Κάρβουνα για τα BBQ και κάρβουνα για το αρνάκι της Λαμπρής με ετικέτες made in CUBA , South Africa, Argentina κλπ βλέπουμε πλέον πολύ συχνά!! Τι γίνανε όμως οι καρβουναραίοι και τα
καρβουνοκάμινα..
Κάποτε ήταν μια εργασία που είχε ελάχιστα έξοδα, πολύ κόπο κι έφερνε εισόδημα. Ήταν ένα εισόδημα από τον δικό τους κυριολεκτικά μόχθο με σεμπριές μεταξύ συγχωριανών αλλά χωρίς συμβόλαια με…γαιοκτήμονες. Μια πολύ κοπιαστική ασχολία, μια δουλειά με ξενύχτια και πολύ μουτζούρα. Η παραγωγή και διάθεση ξυλοκάρβουνου γινόταν συνεταιρικά ή οικογενειακά αν υπήρχαν πολλά αδέρφια στην οικογένεια. Το επάγγελμα του καρβουνιάρη ήταν εποχιακό. Για να στήσουν το καμίνι διάλεγαν ένα μέρος όπου προστατευόταν από τον άνεμο ώστε να μη δίνει η δύναμη του αέρα περισσότερο οξυγόνο για την ελεγχόμενη καύση.
Θυμάμαι μέχρι και πριν 7-8 χρόνια το Σπύρο και τον Μάκη στο Σπαρτιά να φτιάχνουν ένα από τα τελευταία καρβουνοκάμινα. Δυνατοί άντρες με αλυσοπρίονα, τρακτέρ ,αγροτικά για την συλλογή των ξύλων και φορτηγό για την διανομή.
Η παραγωγή κάρβουνου γινόταν σε υπαίθρια καμίνια και γινότανε όταν σταματούσαν οι μεγάλες βροχές, δηλαδή γύρω στο Μάρτη. Έτσι θα είναι έτοιμα τα κάρβουνα για την μεγάλη ζήτηση του Πάσχα.. Οι καρβουνιάρηδες αρχικά μάζευαν ξύλα απ τα δάση που τα καλυτέρα είναι τα πουρνάρια και τα λουμάκια (γερά νεαρά κλωνάρια από ελιές), ρίζες από ξεριζωμένες ελιές, σκήνους χοντρούς, ρουπάκια και αγριλίδες χοντρές και οτιδήποτε άλλο είδος άγριου δέντρου. Τα κουβαλούσαν στο χώρο που θα έκαναν το καμίνι και τα έκοβαν σε πιο μικρά κομμάτια. Ο χώρος που έστηναν το καμίνι έπρεπε νάναι σε μέρος χωρίς αέρηδες πολλούς.
Η κατασκευή όμως του καμινιού ήταν σκέτη τέχνη και δεν την ήξεραν πολλοί. Μου την περιέγραψε ο Σπύρος ο Σκλαβενίτης απ την Κοντάραινα και δεν πίστευα στ αυτιά μου ,το πόση τέχνη και γνώση φυσικής χρειαζόταν ένα καμίνι. Νόμιζα κι εγώ ότι βάνεις τα ξύλα, καίγονται και βγαίνουν τα κάρβουνα. Αν όμως –όπως μου είπε ο Σπύρος κάμεις έτσι, θα πάρεις τη στάχτη τους κι όχι ..κάρβουνα.!! Λογικό!! Πού να ξέρω κι εγώ!!
