπος είχε σαν αποκλειστικό δομικό υλικό, εξ ολοκλήρου, το ψαθί, μια μορφή εύπλαστου και μαλακού καλαμοειδούς, που φύτρωνε στις όχθες των ρεμάτων, αλλά, κυρίως, το προμηθεύονταν οι Λευκαδίτες χωρικοί, σε μεγάλες ποσότητες, από τις όχθες της λίμνης Βουλκαριά, στην περιοχή Σκράπια του Αγίου Νικολάου Ακαρνανίας και το οποίο κουβαλούσαν με τα άλογα. Αρκετές φορές, το ψαθί, αντικαθιστούσε η φτέρη, ένα μαλακό φυτό, η οποία, ανακατεμένη με σμυρτιές και σπάρτα, χρησιμοποιούνταν για πρόχειρες κατασκευές, όπως οι λεγόμενες μπαράκες, ή δραγάτες, οι οποίες ήταν για την θερινή διαμονή, εκτός κύριου σπιτιού. Η κατασκευή της αχυροκαλύβας, με το ψαθί, είχε ως εξής: Δημιουργούσαν εσωτερικά, με κυπαρίσσια, τον σκελετό του οικοδομήματος, στις διαστάσεις που επιθυμούσαν και, ακολούθως, τα τοιχώματα και η σκεπή πετσώνονταν και επενδύονταν με αρκετά πυκνά μάτσα ψαθιού, το οποίο, σχεδόν, αδιαβροχοποιούσε το εσωτερικό της καλύβας από την βροχή, ενώ, το καλοκαίρι, παρείχε ιδιαίτερη δροσιά. Όπως προαναφέρθηκε, στην Λυγιά, υπήρχαν τέτοιες καλύβες, τις οποίες ονόμαζαν μπαράκες και οι οποίες, σε μερικές περιπτώσεις, δεν ήταν απλά ισόγειες, αλλά είχαν και δεύτερο διάζωμα, ενώ, παραγαρτάριζαν μεταξύ τους, οι Κατουνιώτες, ποιος θα παρουσιάσει την πιο εντυπωσιακή. Ο δεύτερος τρόπος είχε το ψαθί και την πέτρα, σαν υλικά. Με πέτρα έχτιζαν αυτό που έλεγαν βάζο της καλύβας, τουτέστιν του τοίχους, και μόνο στην σκεπή τοποθετούσαν το ψαθί, είτε σε σχήμα τριγωνικό με καβαλάρη, με τα ανάλογα κυπαρίσσια, τα περαστάρια, τριγωνικά τοποθετημένα για σκεπή, είτε σε σχήμα κωνοειδές, όπως στους Σκάρους οι βοσκοί, είτε σε σχήμα κατεβατό, όπως έλεγαν, δηλαδή χωρίς καβαλάρη, αλλά οι άκρες των κυπαρισσιών να πατούν στους δύο απέναντι τοίχους, εκ των οποίων, ο ένας, ήταν υψομετρικά ψηλότερος απ΄τον άλλο, για την ροή των νερών της βροχής.
Εξαίρεση στον τρόπο κατασκευής των καλύβων του ξεμόνιου, υπάρχει μόνο στο χωριό της Εγκλουβής, μιά σπάνια μορφή αρχιτεκτονικής αξίας, όπου χρησιμοποιείται, εξ ολοκλήρου, η πέτρα και για τους τοίχους, αλλά και για την σκεπή της καλύβας. Είναι οι περίφημοι Βόλτοι, στο οροπέδιο της Εγκλουβής, οι οποίοι, όπως προαναφέρθηκε, έχουν και ιδιαίτερη αρχιτεκτονική αξία, πέραν από την χρηστική τους αξία, αφού ήταν οι θερινές κατοικίες των Εγκλουβισάνων, προκειμένου να μαζέψουν το καλοκαίρι τις τεράστιες σπορές φακής, που είχαν, αλλά και τις μεγάλες εκτάσεις αμπελιών. Οι Βόλτοι, πολλοί των οποίων διασώζονται και σήμερα σε άριστη κατάσταση, έχουν σχήμα θολωτό και είναι, μονάτα, κατασκευασμένοι με πέτρα, ένα κτίσιμο, που απαιτούσε μαστόρους ειδικευμένους, που να τζενεύονται με την πέτρα, προκειμένου να την στεριώσουν ακόμη και στην σκεπή, χρησιμοποιώντας, σαν συνδετικό υλικό, τις περισσότερες φορές, άμμο, ο οποίος βρίσκεται σε τεράστιες ποσότητες στο οροπέδιο της Εγκλουβής και ασβέστη. Προσωπικά, είχα την χρυσή ευκαιρία, να επισκεφθώ και να μπω μέσα σε αρκετούς βόλτους, όταν πραγματοποιούσαμε γυρίσματα, για τοπικό Λευκαδίτικο τηλεοπτικό σταθμό, σχετικά με τα περίφημα αυτά κτίσματα των Εγκλουβισάνων, αλλά και τα μοναδικά φακοχώραφα της περιοχής, όπου παράγεται η ονομαστή, σε ολόκληρη την Ελλάδα, <<Φακή Εγκλουβής>>, της οποίας η ιδιαίτερη θρεπτική και μορφολογική αξία, δεν οφείλεται μόνο στα συστατικά του εδάφους, αλλά και στον ειδικό αέρα του οροπεδίου, ο οποίος ευνοεί το μέστωμα του οσπρίου.
