ΑΝΑΤΥΠΟΝ ΕΚ ΤΟΥ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ», ΙΩΑΝΝΙΝΑ 1976
Μιά σηματική μελέτη τοῦ ἀείμνηστου Κ. Φωτεινοῦ
ΑΠΟ ΤΟΝ ΒΑΛΑΩΡΙΤΗ ΣΤΟΝ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟ
Θά ἔβαζα ἕναν ἄλλο τίτλο σ᾿ αὐτό μου τό σημείωμα: ἀπ᾿ τόν «Φωτεινό» στόν «Ἀλαφροΐσκιωτο», θέλοντας προκαταβολικά νά τονίσω τή σχέση πού ὑπάρχει ἀνάμεσα στά δύο ποιήματα, πού ἔχουν σάν κέντρο τους τόν ἄνθρωπο, μεγάλο στήν ἁπλότητά του κι ἀληθινό, ὅπως βέβαια θά μποροῦσε ἕνα φωτισμένο μυαλό νά φανταστεῖ στόν χρόνο πού γράφονται. Ὅταν γράφεται ὁ «Φωτεινός» (1879) ἔχουν σημειωθῆ πολλές καί μεγάλες πνευματικές καί ἰδεολογικές ἀνακατατάξεις μέσα στόν Ἑλληνικό χῶρο. Ὅταν, πάλι, γράφεται ὁ «Ἀλαφροΐσκιωτος»(1907), ἔχουν προηγηθεῖ παρόμοιες ἀνακατατάξεις, εἰδικά μετά τό ἄτυχο 1897. Στήν ἐπιφάνεια ἴσως νά βλέπουμε μονάχα τόν θρίαμβο τῆς δημοτικῆς μας γλώσσας. Ἀλλά τά δυό ποιήματα σημειώνουν καί δυό ὁρόσημα: ὁ «Φωτεινός», ἔστω καί ἀτέλειωτος, εἶναι τό τέρμα μιᾶς ἀνήσυχης ποιητικῆς ἰδιοσυγκρασίας, πού ἔχει σπάσει ἀρκετά – ὄχι ὅλα –δεσμά πού τήν ἔδεναν μέχρι τότε. Μέ τόν «Ἀλαφροΐσκιωτο» γίνεται ἡ ἀρχή μιᾶς πορείας μιᾶς ἄλλης ποιητικῆς μεγαλοφυΐας. Οἱ ρίζες ὅμως ἔχουν χωνέψει βαθιά στό ὑπέδαφος τοῦ «Φωτεινοῦ» κι ἀπ᾿ τά νερά πού ἀποθήκεψαν ὕστερ᾿ ἀπό τόση περιπλάνηση τοῦ ποιητῆ, ποτίζεται ὁ «Ἀλαφροΐσκιωτος». Μά γιά νά καταλάβουμε ὡς ποιό σημεῖο ὁ Βαλαωρίτης μέ τόν «Φωτεινό» του μπαίνει μέσα στόν κόσμο τοῦ Σικελιανοῦ, εἶναι ἀνάγκη νά τονίσουμε πώς καί τούς δυό τούς ἑνώνει, σ᾿ ἕνα σημεῖο, καί ὁ τόπος, μέσα στόν ὁποῖο χαράχτηκε τό ὅλο πνευματικό περίγραμμα τοῦ πρώτου καί ἡ ἐφηβική πνευματική ἐμπειρία τοῦ δεύτερου. Ὁ τόπος αὐτός εἶναι καί γιά τούς δυό «ἡ τιτάνια ζύμη τοῦ μυαλοῦ τους». Σ᾿ αὐτό τό σκληρό χῶμα στηλώσανε κι οἱ δυό τή φτέρνα γιά νά πάρουν «ἀπίδρομο» γιά τούς κόσμους τῆς τέχνης, ὅπως ἀκριβῶς ὁ «Φωτεινός» γιά νά πετροβολήσει τά λαγωνικά τοῦ Φράγκου («κι ὁ γέροντας μ᾿ ἀπίδρομο, σάν παλληκάρι, τρέχει…») κι ὅπως πάλι ὁ Σικελιανός στόν «Ἀχελῶο» του:
«Πλημμύρα ὁ Ἀσπροπόταμος, κι ἐγώ, στήν τρομερή του ὁρμή καταμεσῆς στημένος, στύλο τά πόδια μου ἔβανα κι ὁλόρτο ἀπάνωθε κορμί σάν θές ἐναντιωμένος».
Ὕστερ᾿ ἀπ᾿ ὅλα αὐτά, θά ἦταν ἀδιανόητο ἄν δέν βλέπαμε τή συνολική ἐπίδραση τοῦ Βαλαωρίτη πάνου στόν Σικελιανό. Κι ἐδῶ πάλι, χωρίς νά θέλω νά πέσω σέ ἀτόπημα, θά χρησιμοποιοῦσα μιάν ἄλλη λέξη γιά ν᾿ ἀποφύγω τόν ὅρο «ἐπίδραση», τή λέξη «προέχταση».
Στά παρακάτω, τά σημεῖα ἐπαφῆς πού διαπιστώνονται, ἀναφέρονται α) στό ρόλο πού παίζει ὁ Βαλαωρίτης ἀνάμεσα στήν Ἑπτανησιακή καί Ρομαντική Σχολή καί στόν ἀντίστοιχο τοῦ Σικελιανοῦ ἀνάμεσα στήν Ἑπτανησιακή παράδοση καί στή Νέα Ἀθηναϊκή Σχολή, β) στή γλωσσική ἀρτιότητα τοῦ «Φωτεινοῦ», στήν ὁποία φτάνει ὁ Βαλαωρίτης ὕστερ᾿ ἀπό ὀδυνηρή πορεία καί στή δημιουργία μιᾶς ἀληθινῆς γλωσσικῆς παράδοσης, μέσα στήν ὁποία θά κινηθεῖ κατοπινά ἄνετα ὁ Σικελιανός καί γ) στό ἰδεολογικό περιεχόμενο τοῦ «Φωτεινοῦ» καί τοῦ «Ἀλαφροΐσκιωτου».
Εἶναι γεγονός ὅτι ὁ Βαλαωρίτης κινεῖται, προπαντός στήν ἀρχή τῆς ποιητικῆς του δημιουργίας, γλωσσικά καί ἰδεολογικά ἀνάμεσα στήν Ἑπτανησιακή καί Ρομαντική σχολή. Σά σημεῖα ἐπαφῆς τῶν δύο Σχολῶν τόν βλέπουν πολλοί. Ὡστόσο ἡ σχέση – ἡ ὁποιαδήποτε σχέση – τοῦ Βαλαωρίτη μέ τήν Ρομαντική Σχολή θά πρέπει νά ἐξετασθεῖ στά ἑξῆς στάδια: στήν πρώτη περίοδο («Στιχουργήματα»(προπάντων) – «Μνημόσυνα»), ὁ Ρομαντισμός ἀσκεῖ μεγάλη ἐπίδραση στόν Βαλαωρίτη. Ἡ ἐπίδραση δέν εἶναι μονάχα ἰδεολογική ἀλλά καί γλωσσική. Θά ἦταν ὅμως σημαντική παράλειψη, ἄν δέν τονίζαμε, ἐδῶ κιόλας, ὅτι γλωσσικά ὁ Βαλαωρίτης βρίσκεται σ᾿ ἕνα δίλημμα: Παραπαίει ἀνάμεσα στήν καθαρεύουσα καί τήν δημοτική.
