Οι αυθεντικοί άνθρωποι μάλλον λιγοστεύουν, οπότε ουσιαστικά φτωχαίνει η κοινωνία. Παραδόξως η κυριαρχούσα χρησιμοθηρική αντίληψη της Παιδείας ενδιαφέρεται κυρίως για τα πιστοποιητικά τυποποιημένων γνώσεων, ανταλλάξιμα με φτηνές θέσεις εργασίας τις περισσότερες, μάλιστα, φορές έξω από τον επαγγελματικό προσανατολισμό.
Τα ηθικά διλήμματα, η άσκηση εκτίμησης της ομορφιάς του κόσμου, η καλλιέργεια του συναισθήματος, οι πανανθρώπινες αξίες και τα οράματα που στοιχειοθετούνται απ’ αυτές, δεν μπορεί να θεωρούνται πολυτέλεια ή το χειρότερο, όνειδος και ρομαντική εκτροπή.
Βασικό ζητούμενο παραμένει ανέκαθεν η ψυχική καλλιέργεια των ανθρώπων. Ευτυχώς φωτεινά παραδείγματα συμπεριφοράς με διάφορους ταπεινούς πρωταγωνιστές συγκινούν και διδάσκουν διαχρονικά. Ευαίσθητοι σκηνοθέτες τέτοιες ιστοριούλες τις αξιολογούν θετικά και τις αναδεικνύουν μέσα από την τέχνη του κινηματογράφου και του θεάτρου.
Άλλοι συγγράφουν σχετικά και άλλοι, πάλι, τις κοινοποιούν στα ηλεκτρονικά μέσα ή τις αφηγούνται σε δεκτικές παρέες. Ας το τολμήσει, λοιπόν, και η αφεντιά μου. Η Αμφιτρίτη, νήπιο πρόσφυγας από την Πόλη κατέληξε οικογενειακά στο Βόλο και παρόλο που έμεινε στα πέντε της χρόνια ορφανή από γονείς, με την αμέριστη φροντίδα συγγενών και την απαράμιλλη διδαχή στο Παρθεναγωγείο του Δελμούζου στήθηκε αγέρωχη και πανέμορφη στην κοινωνία.
Στην Αθήνα που βρέθηκε προκατοχικά γνώρισε τον Κώστα, μηχανικό Πολεμικής Αεροπορίας και περήφανο πατριώτη. Ο συγκλονιστικός κι ώριμος έρωτας κατέληξε σε γάμο. Σε λίγο έφτασε δυστυχώς και στην Ελλάδα ο πόλεμος με οδυνηρή συνέχεια τη γερμανική κατοχή. Ο Κώστας υπηρετούσε στην πτέρυγα της Αγχιάλου φυσικά σε εμπόλεμες συνθήκες. Παρόλα ταύτα είχαν την πολυτέλεια συχνής ανταλλαγής φλογερών επιστολών με καλλιγραφία καρδιάς.
Εν τω μεταξύ αρκετοί επαρχιώτες κατέληξαν στην Αθήνα σε αναζήτηση, μάλλον, ασφάλειας. Κάποια οικογένεια από την Εύβοια γνωστοί γνωστών και συγγενών βρήκαν προσωρινή στέγη στο φιλόξενο σπίτι της Αμφιτρίτης. Όταν άρχισαν οι βομβαρδισμοί του Πειραιά οι φιλοξενούμενοι φοβήθηκαν και αποφάσισαν να επιστρέψουν στο σπίτι τους. Πρότειναν, μάλιστα, επιτακτικά στην οικοδέσποινα να τους ακολουθήσει και να την φιλοξενήσουν με τη σειρά τους.
Εκείνη αρχικά αρνήθηκε περιμένοντας ως Πηνελόπη τον καλό της, οποίος εδώ και αρκετό καιρό δεν ανταποκρινόταν στην αλληλογραφία. Να ζούσε άραγε; Μέσα στη δίνη του πολέμου και των αρνητικών σκέψεων έφυγε μαζί τους για την Εύβοια, να συναντήσει την πεθερά της που κατοικούσε στην Κύμη. Στην καρότσα ενός φορτηγού με το φόβο του βομβαρδισμού και από άθλιους παράδρομους έφτασαν μετά από απερίγραπτη ταλαιπωρία έξω από την Χαλκίδα.