Από τις αχυροκαλύβες του 14ου αιώνα, κατά την εποχή της Τουρκοκρατίας στην Λευκάδα, 1479-1684, αρχίζει η μονιμότερη κατασκευή κατοικιών, στα χωριά του νησιού, αφού, όπως προαναφέρθηκε, το υποτυπώδες αστικό κέντρο βρίσκονταν μέσα στο Κάστρο, με κύριο δομικό υλικό, την πέτρα, ένας τρόπος κατασκευής που φτάνει μέχρι των ημερών μας, σίγουρα, σήμερα, με διαφορετικά συνδετικά υλικά, αφού το τσιμέντο και το σίδερο, εμφανίζονται στην οικοδομή, και στην χώρα γενικότερα, στις αρχές του 20ου αιώνα. Χαρακτηριστικά θα αναφέρουμε, πως, στην κορυφή του χωριού των Λαζαράτων, η οποία ονομάζεται Δερβίσια, από την παραμονή του τούρκου δερβίση εκεί, διασώζεται, σήμερα, το σπίτι στο οποίο διέμενε, το οποίο είναι ένα θαυμάσιο πέτρινο, αλλά διαφέρει ευκρινέστατα, από τα άλλα παρόμοια του χωριού. Η δική μας περιγραφή αφορά την εποχή εκείνη, όπου, για να κτισθεί ένα σπίτι, απαιτούνταν μια τιτάνια προσπάθεια, με συστράτευση συγγενών, φίλων και συγχωριανών, για αυτό, άλλωστε, και το ευφυολόγημα των χωρικών μας, πως: <<αν δεν κτίσεις και δεν παντρέψεις, δεν έχεις γνωρίσει τους κόπους της ζωής>>. Κατά τους αιώνες αυτούς και μεταγενέστερα, έχουμε σημαντική είσοδο στην Λευκάδα, μαστόρων της πέτρας, από την Ήπειρο, τεχνίτες, που <<πάντρεψαν>> το δικό τους καλλιτεχνικό ταπεραμέντο με την ντόπια τεχνική και φιλοπονία του Λευκαδίτη χωρικού, με αποτέλεσμα να προκύψει αυτός ο ιδιαίτερος αρχιτεκτονικός ρυθμός των Λευκαδίτικων πέτρινων σπιτιών, εκατοντάδες των οποίων σώζονται και σήμερα στα χωριά του νησιού, με χαρακτηριστικό την θολωτή πόρτα του κατωγιού, ή τις έρτες των γωνιών του σπιτιού και περιμετρικά των πορτοπαράθυρων. Αυτή, η εξ ολοκλήρου πέτρινη κατασκευή, κάτω από την απειλή των καταστροφικών σεισμών, που πλήττουν, κατά καιρούς, τα Επτάνησα, αντικαταστάθηκε με ελαφρότερα φορτία, απ’ τις αρχές του 20ου αιώνα, στα χωριά, αφού στην Χώρα είχε εφαρμοσθεί νωρίτερα, χρησιμοποιώντας την πέτρα για το ισόγειο και την αποκαλούμενη <<κατασκευή της ξυλοδεσιάς>>, για τον όροφο, μια κατασκευή η οποία έχει χαρακτηρισθεί σαν Λευκαδίτικη ειδική αρχιτεκτονική και έχει γίνει αντικείμενο μελέτης από ανώτατα πνευματικά ιδρύματα της χώρας, στην οποία κυριαρχεί το ξύλο στην τοιχοποιία του πάνω ορόφου, με τριγωνικές ξύλινες συνθέσεις, που στο κενό τους μπορούν να κτισθούν, ενίοτε, και τούβλα. Εξωτερικά μπορεί, η ξυλοδεσιά, να καλυφθεί είτε με λαμαρίνες, ο γνωστός τσίγκος, είτε, στα νεώτερα χρόνια, με κόντρα πλακέ θαλάσσης, ενώ, σαν εσωτερική επένδυση, χρησιμοποιούνται διάφορα γνωστά υλικά, όπως το χάρμποτ, ή το ξυλοτέξ.