Για να «χτίσουν» (δηλαδή να φτιάξουν) σιγά – σιγά το καμίνι, τοποθετούσαν τα ξύλα περιμετρικά στο χώμα, συνήθως αρχικά τα πιο «αδύνατα» όπως ρίζες κ. ά., ενώ πάνω απ’ αυτά έβαζαν τα πιο χοντρά ξύλα. Τα στοίβαζαν το ένα πάνω στο άλλο, με κλίση πάντα προς τα μέσα, ώστε να πάρουν το σχήμα ενός χωνιού. Αυτό το «χωνί» από ξύλα, είχε στη μέση μια τρύπα (σαν σωλήνα κούφιο εσωτερικά) από την κορυφή ως τον πάτο, για να διευκολύνει τη φωτιά. Αφού σχημάτιζαν το «χωνί» ξεκινούσαν να φτιάχνουν πάνω του περιμετρικές τρύπες από πάνω μέχρι κάτω, για να «αναπνέει» το καμίνι, δηλαδή να βγαίνουν οι ατμοί της καύσης και να μην εκραγεί. Οι τρύπες αυτές (σαν «σωληνάκια» ανάμεσα στα ξύλα) σχηματίζονταν ως εξής: Δεξιά και αριστερά από το σημείο που ήθελαν να ανοίξουν τη τρύπα έβαζαν ένα τούβλο και το έκλειναν από πάνω με ένα κεραμίδι, δημιουργώντας έτσι το «κενό» που χρειάζεται για να βγαίνουν οι ατμοί της καύσης. Όταν το καμίνι (το «χωνί και οι τρύπες) είχε σχηματιστεί, έβαζαν πλατιά φύλλα ή άχυρο κι από πάνω έριχναν κοσκινισμένο (καθαρισμένο δηλαδή) χώμα ή άμμο το οποίο και έβρεχαν με νερό τόσο, ώστε να ρίξουν ακόμα ένα στρώμα χώματος και να κολλήσει. Το καμίνι ήταν πλέον έτοιμο για καύση.
Η φωτιά ξεκινούσε πάντα από πάνω και οι τρύπες υποβοηθούσαν τη σταδιακή εξάπλωσή της προς τα κάτω. Το πιο σημαντικό στάδιο κατά την καύση ήταν το γέμισμα του καμινιού, το λεγόμενο «τάισμα», δηλαδή η συνεχής ενίσχυση του καμινιού με ξύλα για να διατηρηθεί η σταθερότητα και η ισορροπία στο εσωτερικό του, αφού χωρίς φροντίδα κατέρρεε. Η καύση ήταν αργή και οι καρβουνιάρηδες έπρεπε να την επιβλέπουν συνεχώς μέρα νύχτα για να μην πιάσει ανεξέλεγκτη φωτιά και γίνει στάχτη αλλά και για να μη σβήσει. Η διάρκεια της καύσης εξαρτιόταν από την ποσότητα των ξύλων: Για παράδειγμα τριάντα τόνοι ξύλα έβγαζαν περίπου οκτώ τόνους κάρβουνο (τετρακόσια τσουβάλια), ενώ η καύση διαρκούσε 8-10 ημέρες. Καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας, ο καπνός που έβγαινε από την κορυφή του χωνιού ήταν σκούρος, ενώ όταν είχε ολοκληρωθεί η καύση έπαιρνε το χρώμα του ουρανού, γκρι ας πούμε. Αυτό ακριβώς ήταν η αναγγελία της ολοκλήρωσης της καύσης και το καμίνι έπρεπε να ¨παγώσει¨, ώστε τα κάρβουνα να μην τρίβονται. Τότε αφαιρούσαν σιγά – σιγά με φτυάρια το χώμα, καθώς και τα τούβλα και τα κεραμίδια με τα χέρια, τα οποία συγκέντρωναν σε μία στοίβα, ενώ σε μια άλλη έβαζαν τα κάρβουνα που στη συνέχεια τοποθετούσαν σε τσουβάλια.
Αφού τα ξύλα καούν και γίνουν κάρβουνα, κλείνουν όλοι οι αεραγωγοί στη βάση του καμινιού, εμποδίζοντας το οξυγόνο το οποίο είναι απαραίτητο για να γίνεται η καύση των ξύλων να εισέρχεται στο καμίνι και το αφήνανε κλειστό.