Ενώ οι βομβαρδισμοί συνεχίζονταν ακατάπαυστα, κατέβηκαν από το φορτηγό και με προφυλάξεις μέσα στους ελαιώνες κατευθύνθηκαν προς τη γέφυρα, όπου βρίσκεται και ο σταθμός του τραίνου. Εκεί η απελπισμένη Αμφιτρίτη συνάντησε τυχαία έναν σμηνίτη και τον ρώτησε σε ποια μονάδα υπηρετούσε. Οποία ευτυχής συγκυρία να λάβει ενθαρρυντική απάντηση, αφού ο σμηνίτης υπηρετούσε στην ίδια κινητή μονάδα με τον άντρα της!
Ο Κώστας ήταν υπεύθυνος κρυφής μεταφοράς πυρομαχικών από την Αγχίαλο στην Χαλκίδα με μια μαούνα και με το τραίνο στη συνέχεια έπρεπε να φτάσουν σε άλλες ελληνικές μονάδες. «Έλα κυρία μου να σε οδηγήσω με προφυλάξεις στην μονάδα» της αντέτεινε με περισσή ευγένεια ο σμηνίτης. Ανάμεικτα συναισθήματα της έδωκαν περίεργο θάρρος. Πλησίασαν σαν κλέφτες ένα μεγάλο υπόστεγο, όπου υπήρχαν κιβώτια πολλά και μόνον έναν άντρας, σε ρόλο φύλακα. Εστίασε το βιονικό της μάτι, εκτίμησε αλάνθαστα τη μακρινή φιγούρα και ύστερα φώναξε άφοβα με σιγουριά και με όλη τη δύναμη της ψυχής της, που αντήχησε σε όλο τον πορθμό Ευρίπου: «Κώστααααααααα…».
Ναι ήταν ο Κώστας, οποίος αποσβολωμένος ως αέρας έτρεξε κοντά της και την έσκασε μέσα στην αγκαλιά του!!! Τι φιλιά και τι κλάματα χαράς ήταν εκείνα. Τέλειος κομμός αρχαίας τραγωδίας! «Τι θέλεις εδώ μωρέ μέσα στην κόλαση;» πρόλαβε να τη ρωτήσει, λαβαίνοντας αμέσως τη δέουσα απάντηση: «Ψάχνω τον άνθρωπο που αγαπώ και τον βρήκα». Για τους διαχρονικούς παρατηρητές αυτή η σκηνή εκλαμβάνεται ως μια ευτυχής στιγμούλα. Οι πρωταγωνιστές όμως άγγιξαν την αιωνιότητα με λάμψη υπερκαινοφανούς αστέρα. Να, λοιπόν, που όταν κάτι επιθυμείς διακαώς, όλο το σύμπαν συνωμοτεί για να πραγματοποιηθεί!
Έμειναν για λίγο μαζί στην Κύμη και αυτός επέστρεψε στο καθήκον. Μέρες πολέμου και ξαναχάθηκαν. Αυτός κατέληξε στην Αθήνα κυνηγημένος από του Γερμανούς. Πήγε στο σπίτι και κρύφτηκε μερικές μέρες με συντροφιά ένα ραδιόφωνο. Μόνον οι γείτονες γνώριζαν την παρουσία του, οι οποίοι ένα βράδυ τον άκουσαν να μονολογεί: Σαν άνοιξαν την πόρτα του, αυτός τους είπε κλαίγοντας γοερά: «Είμαι καλά. Όμως πάει η πατρίδα μας, σκλαβώθηκε». Όταν ξεκουμπίστηκαν οι Γερμανοί έσμιξε ξανά το υπέροχο κι ανοξείδωτο ζευγάρι. Σε λίγο ήρθε στη ζωή ο Γιώργος, αδελφικός πλέον φίλος μου, σταθερή αξία της Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης και βέβαια της κοινωνίας, ο οποίος μου αφηγήθηκε τα γεγονότα κλαίγοντας κι αυτός από υπερηφάνεια και νοσταλγία.
Υ.Γ. Ναι είναι ο Γιώργος ο Κούσουλας!