Ἔτσι, στά «Στιχουργήματα» ἄλλα ποιήματα εἶναι γραμμένα σέ μιά δημοτική συντηρητικώτατη (πολλές λέξεις εἶναι καθαρευουσιάνικες) κι ἄλλα σέ μιά ἄτονη καί ψυχρή καθαρεύουσα (πού ἐπηρεάζεται ἀπό κανόνες τῆς δημοτικῆς).
Παράδειγμα α. Ἀπ᾿ τά «Στιχουργήματα»: Ὁ Κλέφτης.
ΙΙ.
Ἡ ὥρα σου ἐσήμανε. Τό στῆθος τῆς Ἑλένης
μέ τήν πνοήν σου, ὦ Χασσάν, πλέον δέν θά θερμαίνης.
Σοῦ κάμνω ὅρκον τρομερόν…
Πιό χαρακτηριστικό παράδειγμα ἀπ᾿ τό ἴδιο ποίημα
Χ.
Φεύγουν μῆνες, φεύγουν χρόνοι,
πέφτουν, σήπονται, γεννῶνται νέα δένδρα, νέοι κλῶνοι
καί κανείς δέν εἶχε ἀκούσει
εἰς τόν πόλεμον τοῦ Κίτσου τά πιστόλια νά κροτοῦσι
Παράδειγμα β. Ἀπ᾿ τά «Στιχουργήματα»: «Ὁ Λευκάτας».
Ὁ ναύτης ὅταν ἔπλεε στά μαῦρα κύματά σου
μόλις σέ ἔβλεπε μακράν στ᾿ ἀχόρταγα νερά σου,
ἐπρόσφερε γονυπετής δεήσεις καί θυσίαν
καί σύ σκληρός σ᾿ ἀνταμοιβήν ἔπεμπες τρικυμίαν.
Τά «Στιχουργήματα» βγαίνουν στά 1847. Ἔχει προηγηθῆ ὁ ἀγώνας τοῦ Σολωμοῦ γιά τή γλώσσα (ὁ «Διάλογος» γράφεται ἀνάμεσα στά 1823-1825) κι ἔχουν περιγραφεῖ τά ὅρια: ἀποστροφή γιά τόν ἀρχαϊσμό ἀλλά κι ἀποστροφή γιά τόν βιασμό τῆς γλώσσας, ὅπως τόν διδάσκει ὁ Κοραῆς. Ἡ ὀρθή σύλληψη τοῦ γλωσσικοῦ ζητήματος ἀπ᾿ τούς Ἑπτανήσιους καί μάλιστα ἀπ᾿ τόν Σολωμό, χαραχτηρίζει τήν ὅλη Ἑπτανησιακή παραγωγή. Ἡ δημοτική γλώσσα εἶναι ἡ ἔκφραση τοῦ νέου Ἑλληνισμοῦ. Δέ μπορεῖς νά τήν ἀγνοήσεις, γιατί ἔτσι ἀγνοεῖς τήν ἴδια τήν ὕπαρξη τοῦ νέου Ἑλληνισμοῦ. Ἡ καθαρεύουσα εἶναι κι αὐτή ἀπ᾿ τά δεσμά πού ἐχάλκευσαν οἱ βυζαντινοί καλαμαράδες γιά νά κρατᾶνε δεμένο τόν νέο Ἑλληνισμό μέ πεθαμένα ὄνειρα. Οἱ Ἑπτανήσιοι ἔχουν ξεπεράσει οὐσιαστικά τό γλωσσικό πρόβλημα καί βλέπουν τή δημοτική σέ συνάρτηση μέ τήν πλήρη ἀποκατάσταση τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Μέσα στό γλωσσικό ὄργανο βλέπουν τήν προέχταση τοῦ νέου Ἑλληνισμοῦ. Ἡ ἐπικράτηση τῆς δημοτικῆς θά σημάνει καί τήν ἀπομάκρυνση κάθε ξένου στοιχείου καί τήν πνευματική αὐθυπαρξία τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ.
Ὁ Βαλαωρίτης, μολονότι Ἑπτανήσιος, τραβάει διαφορετικό δρόμο. Τά «Στιχουργήματα», μέ ὅση καλή διάθεση νά ἔχει κανένας, δέ μπορεῖ νά τά παρομοιάσει μέ τίποτε Ἑπτανησιακό. Δέν ἔχουν καμιά ὁμοιότητα μέ τήν Ἑπτανησιακή παραγωγή, οὔτε στό περιεχόμενο, οὔτε στή μορφή. Πληθωρικά στήν ἔκφραση, μέ ρητορισμούς καί ρομαντικές ὑπερβολές, φαίνονται ἀπομακρυσμένα ἀπ᾿ τούς κανόνες πού δημιουργεῖ ὁ Σολωμός κι ὄσοι κινοῦνται μέσα στόν ἴδιο κόσμο. Ποῦ εἶναι ὁ ρυθμός, τά μέτρα, ἡ μουσικότητα τῆς γλώσσας; Ὕστερ᾿ ἀπ᾿ ὅλα αὐτά εὔλογα ρωτάει κανείς: Γιατί ὁ Βαλαωρίτης σταματάει δίβουλος ἀνάμεσα στούς Βυζαντινούς καλαμαράδες καί στή νέα αὐτοδύναμη Ἑλληνική παρουσία, στή διάσταση μάλιστα πού τήν δίνει ἡ Ἑπτανησιακή Σχολή; Γιατί θέλει νά στηρίζεται στά δεκανίκια τοῦ λογιωτατισμοῦ, δείχνοντας ὅμως ὅτι μπορεῖ καί νά περπατήσει μόνος του πάνω στό στέρεο ἔδαφος τοῦ νεοελληνισμοῦ; Ὁπωσδήποτε, ὅταν γράφει τά «Στιχουργήματα», βρίσκεται σ᾿ ἕνα δίλημμα ἤ καλύτερα ἀνάμεσα στά προβλήματα δύο κόσμων. Κι ἐξηγοῦμαι:
Ἀπό τό ἕνα μέρος εἶναι ὁ Ρομαντισμός. Καί σάν περιεχόμενο καί σά μορφή. Ὁ Βαλαωρίτης δέχεται τήν ἐπίδραση τοῦ Ρομαντισμοῦ, πού τότε στήν Ἑλληνική ποίηση, βρίσκεται στις δόξες του. Κι ἐπειδή ὑπάρχει σύγχυση οὐσιαστικά ἀνάμεσα στόν Ρομαντισμό καί τή γλώσσα (ἡ καθαρεύουσα εἶναι τό γλωσσικό του ντύσιμο), ὁ Βαλαωρίτης διστάζει νά ἀπομακρυνθεῖ πολύ ἀπ᾿ τήν καθαρεύουσα. Μά ὁ ποιητής δέν εἶναι δέσμιος τοῦ Ρομαντισμοῦ. Στις πιό καλές του ὧρες εἶναι ἕνας ποιητής τοῦ καιροῦ του, πού θέλει νά κλείσει μέσα στό ἔργο του τήν ἴδια του τήν ἐποχή. Κι ὅταν δέν εἶναι Ρομαντικός, δέν εἶναι καί καθαρευουσιάνος. Ἔτσι ἐξηγιέται ἄλλωστε καί ἡ γλωσσική ἀκαταστασία πού ὑπάρχει στά Στιχουργήματα.