Καμίνια έφτιαχναν στα πίσω χωριά οι Σκλαβενιταίοι, ο μπάρμπας μου ο Κώστας ο Χάλκας, ο Γεράσιμος ο Κώτης απ την Κοντάραινα και άλλοι. Στο Μαραντοχώρι οι Σκληραίοι-Ριζαίοι, ο Πρικολιός , ο Φίλιππος ο Βρυώνης(πληροφορία Μπάμπη Λάζαρη) και πολλοί άλλοι, όπως και σε όλα τα χωριά της Λευκάδας. Στο Σύβρο έφτιαχναν οι Φατουραίοι , ο Σολδάτος κι ο Μπελεγρίνος και πολλοί ακόμα. Ο Ζώης ο Κατηφόρης στον ΑηΠέτρο μου είπε ότι έφτιαχνε μέχρι πρόσφατα ο ίδιος , όπως κι άλλοι χωριανοί ανάλογα τους καιρούς και τις ανάγκες. Σίγουρα μετά την δημοσίευση θα βοηθήσουν με παρατηρήσεις διάφοροι φίλοι καταγράφοντας την δραστηριότητα αυτή και στα δικά τους χωριά
Είχαμε ομως και τα ασβεστοκάμινα.
Τα καμίνια δηλαδή που έβγαζαν ασβέστη. Σκόνη ασβέστη. Πιθανόν οι νεότεροι δεν ξέρουν ούτε τι είναι ο ασβέστης αλλά ήταν το αποδεικτικό της απόλυτης καθαριότητας και ταυτόχρονα προϊόν για απολύμανση σε πεζούλια, αυλάκια και χώρους υγιεινής κλπ. Βέβαια χρησιμοποιείται και στην οικοδομή ,κυρίως για να χτίζουν πέτρες, τούβλα κλπ αλλά η μορφή του είναι πλέον πολτός κι όχι σκόνη. Ο ασβέστης χρησιμοποιήθηκε και επίστρωμα(μίστρισμα) στα σπίτια, στις αυλές, στα καλντερίμια και στις βρύσες.
Οι ασβεστοποιοί έφτιαχναν τον ασβέστη στα ασβεστοκάμινα χρησιμοποιώντας ως καύσιμη ύλη τα περνάρια και τα κλαδιά της ελιάς, μετά την περίοδο του κλαδέματος. Μια ακόμα πολύ βαριά δουλειά του ξωμάχου. Τα ασβεστοκάμινα τα κατασκεύαζαν οι ίδιοι: Άνοιγαν ένα μεγάλο λάκκο, έχτιζαν τα τοιχώματά του με «λιγδόπετρες» και συνέχιζαν προς τα πάνω με μαρμαρόπετρες και λάσπη. Τις μαρμαρόπετρες τις έβγαναν από τα νταμάρια με τη βοήθεια λοστού ή βαριοπούλας. Η καύση μετέτρεπε τις μαρμαρόπετρες σε ασβέστη. Μαρμαρόπετρες εννοούμε τις ασβεστολιθικές πέτρες , τις λευκές πέτρες που είναι γεμάτη η Λευκάδα Η φωτιά στο ασβεστοκάμινο ξεκινούσε τα ξημερώματα, ενώ η καύση έπρεπε να είναι συνεχής για ένα εικοσιτετράωρο, ώστε να ασβεστοποιηθεί η πέτρα. Μετά την καύση χρειαζόταν ακόμα μία μέρα για να κρυώσει το καμίνι. Στη συνέχεια έμπαιναν μέσα, καθάριζαν τον ασβέστη από τις πέτρες και τον έβαζαν σε σακιά. Ο ασβέστης τώρα δεν πωλείτε σαν σκόνη αλλά συσκευασμένος πολτός σε διάφανα νάιλον τσουβαλάκια με ειδικές λαβες ώστε να μην χύνεται και για να μην έρχεται σε επαφή με το δέρμα. Παλιότερα έφτανε στο σπίτι η στο χώρο ανέγερσης κάθε οικοδομής σε σκόνη με τα φορτηγά. Θυμάμαι ότι μαζί με τα θεμέλια άνοιγαν και μια λόμπα για να ¨βράσει ο ασβέστης¨ και ήταν απαγορευτικό να πλησιάζουν τα παιδιά γιατί με μια παραπατησιά έπεφτε μέσα το παιδί και χανόταν. Πράγματι στον ασβέστη σκόνη όταν έριχναν το νερό σιγά σιγά άφριζε ,έβγαζε καπνούς κι ήταν πολύ επικίνδυνο να ακουμπήσει σε επιδερμίδα ή να το αναπνεύσεις. Σήμερα δεν υπάρχουν πια ασβεστοποιοί, εφόσον ο ασβέστης παράγεται μαζικά από ειδικευμένες βιομηχανίες.