Τα σπίτια των χωριών μας, κατά κανόνα, ήταν, και είναι, διώροφα και αποτελούνταν από το ισόγειο, ή κατώγι και τον πρώτο όροφο, θα λέγαμε σήμερα, ή <<το απάνω σπίτι>>, όπως χαρακτηριστικά το αποκαλούσαν, όρο που θα χρησιμοποιούμε και εμείς, εφεξής, στις περιγραφές μας. Κυρίαρχα υλικά του κτισίματος ήταν η πέτρα, ο άμμος και ο ασβέστης, υλικά που συνέθεταν την λάσπη μπροτσολάνα. Η συγκέντρωση της πέτρας ήταν μια μακρά και επίπονη διαδικασία. Κάθε μορφή μεταφορικού μέσου επιστρατεύονταν, προκειμένου να συγκεντρωθεί, από πολλά και μακρινά σημεία στον χώρο της οικοδομής. Εργάτες, με βαριοπούλες, έσπαγαν και σκυλάβανε τα μεγάλα κοντριά, ζώα κουβαλούσαν στα σαμάρια την πέτρα, οι γυναίκες στο κεφάλι τους, αλλά, κυρίως, η μεταφορά της γίνονταν με την ζευγέρα. Η ζευγέρα, έμοιαζε με το σημερινό νοσοκομειακό φορείο, αφού ήταν ένα ξύλινο παραλληλόγραμμο, πατωμένο με σανίδες πλατιές στο μέσον και στις τέσσερεις άκρες εξείχαν οι χειρολαβές. Φόρτωναν την ζευγέρα πέτρες και δύο εργάτες, μπρός-πίσω, την μετέφεραν στην οικοδομή. Η πέτρα έπρεπε να είναι σκληρή, να μην είναι αυτό που αποκαλούσαν ψωμόπετρα, ώστε, και κατά την κατεργασία με το σφυρί του μάστορα και του λαουρέντε, βοηθού του μάστορα, να μην πολυθρυμματίζεται, αλλά και για να αντέχει την δύναμη των σεισμών.
Ο πολύτιμος άμμος, επίσης, απαιτούσε τεράστιες προσπάθειες να συγκεντρωθεί, από τις πλησιέστερες αμμώδεις περιοχές, να μπει σε τσουβάλια και να μεταφερθεί με τα ζώα. Η μεταφορά του άμμου, με τα ζώα, γίνονταν ως εξής: Αν υπήρχαν διαθέσιμα πολλά τσουβάλια, τότε, τα γέμιζαν και τα φόρτωναν στο σαμάρι των ζώων. Αν δεν υπήρχαν,τότε κατέφευγαν σε μια θαυμάσια ευρεσιτεχνία, κατά την οποία, έπαιρναν το φύλλο ενός παλιού παράθυρου, ή δημιουργούσαν ένα ομοίωμά του και το τοποθετούσαν οριζόντια στο σαμάρι του ζώου, ώστε να εξέχουν ομοιόμορφα και από τις δύο πλευρές τα κενά, που άφηναν τα σπασμένα τζάμια, προσάρμοζαν πάνω σ’ αυτά τα κενά στόμια δύο τσουβάλια, τα οποία ήταν διαμπερή, αλλά από κάτω τα έδεναν με σπάγκο και άρχιζαν το φόρτωμα, με το φτυάρι, ρίχνοντας εναλλάξ, σε κάθε τσουβάλι, μια φτυαριά άμμου, προκειμένου να πεζέρνει το σαμάρι και να μην γέρνει μονήπαντα, δηλαδή από την μια μόνο πλευρά. Όταν γέμιζαν τα τσουβάλια άμμο, τα μετέφερναν στην προς δημιουργία οικοδομή, άνοιγαν από κάτω το δεμένο, με σπάγκο, στόμιο του τσουβαλιού και σωριάζονταν στην γη ο άμμος. Υπήρχαν και υπάρχουν πολλές αμμώδεις εκτάσεις στην Λευκάδα, είτε υπό την μορφή του γνωστού άσπρου χαλικιού, το οποίο κοσκινούσαν με μεγάλα κόσκινα, προκειμένου να πάρουν τον ψιλό άμμο του κτισίματος, είτε με την μορφή του κόκκινου άμμου, όπως στην περιοχή της Μαρίτσας, μια περιοχή μεταξύ Αλεξάνδρου και Σφακιωτών, από τον άμμο της οποίας κτίσθηκαν σχεδόν όλα τα σπίτια των Μπροστινών Χωριών του νησιού. Σε περίπτωση που δεν υπήρχαν κοντινές αμμώδεις περιοχές, τότε, οι Λευκαδίτες χωρικοί, μάζευαν από τα ρέματα και τα λαγκάδια τον άμμο, που σώρευε στις λακκούβες και στους λόμπους η ροή του χειμέριου νερού, μια διαδικασία σκληρή και επίπονη, που απαιτούσε προσωπικό και δύναμη για να υλοποιηθεί, αφού, σκροβοντιόνταν, όπως έλεγαν, μέσα στα λιθάρια, από την στιγμή που, αυτές οι ρεματιές και τα λαγκάδια, ήταν ιδιαίτερα δύσβατα και απρόσιτα.