Θα ᾿πρεπε ὅμως νά ποῦμε δῶ καί μερικές ἄλλες ἀλήθειες. Στήν διαμόρφωση τοῦ γλωσσικοῦ του ὀργάνου τόν ἐπηρεάζουν ἀρνητικά οἱ σπουδές του, ἡ ἐφηβική του ζωή, μά προπαντός ἡ καταγωγή του. Ὅλ᾿ αὐτά παίζουν ἀνασταλτικό ρόλο. Ὅταν θά ξεφύγει ἀπ᾿ τά ἀσφυχτικά ἀγκαλιάσματα τοῦ ἀρχοντολογιοῦ, θά ἔχει κάνει μιά μεγάλη νίκη: θά ἔχει ξεφύγει ἀπ᾿ τά σφιχταγκαλιάσματα τῆς καθαρεύουσας.
Σημειώνω ἐδῶ καί κάτι ἄλλο, ἐξ ἴσου σημαντικό. Ἐνῶ στά ἄλλα Ἑπτάνησα, ἤδη πρίν ἀπ᾿ τόν Σολωμό,ἔχει γίνει μιά σημαντική γλωσσική προεργασία πού ὁδηγεῖ στήν δημοτική γλώσσα (γιά τήν Ζάκυνθο: ἡ Κρητική παράδοση, ὅπως ζῆ μέ τή Βοσκοπούλα καί τόν Ἐρωτόκριτο, ὁ Ριμαδόρος Κοκονδρῆς, ὁ Μαρτελάος, ὁ Μάτεσης), στη Λευκάδα, ἀντίθετα, ἡ γλωσσική παράδοση πού δημιουργεῖται ἀπ᾿ τούς Ζαμπέλιους ὁδηγεῖ στή λύση πού δίνει ὁ Κοραῆς. Τόν Ἰωάννη Ζαμπέλιο τόν ἐπηρεάζουν ὥς τό τέλος τῆς λογοτεχνικῆς του παραγωγῆς ὁ Κοραῆς καί ὁ Φώσκολος2. Ὁ Βαλαωρίτης λοιπόν, δέν βρίσκει τήν ἴδια μέ τούς ἄλλους παράδοση. Ἦταν ἑπόμενο γι᾿ αὐτόν, στά πρῶτα του βήματα νά κινηθεῖ στό περίγραμμα πού διαγράφεται γύρα του. Ρομαντικός ἄλλωστε εἶναι σέ πολλά ὁ Ἰ. Ζαμπέλιος, παρ᾿ ὅλο πού καταβάλλει συνέχεια προσπάθειες νά ἐξοστρακίσει ἀπ῾ τό ἔργο του κάθε ὑποσυνείδητη ρομαντική ἐπίδραση. Ἀξίζει ἐπίσης νά σημειωθεῖ ὅτι σαφῆ γλωσσική πρόοδο στόν Βαλαωρίτη ἔχουμε στά «Μνημόσυνα»(1857), ὅπου στόν πρόλογό του (σέ εἶδος ἐπιστολῆς στόν Αἰμίλιο Τυπάλδο, στόν ὁποῖο καί ἀφιερώνει τό ἔργο του αὐτό) τονίζει: «Ὁποιαιδήποτε καί ἄν εἶναι αἱ ἐλπίδες, αἱ προσδοκίαι τῶν διεπόντων τώρα τήν νέαν Ἑλληνικήν Φιλολογίαν, δέν πρέπει κατ᾿ οὐδένα τρόπον οὔτε νά θυσιάσωσιν οὔτε νά κερματίσωσιν τήν γλῶσσαν τοῦ λαοῦ». Καί πιό κάτω λέγει γιά τή γλώσσα: «Αὐτομάτως γεννηθεῖσα, δέν εἶναι ἔργον τῆς Τέχνης, ὡς ἡ τώρα σκευαζομένη, εἶναι ὁ μόνος βλαστός ὁ ἐναπομείνας ἐπί τοῦ γηραιοῦ δένδρου τῆς ἐθνικότητός μας».
Δύο βασικά πράγματα συντελοῦν στήν στροφή του πρός τή ζωντανή γλώσσα τοῦ λαοῦ στόν χρόνο πού σημειώνουμε: α) ὁ κατ᾿ ἐξοχήν προσανατολισμός του πρός τό ἰδεολογικό περιεχόμενο τοῦ Ἀγώνα τοῦ 1821 πού τόν φέρνει σ᾿ ἐπαφή μέ τούς ζωντανούς θρύλους καί τό δημοτικό τραγούδι καί β) τό μεσουράνημα τοῦ Σολωμοῦ. Στό πρῶτο πρέπει νά προσθέσουμε καί κάτι ἀκόμα: τήν δημιουργία μιᾶς πεποίθησης πού τοῦ ἐνισχύεται μόλις ἀρχίζει τούς ἀγῶνες του γιά τήν ἀποκατάσταση τῶν Ἰονίων νήσων: ὅτι τά μεγάλα τά κατορθώνουν οἱ ἁπλοί καί μεγαλόκαρδοι κι ὄχι οἱ μεγαλόσχημοι. Βέβαια, ὅπως θά φανεῖ στά παρακάτω, ὁ Βαλαωρίτης μόνο στόν «Φωτεινό» θά ἀπαλλαγεῖ ἀπ᾿ ἄλλες προκαταλήψεις καί θά πορευτεῖ μέσα στόν λαό, ἀνακαλύπτοντας ἔτσι μιά μεγάλη πηγή ἔμπνευσης.
Στά «Μνημόσυνα» παρ᾿ ὅλα αὐτά, δέν εἶναι ἀπαλλαγμένος οὔτε ἀπ᾿ τόν Ρομαντισμό (εἶναι ἀκόμα ἀρκετά ἔντονος, γι᾿ αὐτό βλέπει: Νεκρική ὠδή, Ψυχοσάββατο), οὔτε ἀπό λόγια κατάλοιπα. Εὔλογη εἶναι ἡ σκέψη ὅτι ὁ Βαλαωρίτης κινεῖται «συνειδητά» ἀνάμεσα σ᾿ αὐτούς τούς δύο κόσμους. Τονίζω αὐτή τή λέξη «συνειδητά» γιά δυό λόγους. Πρῶτα-πρῶτα: ἡ «Κυρά Φροσύνη» γράφεται καί τελειώνει δυό χρόνια ἀργότερα, δηλ. στά 1859 κι ἀπέχει γλωσσικά πολύ ἀπ᾿ τά «Μνημόσυνα». Ἡ σκέψη κατά συνέπεια, ὅτι ὁ Βαλαωρίτης δέν ἔχει προοδεύσει ὥς τά 1857, πού γράφονται τά «Μνημόσυνα», «γλωσσικά», εἶναι ἀνεδαφική. Ὁ ἄλλος λόγος εἶναι ἡ ἀντίθεση, στις ἀπόψεις του γιά τή γλώσσα (μιά ἀντίθεση πού ὅπως θά φανεῖ ἀπ᾿ τίς παρατιθέμενες χρονολογίες τόν παρακολουθεῖ σχεδόν ὥς τό τέλος), ὅπως παρουσιάζονται σέ δυό γράμματά του, στόν Λασκαράτο καί στόν Ροΐδη.
