Παρουσιάστηκε για πρώτη φορά πανελλαδικά
Δεν νομίζω να υπάρχει Έλληνας της γενιάς μου, και δη Λευκαδίτης, που να μην είναι σε θέση να απαγγείλει από μνήμης έστω και λίγους στίχους από τα γνωστά ποιήματα του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη και ιδιαίτερα από το πιο γνωστό του τον «Φωτεινό», που θεωρείται το ωριμότερο ποίημά του και ο θάνατος του ποιητή δεν τον άφησε να το ολοκληρώσει.
Θυμάμαι είχα συναντήσει πριν αρκετά χρόνια στη Γερμανία έναν Κρητικό και όταν του είπα ότι είμαι από τη Λευκάδα άρχισε να απαγγέλλει ασταμάτητα στίχους από τον «Φωτεινό». Χωρίς υπερβολή είχε αποστηθίσει σχεδόν και τα τρία άσματα του ποιήματος και με έκανε να αισθανθώ κάπως άβολα αφού οι δικές μου γνώσεις, την εποχή εκείνη, περιορίζονταν μόνο σε κάποιους πολύ γνωστούς στίχους, κι αυτές από τις πρώτες στροφές του πρώτου άσματος.
Η κατάσταση βέβαια έχει εντωμεταξύ αλλάξει, κρίνοντας από την εισήγηση της κυρίας Βιβής Κοψιδά-Βρεττού στο πρόσφατο Συμπόσιο της Εταιρείας Λευκαδικών Μελετών, που ήταν αφιερωμένο στα 200 χρόνια από τη γέννηση του ποιητή, και η οποία είπε ότι σύμφωνα με ένα ερωτηματολόγιο που απαντήθηκε στο πλαίσιο της εισήγησής της από μαθητές δύο σχολείων της Λευκάδας (2ο Γυμνάσιο – Μουσικό Σχολείο), οι μαθητές δήλωσαν άγνοια για τον ποιητή, ο οποίος ήταν μεν γνωστός ως όνομα, αλλά το έργο του τους ήταν σχεδόν άγνωστο και μόνο δύο από τους 125 ερωτηθέντες ήταν σε θέση να αναφέρουν ένα από τα ποιήματά του. Σημεία των καιρών; Ίσως.
Μεγάλη ίσως η εισαγωγή προτού έρθουμε στο καθαυτό θέμα, την θεατρική παράσταση «Φωτεινός ο Ζευγολάτης» που παρουσιάστηκε το βράδυ της Παρασκευής 2 Αυγούστου, στο Ανοιχτό Θέατρο Λευκάδας, σε διασκευή Θοδωρή Γεωργάκη και σκηνοθεσία Γιάννη Φαλκώνη. Παίχτηκε για πρώτη φορά στη Λευκάδα αλλά και την Ελλάδα γενικότερα. Ο Λευκαδίτης συγγραφέας, Θοδωρής Γεωργάκης, πέρα απ’ την θεατρική διασκευή των τριών Ασμάτων, έκανε το τόλμημα και δημιούργησε ο ίδιος δύο νέα Άσματα, τα οποία ενσωματώθηκαν στο ποίημα του Βαλαωρίτη. Το ένα περιγράφει τους γάμους της Θοδούλας, κόρης του Φωτεινού, με τον Λάμπρο, τον γιο του συμπολεμιστή του Φλώρου Χτενά, σύμφωνα με τα Λευκαδίτικα έθιμα και το πέμπτο τη νικηφόρα μάχη του Φωτεινού και των Λευκαδίων συντρόφων του, κατά του Φράγκου Δεσπότη της Λευκάδας, Τζώρζη Γρατιανού.
Το Ανοιχτό Θέατρο ήταν σχεδόν γεμάτο, ο κόσμος παρακολουθούσε με κατανυκτική σιωπή που διακόπτονταν κάπου κάπου από τα ενθουσιώδη χειροκροτήματα, ιδιαίτερα όταν γινόταν αναφορές στη Λευκάδα και τους Σφακιώτες, τόπο καταγωγής του Φωτεινού όπου εκτυλίσσεται και η υπόθεση του έργου ή στον αγώνα των Λευκαδιτών ενάντια στον ξένο δυνάστη.
Ο Σωτήρης Κάτσενος επανήλθε μετά από τριάντα χρόνια, όπως ο ίδιος είπε, στο θεατρικό σανίδι και απέδωσε το ρόλο του «Φωτεινού», του κεντρικού ήρωα του ποιήματος, με πάθος και μεράκι. Ελάχιστες ήταν οι φορές που ο δεκαπεντασύλλαβος ομοιοκατάληκτος στίχος μετατράπηκε από ανάγκη σε πεζό λόγο, αλλά η αποστήθιση εκατοντάδων στίχων και μάλιστα πολλών νέων, που γράφτηκαν από τον Θ. Γεωργάκη, δεν ήταν ένα εύκολο εγχείρημα. Στο ρόλο του Λάμπρου (γιός του Φλώρου Χτενά, συμπολεμιστή του Φωτεινού) ήταν ο γιος του πρωταγωνιστή Κώστας Κάτσενος, ο οποίος ήταν και ο αφηγητής. Ο Χρήστος Μαραθιάς ερμήνευσε το ρόλο του Τζώρτζη Γρατιανού και του Φλώρου Χτενά, ο Μιχάλης Νάκος τον Μήτρο και η Κατερίνα Βολίκα την Θοδούλα. Ο συγγραφέας Θ. Γεωργάκης έπαιξε ως κομπάρσος στο ρόλο του καλόγερου της Κόκκινης Εκκλησιάς και του παπά στους γάμους της Θοδούλας και του Λάμπρου.
Στο τέταρτο άσμα που περιγράφεται ο γάμος του Λάμπρου και της Θοδούλας πήραν μέρος χορευτές και χορεύτριες της «Νέας Χορωδίας», του Πολιτιστικού Συλλόγου Νικιάνας «Οι Σκάροι» και του Πολιτιστικού Συλλόγου «Φωτεινός» Σφακιωτών.
Στο τέλος της παράστασης καλέστηκαν στη σκηνή ο σκηνοθέτης Γιάννης Φαλκώνης και ο Δήμαρχος Λευκάδας, κ. Ξενοφών Βεργίνης, ο οποίος απεύθυνε σύντομο χαιρετισμό. Ήταν τουλάχιστον ατυχές το γεγονός ότι δεν καλέστηκε στη σκηνή ο κύριος δημιουργός της παράστασης, ο συγγραφέας Θοδωρής Γεωργάκης. Ούτε έγινε κάποια μνεία στο πρόσωπό του τόσο από τον Δήμαρχο Λευκάδας όσο και από τους ιθύνοντες της παράστασης που μίλησαν. Χωρίς αυτόν και ανεξάρτητα από τη γνώμη που μπορεί να έχει ο καθένας για το εγχείρημά του δεν θα υπήρχαν τα δύο τελευταία άσματα αλλά ούτε και η διασκευή του έργου. Δεν ήταν επίσης ότι το καλύτερο που δεν υπήρχε ένα πρόγραμμα της παράστασης.
Πηγή: Kolivas.de