Τα ασβεστοκάμινα στηνόταν μακριά απ τα χωριά σε περιοχές που οι πέτρες ήταν άφθονες και φυσικά κατάλληλες. Πόστιαζαν τις πέτρες έτσι ώστε να κλειδώνουν μεταξύ τους σε κωνικό σχήμα ,σαν τους αρχαίους μυκηναϊκούς τάφους, ας πούμε.
Ιδιαίτερη αναφορά θα κάμω για ένα εξαιρετικό άρθρο στο ¨Αρωμα Λευκάδας¨ που έγραψε ο συνταξιούχος δάσκαλος Παναγιώτης Φίλιππας ¨Στο χωριό μου Δρυμώνας, γραφει, θυμάμαι 4 ή 5 ασβεστοκάμινα, το τελευταίο στα μέσα της δεκαετίας του ΄50, δηλ. το ΄56 ή ΄57. Τότε είχα την τύχει να ζήσω ένα 24ωρο κοντά στους ανθρώπους που τάϊζαν το καμίνι, διότι μέρος της παρέας ήταν και ο πατέρας μου. Αυτό το καμίνι έγινε στον Αρκιά, περιοχή που είναι πάνω από τον Κάπρο του Αγίου Νικήτα. Θυμάμαι καλά τον κόπο, τον μόχθο και την αγωνία αυτών των ανθρώπων, αλλά και το άγχος που τους διακατείχε, για τα οποία δεν ήταν αντάξια καμιά αμοιβή¨..
Ασβεστοκάμινα έκαναν σε όλη τη Λευκάδα. Για το Μαραντοχώρι μου μίλησε ο σπεσιαλίστας της περιοχή Δήμος Σκληρός-Ρίζος που μαζί με τον αδερφό του το Γιώργο έκαναν και καρβουνοκάμινα. Έκαναν τις ίδιες, όπως περιέγραψα εργασίες και προετοιμασίες και χρησιμοποιούσαν την ίδια πρακτική για να κάψουν το καμίνι. Μόνο που ¨το φυλάγαμε το καρβουνοκάμινο με βάρδιες μέρα νύχτα για να μη πάρει φλόγα αλλά και να το ταΐζουμε όταν έπρεπε¨,μου λέει. Για τον αηΠέτρο μου τα διηγήθηκε ο Ζώης ο Κατηφόρης-Μπατζανάκιας. Στον Περιστεριά, μου είπε, στο δρόμο προς το βιολογικό της Βασιλικής υπήρχε τρανό ασβεστοκάμινο της οικογένειας Βασίλη Καγκελάρη-Κορότου που είχε οχτώ αγόρια, άρα χέρια για δουλειά .Ήταν μεγάλο και σίρριζα στη θάλασσα. Έξυπνα στημένο εκεί για να κατεβαίνουν αφενός εύκολα οι πέτρες κυλώντας απ το βουνό και ακόμα για να φορτώνεται στις βάρκες ο ασβέστης, επίσης εύκολα. Το καμίνι χάλασε για να περάσει ο δρόμος για τον βιολογικό. Στο χωριό ΑηΠέτρος υπήρχαν τα ασβεστοκάμινα της οικογένειας Καββαδία-Ντάλλα και του Κοκιάρη που σώζονται ακόμα κοντά στο γήπεδο του χωριού. Υπάρχει βέβαια σαν ζωντανό μνημείο το άσβεστο …ασβεστοκάμινο του μαστρο-Μηνά Λουπέτη στον Κατσιά τ΄ ΑηΓιάννη γεμάτο ασβεστόπετρες αλλά δεν άναψε ποτέ και δεν έβγαλε ασβέστη. Τον λόγο δεν τον ξέρουμε ,τον πήρε μαζί του ο αείμνηστος Μηνάς!!
Σήμερα ούτε ασβαστοκάμινα φτιάχνουν και πολύ λίγα έως καθόλου καρβουνοκάμινα. Όλες αυτές οι ασχολίες τέλειωσαν , μαζί με τις γενιές που έφυγαν και που ήξεραν αλλά και αγαπούσαν αυτές τις δραστηριότητες..
Παναγιώτης Σκληρός