Στόν Λασκαράτο γράφει (3 Ὀχτώβρη 1859), ἐνημερώνοντάς τον σχετικά γιά τήν «Κυρά Φροσύνη»:
«Διαιρεῖται εἰς τέσσερα μέρη καί εἶναι γραμμένο εἰς τήν δημοτική μας γλώσσα. Ἐπροσπάθησα μάλιστα τώρα ὅσο ἠμπόρεσα νά τήνε κανονίσω, νά τήν πλουτίσω καί νά τήν ὑψώσω διά νά δείξω ὅτι εἶναι ἀρκετή νά ἐκφράσει ὅλα τῆς ψυχῆς τά πετάσματα. Καμμία φορά ὁ στίχος ἤ τό εἶδος τῆς ἰδέας μέ ὑπεχρέωσε νά παραβῶ τόν κανόνα, ἀλλά πολύ σπανίως. Τά πεζά εἶναι γραμμένα εἰς γλῶσσαν λογιωτατίστικην. Καί σοῦ ζητῶ συμπάθειο διά τοῦτο μου τό ἁμάρτημα. Ἀλλά ἠθέλησα νά ἀποφύγω τήν κατηγορία ὁπού κάμνουνε εἰς τούς Ἑφτανησίους, λέγοντας ὅτι γράφομε τή γλῶσσα τοῦ λαοῦ, γιατί δέν γνωρίζουμε τήν ἄλλη».
Στά γράμματά του στόν Ροΐδη ἀνεπιφύλαχτα πολεμάει τόν λογιωτατισμό καί αὐτούς πού τόν ἀντιπροσωπεύουν. Καί φαίνεται πώς δέν παίρνει στά σοβαρά τίς κατηγορίες τους. Σ᾿ ἕνα γράμμα στόν Ροΐδη (3 Νοέμβρη 1877), τονίζει ἀνάμεσα στ᾿ ἄλλα:
«Ἄν ὑπάρχει τι, τό ὁποῖον ἐσκότωσε τήν πρός τήν ποίησιν ἔμφυτον ὁρμήν τῆς Ἑλληνικῆς φυλῆς κατά τήν σημερινήν ἐποχήν, δέν εἶναι ἡ ἔλλειψις ἁρμοδίας ἀτμοσφαίρας πρός περίθαλψιν καί ἀνατροφήν τῆς ποιητικῆς αὐτοφυοῦς διαθέσεως, ὄχι, ὄχι, ἀλλ᾿ ὁ Λογιωτατισμός. Αὐτός ἔπνιξε τά ἔμβρυα ἐν τῇ κοιλίᾳ τῶν μητέρων καί ἀπερρόφησε πᾶσαν ἰκμάδα καί πᾶσαν ζωτικότητα».
Καί πιό κάτω: «Ὁ Λογιωτατισμός! αὐτός κατέφαγε καί τούς ὡραίους ποιητικούς χρόνους τοῦ Ζαλοκώστα καί τοῦ Παράσχου καί τοῦ Τανταλίδου καί πολλῶν ἄλλων, οἵτινες βεβαίως θά ἦσαν σήμερον τό κόσμημα καί τό ἀγλάϊσμα τοῦ Ἑλληνικοῦ Παρνασσοῦ ἄν, περιφρονοῦντες τῶν γραμματικῶν τάς μωράς ἀξιώσεις, ἐπεδίδοντο εἰς τήν καλλιέργειαν τοῦ δημοτικοῦ πλούτου…».
Σ᾿ ἄλλο του γράμμα στόν Ροΐδη (5 Γενάρη 1878) γράφει:
«Βεβαίως ἡ στιγμή εἶναι κρισιμωτάτη καί ἐπικίνδυνος, καθώς εἶναι ἐν γένει ὅλαι αἱ ριζικαί μεταβολαί, εἴτε ἀνήκουν εἰς τόν ἠθικόν εἴτε ἀνήκουν εἰς τόν φυσικόν κόσμον. Καθείς νομίζει σήμερον, ὅτι, ἀφοῦ ἀπεταμίευσεν ἐν τῇ διανοίᾳ του μικρόν κεφάλαιον δημοτικῶν φράσεων, δύναται ἀκινδύνως δι᾿ αὐτῶν νά τρέξῃ τό δημοτικόν ποιητικόν στάδιον καί νά γεννήσῃ ἔργα ἄξια σεβασμοῦ ἤ συμπαθείας».
Τί βγαίνει λοιπόν ὕστερ᾿ ἀπ᾿ ὅλα αὐτά; Ἀπό τή μιά πλευρά ὁ Βαλαωρίτης δέν θέλει νά ποῦν οἱ καθαρολόγοι πώς δέν ξέρει νά γράφει τήν «ἄλλη» γλώσσα, τή δικιά τους, γι᾿ αὐτό γράφει τά πεζά του στήν καθαρεύουσα. Μιά δικαιολογία του, πιστεύουμε, στόν Ἑπτανήσιο Λασκαράτο. Αὐτά στά 1859. Ἀπ᾿ τήν ἄλλη μεριά πάλι, ἀκόμα στά 1878, ἐνῶ ἀποσκορακίζει τήν καθαρεύουσα καί τήν ἀποδιώχνει τόσο ἔντονα, ἐξακολουθεῖ νά γράφει τά πεζά του σ᾿ αὐτήν. Ἁπλούστατα, ὁ ποιητής δέχεται τήν δημοτική μόνο γιά τήν ποίηση. Ἐξακολουθεῖ νά πιστεύει ὅτι ἡ ἐποχή του εἶναι μεταβατική. Καί τό σπέρμα αὐτῆς του τῆς ἄποψης βρίσκεται στόν μικρό πρόλογο τῶν «Μνημοσύνων» πού εἴδαμε παραπάνω, ὅταν τονίζει (τό ἐπαναλαμβάνουμε): «Αὐτομάτως γεννηθεῖσα (ἡ δημοτική), δέν εἶναι ἔργον τῆς τέχνης, ὥς ἡ τώρα σκευαζομένη…».
Δέν παύει ὡστόσο νά θεωρεῖ τήν ἀρχαΐζουσα καταδικασμένη. Ἄν στέκεται σ᾿ αὐτόν τόν μετεωρισμό, εἶναι, γιατί πιστεύει ἀκόμα ὅτι ἡ δημοτική θέλει πλουτισμό, πρᾶγμα πού διαπιστώνουμε μέσα στήν ποίησή του, μάλιστα μετά τήν «Κυρά Φροσύνη». Εἶναι χαραχτηριστική ἄλλωστε ἡ «λεξιθηρία» του πού δέν καταντᾶ βερμαλισμός (ὅπως στόν Ἀθηναϊκό Ρομαντισμό), ἀλλά «μεταβάλλεται σέ πλοῦτο δημοτικοῦ λεξιλογίου»3.
Αὐτή ἡ «λεξιξηρία» ὅμως τόν φέρνει σέ ἄμεση ἐπαφή μέ τήν ψυχολογία τοῦ λαοῦ. Ἡ γλωσσική του τελειότητα, πού συναντιίεται στόν «Φωτεινό», εἶναι ἀποτέλεσμα μιᾶς πολύχρονης διεργασίας. Πρῶτα-πρῶτα ξέρει πιά ὁ ποιητής, ποῦ θά βρεῖ καί ἀπό ποῦ θά ἀντλήσει τόν γλωσσικό του θησαυρό. Ἔχει πιά ἀποκρυπτογραφήσει τή φωνή καί τή συνείδηση ἑνός λαοῦ. Κι ἐδῶ ἀκριβῶς εἶναι τό φτάσιμό του.