Ο ασβέστης παράγονταν στα ασβεστοκάμινα και σβήνονταν σε ασβεσταριές, που δημιουργούνταν κοντά στην προς ανέγερση κατοικία. Τα σπίτια είχαν σχήμα κύβου, ή παραλληλόγραμμου, το δε συνολικό ύψος έφτανε και τα επτά μέτρα. Η παραλληλόγραμμη κατασκευή χρησιμοποιούνταν, κυρίως, στις μεσοτοιχίες, εκεί που δημιουργούνταν πολλά σπίτια στην σειρά, με συνεχόμενο ενιαίο καβαλάρη, συγγενών κυρίως, προκειμένου να εξοικονομηθούν υλικά. Το κτίσιμο της πέτρας απαιτούσε ειδικευμένο μάστορα, ο οποίος με μαεστρία έπρεπε να δημιουργήσει το διπλό πρόσωπο του τοίχου, με θ(η)λικωμένες τις πέτρες, εξωτερικά και εσωτερικά αρμολογισμένο, δηλαδή να καλύπτονται, εξ ολοκλήρου, τα κενά μεταξύ των πετρών, αφού δεν υπήρχε σοβάτισμα, ο δε τοίχος είχε πάχος μέχρι και ογδόντα εκατοστά, στο κενό που δημιουργούνταν ανάμεσα σε εσωτερική και εξωτερική πέτρα, τσ(ι)βίκωναν μικρά πετραδάκια, σφλετζάρια, ή σόμπολα τα έλεγαν, μαζί με λάσπη, προκειμένου να δένει ο τοίχος και να μην παρουσιάζει κούφια σημεία. Στις τέσσερεις γωνίες του σπιτιού, αλλά και περιμετρικά σε κάθε πόρτα και παράθυρο, τοποθετούνταν οι έρτες, οι οποίες έρτες, κάποτε, ήταν και ξύλινες από το σκληρό ξύλο του ρουπακιού, που αντέχει στον χρόνο και στα καιρικά φαινόμενα. Οι έρτες ήταν πέτρες ειδικά πελεκημένες και λαξευμένες, που έδιναν ιδιαίτερο χρώμα και τόνο στην αρχιτεκτονική του σπιτιού.
Όταν είχε κτισθεί το πρώτο αγγωνάρι, η πρώτη γωνία του σπιιτιού, τότε ο αρχιτεχνίτης έσφαζε στα θεμέλια του σπιτού, σύμφωνα με το έθιμο, έναν κόκκορα, σε μια συμβολική κίνηση, η οποία φανέρωνε την <<αιματώδη>> ανθρώπινη προσπάθεια για την ανέγερση. Όταν δε ο αρχιμάστορας έβαζε στην κορυφή του σπιτιού, την καταρρίχωση, την τελευταία πέτρα, τότε έδενε πάνω στις τέσσερεις γωνίες τέσσερα άσπρα μαντήλια, ένδειξη θριάμβου και επιβράβευσης για το τεράστιο εγχείρημα του κτισίματος. Τα εν λόγω μαντήλια έπαιρνε, ακολούθως, η νοικοκυρά του σπιτιού και μαζί με κάποια άλλα στοιχεία, μπουκαλάκι με αγιασμό, βασιλικό απ’ τον αγιασμό του παπα και έναν μικρό ξύλινο σταυρό, τα τοποθετούσε σε ένα μικρό σακκουλάκι, το <<Μπκί του σπιτιού>> το οποίο τοποθετούσε στην καταρρίχωση, σαν αιώνιο φυλαχτό για το σπίτι και τους ενοίκους του!!!




Ο συγγραφέας
Θοδωρής Γεωργάκης
Λευκάδα 2018
Μπορείτε να βρείτε όλα τα αποσπάσματα του βιβλίου που έχουμε δημοσιεύσει εδώ