Στόν «Φωτεινό» ὁ ποιητής δέν ἁρπάζει τή λέξη γιά νά τῆς δώσει τό ἰδιαίτερο νόημά της. Θά ἦταν ἀδικία, καί μάλιστα μεγάλη, ἄν λέγαμε δῶ ὅτι ὁ ποιητής ἐνδιαφέρθηκε στά στερνά του μόνο γιά τή γλώσσα. Μπῆκε κάτω ἀπό τήν λέξη καί σκύλεψε τό ὑπέδαφος, γιά νά δώσει μέ τόν «Φωτεινό» ἕνα ἀγωνιζόμενο λαό. Καί ἔπιασε τήν οὐσία αὐτοῦ τοῦ ἀγώνα, πού ἀπόβλεπε στήν ἀποτίναξη κάθε ζυγοῦ.
*
Ὁ Σικελιανός ζῆ καί κινεῖται στά πρῶτα του χρόνια σ᾿ ἕνα κόσμο πού τόν βαραίνει ὁ ἥσκιος τοῦ Βαλαωρίτη. Ἀλλά καί ἡ οἰκογενειακή του κατάσταση καλλιεργεῖ τόν ρομαντισμό μέσα στις θολές καμάρες. Ἡ μητέρα τοῦ ποιητῆ ἔχει ἄμεση ἐπαφή μέ τόν κόσμο τοῦ Βαλαωρίτη. Τό ποίημα «Χαρίκλεια Σ ἐπί τῇ προσφορᾷ τῶν ποιημάτων μου» ἴσως γράφεται γιά τήν μητέρα τοῦ Σικελιανοῦ4. Ἀναφέρουμε τήν πληροφορία, ὅπως ἀκριβῶς εἶναι γραμμένη: «Καί ἦταν ὁ Ἰωάννης Σικελιανός (ὁ πατέρας τοῦ ποιητῆ) ἕνας ἄντρας καλοφτιαγμένος κι ἔμοιαζε, λένε, μέ τόν ποιητή. Κι ἡ μάνα τοῦ ποιητῆ ἦταν ἐξαιρετικά ὡραία στά νιάτα της. Εἶχε μορφωθεῖ στό Ἀρσάκειο στήν Ἀθήνα καί ἤξερε ἄριστα τά γαλλικά καί τά ἰταλικά· ἦταν περιζήτητη συντροφιά στις συναναστροφές τῆς ἐποχῆς της. Ὁ Ἀριστοτέλης Βαλαωρίτης ἦταν ἕνας θαυμαστής της καί τό ποίημά του «Στήν Χαρίκλεια Σ… ἐπί τῇ προσφορᾷ τῶν ποιημάτων μου» εἶναι γραμμένο γι᾿ αὐτήν. Ἴσως μάλιστα νά ὑπῆρχε καί στόν ποιητή καί κάποιο λεπτό καί ἁγνό αἴσθημα, ὅπως τοὐλάχιστον φαίνεται ἀπό τοῦτο τό ποίημα»5.
Ζῆ λοιπόν ὁ Σικελιανός, στά παιδικά του χρόνια, μέσα σ᾿ ἕνα κόσμο πού τόν τρέφει ἡ ρομαντική παράδοση καί τό ὄνομα τοῦ Βαλαωρίτη. Εὔκολα διακρίνεται κάτι τέτοιο στά πρῶτα ποιήματα τοῦ Σικελιανοῦ, πού γράφονται πρίν ἀπ᾿ τόν «Ἀλαφροΐσκιωτο». Φέρνουμε μερικά τέτοια παραδείγματα ἀπ᾿ τίς «Ballades».
Παντρεύονται δυό σύγνεφα
μές τή σιγή τή στοιχειωμένη·
ἡ μαύρη νύχτα εἶναι νουνός,
βρυκόλακες οἱ καλεσμένοι…
Ὁ ἐρημικός ὁ Πύργος λάμψες βγάνει.
Ἐκεῖνος ἀπ᾿ ἀγκάθια ἕνα στεφάνι,
κι ἐκείνη ἀπ’ τή λευκή της Πασχαληά
τό γάμο τους ἀπόψε ἡ Μοῖρα κάνει
μέ τά στεφάνια ἐκεῖνα τά παληά…
Βγαίνει ἀπ᾿ τά νέφια τώρα τό φεγγάρι
πέφτει τό φῶς· κι εἶν᾿ ὅλα φωτεινά
τοῦ φεγγαριοῦ οἱ ἀχτῖνες εἶχαν πάρει
τό φάντασμα· δέν εἶναι πουθενά6.
Κι εἶναι γεονός ὅτι τίς πρῶτες του ἐπιδράσεις καί τίς πιό σημαντικές ἄλλωστε, πάνω στή γλώσσα, ὁ Σικελιανός τίς δέχεται ἀπ᾿ τό οἰκογενειακό του περιβάλλον, πού διαμορφώνεται μέσα στή Βαλαωριτιανή παράδοση καί μάλιστα, ὅπως αὐτή φτάνει μέ τόν ἀπόηχο τοῦ «Φωτεινοῦ». Ὁ πατέρας τοῦ ποιητῆ, πνευματικά καλλιεργημένος ἄνθρωπος, συνειδητοποίησε τήν ἀνάγκη ὅτι ἔπρεπε ὁ Νέος Ἑλληνισμός, σάν πνευματική ἔκφραση, νά βγεῖ ἀπ᾿ τό πλέγμα πού εἶχαν ἀσφυχτικά στήσει γύρα του οἱ σχολαστικοί. Γλωσσικά, ὁ Νέος Ἑλληνισμός ἔπρεπε νά ἐκφραστεῖ μέ τήν ζωντανή γλώσσα τοῦ λαοῦ, τή δημοτική.
Μέσα σ᾿ αὐτό τό πνευματικό περιβάλλον τόν πρῶτο ρόλο φυσικά κρατάει ὁ Βαλαωρίτης μέ τόν «Φωτεινό» του. Εἶναι τό ἔργο πού ἀγαπιέται καί θεωρεῖται ἀπ᾿ τούς συμπατριῶτες τοῦ ποιητῆ σάν ὕμνος τους. Κι εἶναι καί ἡ γλώσσα τέτοια, πού μιλάει κατ᾿ εὐθεία στήν καρδιά. Ἐδῶ ὁ ἰδιωματισμός δέν εἶναι ἔνθετος κόσμος, περιττό στολίδι, ἀλλά στοιχεῖο πρωταρχικό στή λειτουργία τῆς γλώσσας. Γι᾿ αὐτό καί βαρύνει τόσο στή δημιουργία τῆς παράδοσης πού βρίσκει ὁ Σικελιανός. Κι αὐτός τή δέχεται καί τήν μετασχηματοποιεῖ. Ὅταν μπαίνει στόν πνευματικό χῶρο τῆς Ἀθήνας, γλωσσικά εἶναι προχωρημένος, ἔχει ξεπεράσει νεώτατος ὅ,τι οἱ ἄλλοι θά βροῦνε σάν ἐμπόδιό τους.
*
Καί τώρα σχετικά μέ τό περιεχόμενο.
Ὅ,τι συμβαίνει μέ τήν γλώσσα στόν Βαλαωρίτη, συμβαίνει καί μέ τό περιεχόμενο τοῦ ἔργου του. Ὅταν εἶναι πολύ ρομαντικός, κινεῖται σέ ἀνάλογα θέματα. Ἁπλά ψυχικά γεγονότα πού δέν δείχνουν κανένα λυρισμό. Φέρνω σάν παράδειγμα τό Στιχούργημα Β´ («Στιχουργήματα»):
«Τῆς νεότητός μου ρεῦμα, θολωμένον ἀπ᾿ τά πάθη,
διατί κυλᾶς βραδέως πρός τοῦ μηδενός τά βάθη;
Διατί τινός ἀνέμου ἡ πνοή ἡ μαινομένη
δέν σέ ρίπτει ἐκεῖ πού πάντα βαρύς ὕπνος μόνον μένει;»
Ἀξίζει ὅμως νά τονίσουμε κάτι ἄλλο: ἀπ᾿ τά «Στιχουργήματα» κιόλας ξεπερνᾶ τούς ἄρρωστους Ρομαντικούς τῆς Ἀθήνας. Δέχεται τήν ἐπίδεραση τοῦ Ὀσιανικοῦ Κύκλου, τοῦ Βύρωνα, τοῦ Οὐγκώ, τοῦ Λαμαρτίνου, μά δέ μένει δεμένος μέτή μίμηση. Εἶναι δουλευτής καί δουλευτής καλός. Καί δέν σταματάει σέ πεισιθάνατους μεταλγωττισμούς, ἀλλά κόβει, ἀπ᾿ τήν ἀρχή κιόλας, τά χτυπητά δεσμά. Θέματα σύγχρονά του, πού τά ζεσταίνει ἡ ἡρωϊκή παρουσία τοῦ ἀγωνιζόμενου Ἑλληνισμοῦ, δίνουν μεγαλύτερο πλάτος στήν ποίησή του καί τόν τοποθετοῦν ἀνάμεσα στούς πιό πολυδιαβασμένους ποιητές τῆς ἐποχῆς του. Ἀκόμα καί στις πιό χαρακτηριστικές ρομαντικές του ὧρες, εἶναι διαφορετικός ἀπ᾿ τούς τοτινούς του ρομαντικούς. Πάλι παράδειγμα τό Στιχούργημα Β´.
«Αἱ ξηραί μου χεῖρες θἆναι ἐκεῖ μέσα δεδεμέναι·
ἀλλ᾿ ἀντί νά εἶναι τώρα μέ δεσμά ἁλυσσοδεμέναι,
μέ δεσμά σκληρῶν τυράννων, δέν εἶν᾿ κάλλιον στό μνῆμα
δεδεμέναι νά προσφέρουν τοῦ Σταυροῦ τό θεῖον σχῆμα»
Κι αὐτά στήν ἀρχή τῆς ποιητικῆς του σταδιοδρομίας. Ὁ Ρομαντισμός βέβαια θά τόν ἀκολουθήσει ἄτονος καί ἀναιμικός καί στά «Μνημόσυνα» (1857). Παράδειγμα: Νεκρική ώδή:
Τήν αὐγή μέ τή δροσούλα ἐξεφύτρωσ᾿ ἕνα ρόδο,
τήν αὐγή μέ τή δροσούλα ἐμαράθηκε τό ρόδο
καί στήν «Κυρά Φροσύνη» (1859) μέ χαραχτηριστικό παράδειγμα τό Τραγούδι τοῦ Μουχτάρ, ὅταν ἀποχαιρετάει τήν Φροσύνη, φεύγοντας, ξημερώματα, γιά τόν πόλεμο:
Σά φύλλο κίτρινο καί μαραμένο
μέ παίρνει ὁ ἄνεμος μέ τά φτερά,
μακρ᾿ ἀπό σένανε, παραδαρμένο,
Φροσύνη, ἀγάπα με στήν ξενητειά
Ὅσο ἀπομακρύνεται ἀπ᾿ τόν Ρομαντισμό, γίνεται πιό σύγχρονος καί ἀπαλλάσσεται ἀπ᾿ τά πρῶτα χτυπητά ποιητικά του ἐλαττώματα. Ἐξακολουθεῖ ὡστόσο νά χρησιμοποιεῖ ρητορισμούς καί πολύπλοκες εἰκόνες. Τό τελευταῖο τόν ἀκολουθεῖ σ᾿ ὅλη του τήν ποίηση, ὥς τό τέλος.
Ὅπως τονίσαμε στά προηγούμενα, ὁ ἰδεολογικός του προσανατολισμός πρός τό οὐσιαστικό περιεχόμενο τοῦ 1821, ἡ ἀνάμιξή του στήν πολιτική, πού τόν φέρνει σ᾿ ἄμεση ἐπαφή μέ τόν λαό, ἡ γνώση τῶν προβλημάτων αὐτοῦ τοῦ λαοῦ καθώς καί ὁ ξεπεσμός του σάν ἄρχοντα πού τόν φέρνει σέ ψυχολογική συγγένεια μέ τόν ταλαιπωρημένο ἀγρότη, συντελοῦν ἀποφασιστικά στήν ἀποπομπή τοῦ Ρομαντισμοῦ. Τό τεῖχος, ἄλλωστε, πού χώριζε τό ἀρχοντολόγι ἀπ᾿ τόν ἁπλό ἄνθρωπο, γκρεμίζεται στά στερνά τῆς ζωῆς του. Καί γνωρίζει τήν ψυχολογία τοῦ λαοῦ ὄχι ἁπλά, σάν παρατηρητής, ἀλλά γιατί τήν ἔχει πιά ἀποχτήσει. Ἔτσι νοιώθει πώς ἔχει φτάσει στήν πηγή. Κι αὐτή τήν πηγή θέλει νά τήν ἀξιοποιήσει. Ἡ ἀγάπη του γιά τόν Λευκαδίτικο λαό τόν σπρώχνει σέ μιά διαρκῆ ἀναζήτηση, πού τόν ὁδηγεῖ στόν Μεσαιωνικό Ἑλληνισμό. Ἀπό κεῖ ξεθάφτει μιά μορφή: δέν εἶναι κανένας Βυζαντινός πρίγκηπας πού ἐπιδιώκει θρόνους, οὔτε ἄρχοντας μέ χρυσόβουλα. Εἶναι ἕνας ταπεινός καί φτωχός, φτωχότατος χωριάτης. Κι ἐδῶ ἀκριβῶς ἔχουμε τήν πιό ὥριμη καί ξεκάθαρη σκέψη τοῦ Βαλαωρίτη, τήν πιό προοδευτική του θέση. Ἀνεβάζει σέ ἥρωα τοῦ ἔργου του ἕνα χωριάτη, ἕναν ἀγρότη. Σημειώνουμε τά ὅσα λέει ὁ Σικελιανός σχετικά μέ τό θέμα μας ἐδῶ: «Μέ τόν «Φωτεινό» ἡ ψυχική του κίνηση τραβάει ἀκέρια πρός τίς ρίζες. Κατεβαίνει χρονικά πιό πέρα ἀπό τίς φανταχτερές εἰκόνες τῶν ἡρωϊσμῶν τοῦ ᾿21, πιό βαθιά ἀπ᾿ τούς πρόσφατους ἁρματολούς καί κλέφτες, σκάβει, σκάβει μ᾿ ὅλη τήν ψυχή του γιά νά συναντήσει τά πρωτοθεμέλια τῆς μεγάλης νεοελληνικῆς Λευτεριᾶς. Κι ἐκεῖ πού σκάβει, ἔχοντας φτάσει πιά μ᾿ αὐτό τό σκάψιμο σέ στρώματα ἀπό μακρινούς πρωτύτερους αἰῶνες ὥς τόν 14ο Μεσαιωνικό Ἑλληνικόν αἰώνα, ξάφνου ἀκούει τό τσαπί του νά χτυπάει κάτι ἀθάνατο καί μονομιά ἀποκάτου ἀπ᾿ τό τσαπί του ἀναβρύζει, ξεχειλίζοντας τά χώματα, μιά ὑπέρτατη πηγή: Ὁ «Φωτεινός» ἤ ἡ «Ἐπανάσταση τῆς Βουκέντρας». Ἀπό τή στιγμή αὐτή ὁ Βαλαωρίτης εἶναι λαός κι ὁ λαός Βαλαωρίτης»7.
Ποῦ καταλήγει λοιπόν μέ τόν «Φωτεινό» ὁ Βαλαωρίτης; Σ᾿ ἕνα ἱστορικό καί μαζί ἀγροτικό ἐπεισόδιο. Καί σ᾿ ἕναν ἁπλό ἄνθρωπο. Καί πού ξαφνικά γεννιέται μέσα του ὁ ἥρωας γιά νά ὑπερασπιστεῖ τή Δικαιοσύνη καί τή Λευτεριά του ἀπό κάθε ξένη, ἀπό κάθε μαύρη ἐπιδρομή. Ὁ «Φωτεινός» εἶναι ὁ ἐλεύθερος ἄνθρωπος πού βρίσκει τή δικαίωσή του στόν ἀγώνα του νά ὑπερασπιστεῖ αὐτή τήν ἕννοια: τόν ἐλεύθερο ἄνθρωπο.
«Πόσο ἐμεγάλωσε μέ μιᾶς! Περνᾶ μέ τήν βουκέντρα
καί φαίνεται ψηλότερος ὅτ᾿ εἶναι ἀπό τά δέντρα».
Ὁ «Φωτεινός» γράφεται στά 1879. Σταματάει μέ τό θάνατο τοῦ ποιητῆ. Ἴσως αὐτό τό γεγονός τοῦ δίνει μιά ἰδιαίτερη μεγαλοπρέπεια. Ὡστόσο εἶναι τό ἔργο πού ἐπηρεάζει βαθύτατα καί δημιουργεῖ παράδοση. Ὁ «Φωτεινός» συνδέεται ἄμεσα μέ τή Λευκάδα. Κι ὁ ἀπόηχός του σέ χρόνο φτάνει φυσικά μακριά. Σάν μορφή καί σάν περιεχόμενο συγκινεῖ ἀργότερα καί τόν Σικελιανό.
Καί πρῶτα-πρῶτα ὁ Ἄνθρωπος, αὐτός πού κινεῖται στό ὑπέδαφος τοῦ «Φωτεινοῦ» καί πού εἶναι ὄχι μονάχα πολέμαρχος, ἀγωνιστής. Ἁπλοϊκός κι ὡστόσο σάν προσωπικότητα σύνθετος: μέ σταθερό τό στόχαστρο σέ ἁπλά κι ὅμως μεγάλα ἰδανικά. Ἔξαρση στήν αὐταπάρνηση, σύνεση στήν προετοιμασία γιά ἕναν ἀγώνα, αἰσιοδοξία στις πιό δύσκολες ὧρες του.
Ἤθελε βόϊδια κάτασπρα, μεγάλα, τραχήλατα,
νά ᾿ναι στεφανοκέρατα, κοντόσφαγα, κοιλάτα.
Τ᾿ ἀλέτρι σύμμετρο, βαρύ. Τά ξύλα του κομμένα
πάντα σέ χάση φεγγαριοῦ δέν εἴχανε κανένα
ποτέ τους ρόζο ἤ σκεύρωμα. Ἤθελ᾿ ἀπό Πρινάρι
τόν χερουλάτη, τά φτερά, τόν κέρο, τό σταβάρι
ζυγό και σπάθη ἀπό φτελιά. Κι ἤθελ᾿ ἀπ᾿ ἀγριλίδα
νά ᾿ναι χυτές οἱ ζεῦγλες του…»
Αὐτή ἡ ἐσωτερική σύνδεση μέ τή γῆ ὑπάρχει καί στόν «Ἀλαφροΐσκιωτο».
Γύρω στόν κάμπο, στά βουνά,
παντοῦ ὁ ἁδρός ἀργάτης.
Δίπλα στ᾿ ἀμπέλια ὁ πιστικός
ἀγρύπναε κι ὁ δραγάτης.
Ὁλοῦθε ὁ ἱδρωμέτωπος
κυβέρναγε χωριάτης.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Βουνά ξεσκάφτει τό τσαπί,
χτυπάει τό μελισσόχορτο,
ἀναπηδᾶ τό εὐώδισμα
στόν λαγαρόν αἰθέρα.
Παντοῦ ὁ λαός· καί λάτρεψα
καί στή λαχτάρα μου εἶπα·
«Βάλε τό αὐτί στά χώματα».
Καί φάνη μου πώς ἡ καρδιά
τῆς γῆς βαριά ἀντιχτύπα
Ἡ ἐποχή πού γράφεται ὁ «Φωτεινός», χαραχτηρίζεται ἰδεολογικά ἀπ᾿ τόν Μεγαλοϊδεατισμό, μέ κέντρο τήν ἀνασύσταση τοῦ Βυζαντίου. Βέβαια ὁ Μεγαλοϊδεατισμός πού τόν εἰσάγει πρῶτος μέσα στόν Ἑλληνικό χῶρο σάν ἐπιδίωξή του ὁ Κωλέττης (1843), ἀποπροσανατολίζει οὐσιαστικά τόν Ἑλληνισμό, ἐφ᾿ ὅσον ἀκόμα δέν ἔχουν καλλιεργηθεῖ κἄν οἱ προϋποθέσεις γιά τήν ἀπελευθέρωση τῶν ἄλλων ἑλληνικῶν ἐδαφῶν. Ἐξ ἄλλου στρέφει ἰδεολογικά τόν πνευματικό κατ᾿ ἐξοχή κόσμο πρός τήν Πόλη κι ἀφήνει στό περιθώριο κάθε ἄλλη παράδοση. Ἑπόμενο ἦταν, αὐτή ἡ ἄγονη στροφή πρός τό νεκρό πιά Βυζάντιο, ἔξω ἀπό κάθε ρεαλισμό καί ἀπό κάθε λογική ἐχτίμηση τῶν πραγμάτων, νά ἐπηρεάσει καί τούς Ρομαντικούς, ἀπ᾿ τούς ὁποίους οἱ πιό πολλοί εἶναι Φαναριῶτες. Ἡ στροφή τοῦ Βαλαωρίτη πρός τόν Μεσαιωνικό Ἑλληνισμό καί ἡ κραυγαλέα κατακραυγή του γιά τόν ξένο – τόν Φράγκο ἤ τόν Ἑνετό, ἀδιάφορα – εἶναι μιά προσπάθεια προσανατολισμοῦ μέσα στό ξέθωρο περίγραμμα τοῦ Μεγαλοϊδεατισμοῦ. Ὁ ποιητής μας ξεπερνᾶ τά ὅρια, μέσα στά ὁποῖα εἶχαν τοποθετήσει τήν Ἐθνική Ἰδέα οἱ Ρομαντικοί, πού υἱοθετοῦσαν ἄκριτα κάθε ξενόφερτο ρεῦμα πνευματικό. Δέν μπορεῖ ἄλλωστε νά νοήσει – τόν ἐπηρεάζει σ᾿ αὐτό ἡ Ἑφτανησιώτικη παράδοση – ἀποσπασματικόν τόν Ἑλληνισμό. Τόν συγκινεῖ ὁ ἀρχαῖος κόσμος, ὅπως ἔχει περάσει σάν παράδοση στή συνείδηση τοῦ λαοῦ. Ἄλλωστε ὁ «Φωτεινός», μέ τά πλούσια λαογραφικά του στοιχεῖα, μᾶς δίνει τήν ἴδια τήν ψυχή τοῦ λαοῦ, μ᾿ ὅλες τίς χαρές, τίς λύπες, τά ὄνειρα καί τίς πεποιθήσεις του. Τό Β´ Ἆσμα τοῦ «Φωτεινοῦ» εἶναι κατ᾿ ἐξοχήν ἡ ἰδεολογική πεποίθηση τοῦ ποιητῆ:
«Τοῦ ᾿πε τό πῶς ἀνάμεσα σέ τρίβολα κι ἀγκάθια
μιά μέρα ἐθέλησε ὁ Θεός νά σπείρει ἕνα λουλούδι
ὁποῦ ᾿χε χίλιες ὀμορφιές καί χίλιες εὐωδίες
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
. . . . . . . . . . . . . . . . καί τό λουλούδι ἐκεῖνο
πὤπρεπε νἆν᾿ ἀμάραντο, τό βάφτισεν Ἑλλάδα».
*
Ἀντίθετα, ὅταν γράφεται ὁ «Ἀλαφροΐσκιωτος», ἔχει μεσολαβήσει ἡ φοβερή ἧττα τοῦ 1897. Ἡ ἧττα εἶναι φοβερή καί γιά τόν Μεγαλοϊδεατισμό. Τόν ἀποστεώνει κι ἀποδείχνει πώς δέν εἶχε βάθος. Μαζί μέ τήν κρίση συνειδήσεων πού ἐπακολουθεῖ μετά τήν διάψευση μιᾶς Ἰδέας πού τόσο καλλιεργήθηκε, χωρίς ἀντίκρυσμα, συμβαίνει καί κάτι ἄλλο: τό ὑλικό ἀποδυνάμωμα τοῦ Ἑλληνισμοῦ τό ἀκλουθάει ἡ πνευματική ἐγρήγορση. Σ᾿ αὐτό τό σημεῖο θά ᾿θελα νά τονίσω ὅτι ἐθριάμβευσε τό νέο πνεῦμα, ὅπως αὐτό ἀντιπροσωπεύεται ἀπ᾿ τούς Παλαμᾶ, Δροσίνη, Καμπᾶ, Καρκαβίτσα καί ἄλλους. Σημειώνεται μιά συνειδητή στροφή πρός τίς ρίζες. Κι εἶναι αὐτές ὁ λαός, πού τόσο τόν εἶχαν ξεχάσει παλιότερα καί ὁ ἀρχαῖος ἑλληνικός κόσμος σάν ζωή, σάν περιεχόμενο. Τά κλασσικά ἔργα μεταφράζονται στή δημοτική μας γλώσσα, καί παρά τήν ἀντίδραση (Μιστριώτης κ.λπ.), γίνεται προσπάθεια νά ἐπικοινωνήσει μέ τόν ἀρχαῖο κόσμο κι ὁ πιό ἁπλός Ἕλληνας. Σ᾿ αὐτόν τόν ἀναβρασμό συμμετέχει κι ὁ Σικελιανός. Τόν διακρίνει, ὅπως εἴπαμε, ἡ προπαίδειά του στόν χῶρο πού εἶχε καλλιεργήσει ὁ Βαλαωρίτης. Ὅμως δέν σταματάει καθόλου στό Βυζάντιο. Πάει στά ἴσια στόν ἀρχαῖο κόσμο. Ὁ νέος ἄνθρωπος, μετά τόν θάνατο τοῦ καλύτερου, εἶναι πλασμένος ἀπό ἕνα ἰδιαίτερο πνευματικό ὑλικό. Ἔχει ξαναγεννηθεῖ μέσα στόν κόσμο τοῦ Ὁμήρου καί δείχνει πώς μπορεῖ νά σταθεῖ σά νεοέλληνας στά δικά του πόδια καί ὄχι σέ δανεισμένα δεκανίκια.
«Κι ἦταν ὁ λόγος τοῦ Ὀδυσσέα
στοῦ τραγωδοῦ τό νοῦ,
πού τρίσβαθα
τοῦ ραψωδοῦ τοῦ ἐμίλει ἡ ἁρμονία
μπρός στό γιγάντιο πόνο τοῦ Αἴαντα
καί τήν ἱερή μανία.
Καί πιό μεστά,
σά νά μοῦ ἀλάφρωνε
φλέβα νεροῦ ἀγερόλαμπρου
τή δέντρινη κορμοστασιά μου,
ἀνέβηκε ἄδιψα,
ἀλαφρά τή φυλλωσιά μου».
Κάτι τέτοιο εἶχε προφητέψει στόν «Φωτεινό» ὁ Βαλαωρίτης, λέγοντας
«Κι ἑτοίμαζε ἄλλο ζύμωμα μέ τήν παλιά τή σκόνη».
Κι ἔμελλε πάλι, Λευκαδίτης ποιητής, μεγάλος κι αὐτός, νά ὁλοκληρώσει αὐτό πού ὀνειρεύτηκε ὁ ἐρημίτης τῆς Μαδουρῆς. Φυσικά οἱ ἰδεολογικές ἀναλογίες δέ σταματοῦν ἐδῶ. Πολλά θά μπορούσαμε νά ποῦμε γιά τήν ὀμορφιά, ὅπως τήν δίνει ὁ Βαλαωρίτης μέ τή Θοδούλα (ἀμάλαγη, περήφανη παιδούλα) κι ὅπως τή δίνει ὁ Σικελιανός στή «γαληνομέτωπη ἀνυφάντρα» του. Μά ἐδῶ μᾶς ἐνδιέφερε περισσότερο νά βροῦμε ὥς σέ ποιό χῶρο τοῦ «Φωτεινοῦ» φτάνουν οἱ ρίζες τοῦ «Ἀλαφροΐσκιωτου».
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
- Ἀδαμαντίου Δ. Παπαδήμα «Νέα Ἑλληνική Γραμματολογία», Γενικά στοιχεῖα, Ἀθῆναι 1948, σελ. 172 κ.ἑ. – Κ. Θ. Δημαρᾶ: Ἱστορία τῆς νεοελληνικῆς λογοτεχνίας, ἔκδοση Β´, σελ. 314.
- Βλ. Κ. Θ. Δημαρᾶ ὅπ. ἀν. σελ. 215.
- Βλ. Κ. Θ. Δημαρᾶ ὅπ. ἀν. σελ. 314.
- «Καί σύ, Χαρίκλεια, καί σύ νά μή μέ λησμονήσης ὅταν θά πέσω κατά γῆς. Θυμήσου, μήν ἀφήσης αὐτά μου τά ἀγριολούλουδα νά μαραθοῦν τά μαῦρα».
- Βλ. Π. Ροντογιάννη «Οἱ Πρόγονοι» Νέα Ἑστία – Χριστούγεννα 1952, σελ. 9.
- Βλ. Περ. «ὁ Διόνυσος» τόμ. 2 Ἀπρίλ. 1902, σελ. 211-212.
- Βλ. Ἀγ. Σικελιανοῦ «Ὁμιλία γιά τόν Βαλαωρίτη» Πρόλογος στήν ἔκδοση Ἀ. Βαλαωρίτη Ἅπαντα – Ἑταιρεία Ἑλληνικῶν Ἐκδόσεων – Ἀθήνα 1964.
Πηγή: Χαρά Παπαδάτου